“Ανασκαφές” του Σπύρου Ζαχαράτου – Κριτική ανάλυση

του Σίμου Ανδρονίδη

Η ποιητική συλλογή του Σπύρου Ζαχαράτου ‘Ανασκαφές’ που δημοσιεύθηκε το 1997 μπορεί να διαβαστεί από τον αναγνώστη και ως ένας ιδιαίτερος φόρος τιμής σε πρόσωπα και σε έργα, ποιητικά και λογοτεχνικά, τα οποία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο προκειμένου ο ποιητής να διαμορφώσει την ποιητική αλλά και την αναγνωστική του ταυτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα επισημάνουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως δεν στερείται σημασίας η αναφοράς στην συγκρότηση της αναγνωστικής ταυτότητας του ποιητή.

Και γιατί έχει σημασία; Για δύο αλληλοσυνδεόμενους λόγους: Πρώτον, διότι ο Σπύρος Ζαχαράτος ενδιαφέρεται πρωτίστως να εκθέσει ενώπιον του αναγνώστη ή των αναγνωστών των ποιημάτων του, πως ήταν και παραμένει επιμελής αναγνώστης[1] όλων αυτών που αγάπησε, και, δεύτερον, πως δίχως όλες αυτές τις κειμενικές αναφορές δεν θα μπορούσε να καταστεί ποιητής.

Όχι της ‘Τελευταίας προ του ανθρώπου εκατονταετίας,’ σύμφωνα με την γνωστή ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, αλλά, αντιθέτως, ένας ποιητής που μπορεί και επιτυγχάνει «την αφαίρεση της υλικότητας και του βάρους των πραγμάτων», για να δανεισθούμε την έκφραση του Ευριπίδη Γαραντούδη[2] ο οποίος με την σειρά του την έχει αντλήσει από τον κριτικό (του Γιάννη Ρίτσου), Τάκη Σινόπουλο.

Και το ποίημα όπου κατεξοχήν διαφαίνεται αυτή η ιδιαίτερα λεπτή και ποιητική λειτουργία της αφαίρεσης [3] είναι το ‘Η Διάλεκτος των Αηδονιών’. Γράφει χαρακτηριστικά, με μία σχεδόν απόκοσμη λυρική ευαισθησία ο Σπύρος Ζαχαράτος: «Είμαι πολίτης της Δημοκρατίας των λουλουδιών. Γεννήθηκα στις θαλασσινές σπηλιές της Κεφαλλονιάς. Έχω αδελφό μου ένα κοχύλι που ‘χεις σφιχτά στα χείλη σου και φύλακα άγγελο έν’ άστρο που νανουρίζει κρυφά μες στα μαλλιά σου. Έμαθα από νωρίς το αλφαβητάρι των πουλιών και στο σχολείο της ζωής την ανθρωπιά. Φοίτησα στα θρανία της ομορφιάς την αρμονία της σιωπής. Γι’ αυτό συνεννοούμαι με τα όνειρα με νεύματα μυστήρια και τη διάλεκτο των αηδονιών».

Θα επιχειρήσουμε σε αυτό το σημείο να αναδείξουμε κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά του ποιήματος, μέσω του οποίου, υπόρρητα και μη, ο Σπύρος Ζαχαράτος τοποθετείται μέσα στην ποιητική παράδοση του ρομαντισμού. Και ποια μπορεί να είναι αυτά τα χαρακτηριστικά;

Πρώτον, η ενίοτε ολική αφαίρεση της υλικότητας και του βάρους των πραγμάτων», όπως υπογραμμίσαμε και πιο πάνω, εκεί όπου ο Κεφαλλονίτης ποιητής διατρανώνει με τρόπο που δεν χωρά αμφισβήτηση, την ένταξη του στην αποκαλούμενη «Δημοκρατία των λουλουδιών»,[4] (μαζί με την Κεφαλονιά), εκεί όπου εν συνεχεία αφαιρείται από όπου χρειάζεται το «βάρος των πραγμάτων», με διακύβευμα να διαφανεί ακέραιο και ‘ανόθευτο’, προτού ‘πληγωθεί’ από τους ανθρώπους, το όραμα, η ουτοπία (η Αριστοφανική εσάνς κάνει την εμφάνιση της).

Ως προς αυτό, θα αναφέρουμε πως αφαιρούνται, ήτοι τίθενται εκτός προσκήνιου οι άνθρωποι, με τον ποιητή να εξισορροπεί την απουσία τους ονομάζοντας ‘αδέλφια’ ένα ‘κοχύλι’ και ένα ‘άστρο’, και επίσης, αφαιρείται η ανθρώπινη γλώσσα ως πρωταρχικό και απολύτως ουσιώδες μέσο αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας. Μέσο που υποκαθίσταται από το «αλφαβητάρι των πουλιών» που ως μη λεκτικός κώδικας μπορεί και πλησιάζει την ποίηση και τους κανόνες της όντας ‘ποίηση’ το ίδιο, και από την «αρμονία της σιωπής», διαμέσου της οποίας ο ποιητής προσεγγίζει την ομορφιά που τον περιβάλλει.

Όσον αφορά την έννοια της ομορφιάς, αυτή δεν βρίσκεται παντού, άλλως πως δεν σχετίζεται με την έννοια του χώρου, με μία αυστηρή «χωρολογία», για να στραφούμε στην θεώρηση περί κάλλους του Βασίλη Νίκα.[5] Η ομορφιά βρίσκεται εκεί όπου ‘εσύ θεωρείς πως υπάρχει.’

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που εντοπίζουμε, άπτεται της επιθυμίας διαπαιδαγώγησης σε μία άλλη και διαφορετική ‘Δημοκρατία’, στην ‘Δημοκρατία των Λουλουδιών’ που εμπεριέχει εντός της ‘ομορφιά’ και ‘σιωπή’ ισόποσα,[6] εκεί όπου το είναι το φαντασιακό αυτό που καλείται να δημιουργήσει μία νέα πραγματικότητα (αυτό το ‘πόσο διαφορετικά θα ήσαν τα πράγματα…’)  και όχι μία «ψευδοπραγματικότητα»,[7] κατά τον Παναγιώτη Βούζη.

Τρίτον, στο ποίημα ‘Η Διάλεκτος των Αηδονιών’ δεν κάνει χρήση της ρυθμικής ομοιοκαταληξίας που παρατηρούμε σε ποιήματα της συλλογής, με το ποίημα, εκτός από βαθιά αποκαλυπτικό στιγμών και προθέσεων, να είναι γραμμένο και σε πρώτο πρόσωπο, σε ένα λεπτό σημείο όπου ο αόριστος και ο ενεστωτικός χρόνος συνυπάρχουν αρμονικά, βοηθώντας εμάς ως αναλυτές να το εντάξουμε στην κατηγορία του χρονικού ή του χρονολογικού ποιήματος, εντός του οποίου το παρόν δεν θέλει και δεν μπορεί να διαγράψει το παρελθόν και τα διάφορα ίχνη του.

Η ομοιοκαταληξία που δεν είναι μονή αλλά μπορεί να αφορά περισσότερες της μίας καταλήξεις, καθίσταται κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη στο ποίημα ‘Γερνάει το Φως’, με τον ποιητικό λόγο να μας θυμίζει πως η ποίηση πρωταρχικό μπορεί να είναι ένα μορφολογικό-γλωσσικό παίγνιο [8]που προκαλεί ευχαρίστηση, αναγνωστική και αισθητική απόλαυση.

«Γερνάει το φως και στάζει απ’ τα μάτια μα ‘γω να σ’ ανταμώσω προσπαθώ σε λένε Αργυρώ αγάπη μου και Κάτια μακριά σου τα μουράγια είν’ όλα σάπια και στο Δεκέμβρη που να κρατηθώ; Η μνήμη είναι ρούχο που παλιώνει σαν το δικό μου γέρικο κορμί τα γράμματα σου στάζουν στο σεντόνι στα Τέμπη μου θυμίζουν αηδόνι και στην ψυχή μπου ανοίγουνε ρωγμή. Περνάει το φως και φεύγει προς τα έξω και το δωμάτιο μένει αδειανό το σώμα σου αχ να ‘τανε  να παίξω σκληρό είναι το κενός και πως θ’ αντέξω; Χριστούγεννα και θα ‘ρθούνε και πονώ».[9]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκύπτει αυτό που η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού ονομάζει «κατεξοχήν ρυθμό ή ρυθμό δεύτερου βαθμού», ο οποίος είναι «προσωπικό επίτευγμα του κάθε ποιητή και σφραγίζει τη φωνή του κατά εντελώς ειδοποιό τρόπο».[10]

Οι συνεχόμενες ομοιοκαταληξίες (πως ακούγεται το ‘παλιώνει, σεντόνι, αηδόνι;’ ) είναι αυτές που «σφραγίζουν την φωνή του ποιητή κατά εντελώς ειδοποιό τρόπο», καταλήγοντας σε ερωτήσεις που δεν εκφράζουν άγνοια αλλά ειλικρινή απορία, εκείνο το είδος της παραδοχής που μπορεί να ενσκήψει αυθόρμητα και μόνο αυθόρμητα: «Σκληρό είναι το κενό και πως θ’ αντέξω’;

Οι «μετρικές συλλαβές»[11] που μπορεί να περισσεύουν, σύμφωνα με τον Ξ. Α Κοκόλη, συμπληρώνονται με ένα «καινούργιο νόημα» που μετατρέπει το ποίημα σε καθαυτό ερωτικό. Όση απόλαυση μπορεί να προσφέρει η ανάγνωση του ομοιοκατάληκτου ποιήματος, άλλη τόση μπορεί να προσφέρει και ο έρωτας υπό μορφή ‘κυνηγιού’. «Το σώμα σου αχ να ‘τανε να παίξω». Για έναν ποιητή που ως προς το κοινωνικό περιεχόμενο των στίχων εν μέρει θυμίζει τον Ημαθιώτη ποιητή Γρηγόρη Σακαλή, η ποίηση εκλαμβάνεται ως ο καθαυτό ‘χώρος’ που μπορεί να φιλοξενήσει χωρίς προβλήματα, την δια-κειμενικότητα, η οποία εκφράζεται στο ποίημα ‘Οι Άγιοι’ μόνο μέσω των ονομάτων. Την λύση μετέπειτα, θα την δώσουν

Και το ποίημα και ο έρωτας, ακόμη και αν είναι η κάποια θλίψη είναι ορατή, έχουν εκείνο το στοιχείο της ‘αθωότητας’ που βοηθά τον ποιητή να αντέξει στη φθορά του χρόνου, στο ‘πάλιωμα’ της μνήμης και του σώματος, διαδικασία που λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα. Για έναν ποιητή που ως προς το κοινωνικό περιεχόμενο των στίχων εν μέρει θυμίζει τον Ημαθιώτη ποιητή Γρηγόρη Σακαλή, η ποίηση εκλαμβάνεται ως ο καθαυτό ‘χώρος’ που μπορεί να φιλοξενήσει χωρίς προβλήματα, την δια-κειμενικότητα, η οποία εκφράζεται στο ποίημα ‘Οι Άγιοι’ μόνο μέσω των ονομάτων.

Την λύση μετέπειτα, θα την δώσουν οι σκαπανείς του ελληνικού λόγου. «Παντού σπαράγματα στα μάτια των περαστικών στις στέγες των σπιτιών στις χελιδονοφωλιές τις άδειες. Αγίους ανασύρω από τα έγκατα των στεναγμών στις αμμουδιές της Ποίησης. Τον Όμηρο, τον Αισχύλο το Ρωμανό τον Μελωδό. Το στρατηγό Μακρυγιάννη τον Ανδρέα Κάλβο το Διονύσιο Σολωμό τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τον Κωστή Παλαμά τον Κωνσταντίνο Καβάφη τον Κώστα Βάρναλη. Το Γιώργο Σεφέρη το Γιάννη Ρίτσο το Νικηφόρο Βρεττάκο και τέλος τον Οδυσσέα Ελύτη. Μακάριοι οι Άγιοι της γλώσσας της ελληνικής».[12]


Παραπομπές

[1] Και τι σημαίνει η έννοια του ‘επιμελή αναγνώστη’; Πως ο ίδιος ο ποιητής μπορεί να είναι ο πρώτος και αυστηρότερος κριτής του έργου του και των ποιημάτων του, αυτός που επιτελεί την πράξη της «έκκλησης», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Rosenblatt, προχωρώντας σε έναν «πρώτο διάλογο με το κείμενο».  Με διακύβευμα είτε να προβεί σε διορθώσεις και αλλαγές, όπου κρίνεται απαραίτητο, είτε να αφήσει άθικτες σιωπές ή αλλιώς αποσιωπήσεις, οι οποίες μπορεί να καταστούν αρκούντως λειτουργικές, συμβατές με το εν γένει ποιητικό ύφος και με ‘αυτό που θέλει να πει και να εκφράσει’ ο ποιητής. Βλέπε σχετικά, Rosenblatt, L.M., ‘Viewpoints: Transaction versus interaction: A terminological rescue operation,’ Research in the teaching of English, Volume 19, No. 1, 1985, σελ. 96-107.

[2] Βλέπε σχετικά, Σινόπουλος, Τάκης., ‘Χρονικό αναγνώσεων. Βιβλιοκρισίες για τη μεταπολεμική ποίηση,’ Φιλολογική Επιμέλεια: Γαραντούδης, Ευριπίδης, Μέντη, Δώρα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 1999. Και, Γαραντούδης, Ευριπίδης., ‘Ελληνική ποίηση και κινηματογράφος. Το παράδειγμα μιας σύγκρισης: Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος – Alain Resnais, Hiroshima mon amour,’ Περιοδικό ‘Σύγκριση’, 20, 7, 2017, Διαθέσιμο στο: (PDF) Ελληνική ποίηση και κινηματογράφος. Το παράδειγμα μιας σύγκρισης: Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος – Alain Resnais, Hiroshima mon amour (researchgate.net)

[3] Ευρύτερα ομιλώντας, θα πούμε πως στην ποίηση οι στόχοι ούτε αναφέρονται ρητά ούτε απαριθμούνται με ευκολία, πράγμα που αν συνέβαινε θα προσέδιδε στην ποίηση τα χαρακτηριστικά του καθημερινού σημειωματάριου. Είναι ο αναγνώστης αυτός που λαμβάνοντας υπόψιν του όλες τις σχετικές παραμέτρους («λεκτικά σύμβολα», «πρότερες εμπειρίες», «παροντικές ανάγκες»), καλείται να συγκροτήσει, δια της αναγνωστικής διαδικασίας, έναν ή πολλαπλούς σκοπούς που μπορεί να είναι τόσο η ολοκλήρωση της ανάγνωσης της ποιητικής συλλογής μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η επένδυση σε αυτή με τέτοιον τρόπο ώστε να συμβάλλει στην αισθητική διαπαιδαγώγηση του, το μοίρασμα του με φίλους, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (το ‘Twitter’ δεν έχει και δεν πρόκειται να αποκτήσει τον οιονεί ποιητικό χαρακτήρα που διαθέτει το ‘Facebook’), η απομνημόνευση μίας λέξης ή ενός ολόκληρου αποσπάσματος, ώστε ύστερα από χρόνια, να μείνει ‘κάτι’, ακόμη και ως μικρό ‘θραύσμα.’ Να πως δια της θεωρητικής εμβάθυνσης μπορούμε να αντιληφθούμε πληρέστερα το νόημα του τίτλου της ποιητικής συλλογής που είναι ‘Ανασκαφές’: Μετά από κάποια χρόνια, ο αναγνώστης μπορεί να πραγματοποιήσει μία εις βάθος ‘ανασκαφή’ στο ποιητικό-κειμενικό ‘σώμα’. Και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ποιητικός λόγος να μεταπλασθεί σχεδόν αυτομάτως σε κάτι απολύτως οικείο και προσωπικό που έρχεται από το παρελθόν: Σε κάτι οικείο όπως το αλλοτινό χάδι μίας γυναίκας και ένα φιλί, σε κάτι οικείο και προσωπικό όπως η φιλία, σε κάτι οικείο και προσωπικό όπως  μία επιτυχία. Στο ποίημα ‘Αγία Τεχνολογία’ διαφαίνεται με ευκρινή τρόπο, αυτό το πνεύμα της ‘οικειότητας’: «Αυτοί που θα’ ρθουν αύριο∙ ας λατρέψουν τα παλιά ποιήματα όπως τα νέα κορίτσια. Τώρα περίσσεψε το θράσος και επικράτησε οριστικά. Εκτελείται σαδιστικά το τελευταίο κυκλάμινο και οι αθώοι κορμοράνοι. Σκυθρωποί ταξιδιώτες θα φτάνουν στις αποβάθρες του λυγμού. Άγγελοι λιμού είναι αυτοί που μάτωσαν το κάθε τι αληθινό. Αυτοί που λέγαν μέχρι χτες: «Αγία η τεχνολογία». Το εν γένει πνεύμα της ‘οικειότητας’, συνοδεύεται από ένα φιλο-περιβαλλοντικό πνεύμα και από κριτικές αιχμές προς την τεχνολογία και κυρίως, προς όλους όσοι την ‘εξιδανίκευαν’ και την ‘θεοποιούσαν,’ εμβαπτίζοντας την στα νάματα της ‘σωτηρίας.’ Βλέπε σχετικά, Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Αγία Τεχνολογία,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ανασκαφές,’ Εκδόσεις Αίνος, Αθήνα, 1997, σελ. 11. Βλέπε και, Τσαμπίκα, Ντάκα., ‘Η ποίηση για παιδιά των Γιάννη Ρίτσου και Κώστα Μόντη υπό το φως της συναλλακτικής θεωρίας της L. M. Rosenblatt: θεωρητικές και διδακτικές προσεγγίσεις,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2021, Διαθέσιμη στο: Η ποίηση για παιδιά των Γιάννη Ρίτσου και Κώστα Μόντη υπό το φως της συναλλακτικής θεωρίας της L. M. Rosenblatt: θεωρητικές και διδακτικές προσεγγίσεις (didaktorika.gr)

[4] Επιχειρώντας μία ευρύτερη σύγκριση προσέγγιση, θα ισχυρισθούμε πως εν αντιθέσει με έναν εκ των αγαπημένων ποιητών του Σπύρου Ζαχαράτου, ήτοι τον Οδυσσέα Ελύτη, ο ίδιος δεν αποφεύγει να αναφέρει ρητά την καταγωγή του (Κεφαλλονιά) και ότι σχετίζεται με αυτή, εξέλιξη η οποία μπορεί και του προσδίδει ποιητικό ‘στυλ’ (την μουσικότητα στο στίχο), ικανοποιώντας ταυτόχρονα την βαθύτερη ανάγκη της μνημόνευσης, η οποία μπορεί να λάβει χώρα μόνο με δύο τρόπους: Πρώτον, λεκτικά-γλωσσικά, και δεύτερον, μόνο εφόσον υπάρχει αντικείμενο που πρέπει να μνημονευθεί. Εάν εκλείπει αυτό, η μνημόνευση εκπίπτει από τα βάθρα της ‘ιερότητας,’ μετατοπιζόμενη στην επικράτεια του ‘πουθενά’ ή του ‘τίποτα.’ Στο πρώτο ποίημα της συλλογής ‘Πάρε Μαζί σου,’ δεν έχουμε να κάνουμε με μία απλή σύσταση προς τον αναγνώστη, όσο με μία διαρκή παραίνεση που δεν σταματά παρά μόνο όταν τοποθετηθεί η τελεία. Τότε σταματά και η παραίνεση και το ποίημα, με τον όρο ‘μνημόνευε’ να εκφράζει με απόλυτη ακρίβεια που απαντάται σε έναν Οκτάβιο Παζ, ότι θέλει να πει ο ποιητής. «Πάρε μαζί σου την ομπρέλα, το λύχνο και το λυγμό. Μακρύς ο δρόμος. Θα μετρηθεί η αντοχή των υλικών και των πλασμάτων. Πάρε μαζί σου και τον οίνον των δικών μας μυστηρίων∙ είναι στη στάμνα στο κελάρι με το φως λίγων κηρίων. Πάρε μαζί σου στολίδια της ψυχής το λόγο τον Ελληνικό και κάθε εσπερινό της Κυριακής μνημόνευε ό,τι ακριβό έχει πεθάνει. «Μνημόνευε!… Έτσι θα κρατηθούμ’ ορθοί και άνθρωποι και πάντα νέοι». Η στρατηγική επένδυση ποιητικών πόρων στην λέξη ‘Μνημόνευε’ επιτρέπει στον ποιητή να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα που ξεκινά με το ‘Έτσι’ (τα συμπεράσματα εκλείπουν στη σύγχρονη ποιητική παράδοση, χονδρικά αυτή της τελευταίας δεκαπενταετίας) και εμπεριέχει εντός της ‘ίχνη’ διαχρονικότητας: ‘Μνημονεύοντας’ θα παραμείνουμε «πάντα νέοι». Πέραν αυτού, το ποίημα φέρει στοιχεία μίας έμμεσης δια-κειμενικότητας, καθότι, ο μεν τίτλος του αλληλεπιδρά με τον γνωστό στίχο του Μιχάλη Κατσαρού ‘Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία’ (η ελαφριά παράφραση του δεν αλλοιώνει το περιεχόμενο του), η δε παραίνεση ‘Μνημόνευε’ υπενθυμίζει την Μπλωντερική παραίνεση ‘Μεθύστε’! Ποιος μπορεί να ισχυρισθεί σε θεωρητικό επίπεδο, πως ένα ποίημα δεν μπορεί να ‘χτιστεί’ μέσω παραφράσεων και παραλλαγών, εμπεριέχοντας εντός του τον τρόπο γραφής και δημιουργίας του ποιητή που παραφράζει; Βλέπε σχετικά, Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Πάρε Μαζί σου…ό.π., σελ. 9. Η μνημόνευση της Κεφαλονιάς και της ομορφιάς της συνιστά μία εκ των σταθερών του εν ευρεία εννοία ποιητικού λόγου του Σπύρου Ζαχαράτου.

[5] Βλέπε σχετικά, Νίκας, Βασίλειος., ‘Ιδέα και Ον, Κάλλος και Αλήθεια στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2022, Διαθέσιμη στο:

Ιδέα και Ον, Κάλλος και Αλήθεια στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη (didaktorika.gr)  Εν αντιθέσει ίσως με την ομορφιά που είναι ‘άφθαρτη’ και επιδραστική καθότι βοηθά τον ποιητή να αποκτήσει ευαισθησία, (επί) γνώση επί των πραγμάτων και κατανόηση, τοποθετούμενος δραστικά απέναντι σε όλους όσοι σπεύδουν να ‘κηλιδώσουν’ την ομορφιά, να την αλλοιώσουν αντικαθιστώντας την με την ομοιομορφία, η ‘αγάπη’ προσλαμβάνει πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, έχοντας σχέση με όλα όσα έχουν καθορίσει τον ποιητή ιστορικά, ήτοι με τόπους, με τόπους και με έννοιες που από κοινού συγκροτούν την γενεαλογία της ποίησης του. Αν για κάποιον λόγο έπαυε να γράφει, η αγάπη του προς τόπους, πρόσωπα και έννοιες, η μνημόνευση τους (να τος πάλι ο όρος ‘μνημόνευση’), θα θυμίζει πως υπήρξε ποιητής: «Οι αγάπες μου είναι γένους θηλυκού. Ελευθερία. Ελλάδα Ελπίδα. Μάνα Κόρη Γυναίκα Θάλασσα Φωτιά. Ζωή Ποίηση Κεφαλλονιά. Οι αγάπες μου είναι αίμα στην καρδιά μου». Βλέπε σχετικά, Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Οι αγάπες μου…..ό.π., σελ. 18.

[6] Αξιακά και θεσμική η κατά τον Σπύρο Ζαχαράτο ‘Δημοκρατία των Λουλουδιών’ τοποθετείται στον αντίποδα της σύγχρονης Δημοκρατίας έτσι όπως την γνωρίζουμε, υπερτερώντας αισθητά εφόσον μπορεί και προτάσσει την ‘ισότητα των πάντων.’ Είναι σε αυτό το σημείο όπου καθίσταται ‘πολιτικός,’ εάν είναι δόκιμος ο όρος, δίχως όμως να προσφεύγει σε κοινότοπες και δακρύβρεχτες αναφορές.

[7] Βλέπε σχετικά, Βούζης, Παναγιώτης., ‘Ο Μύθος του Γεφυριού που μιλά. Για τον εξ αίματος νεκρό του Θανάση Χατζόπουλου,’ Περιοδικό ‘Καρυοθραύστις,’ Τεύχος 14-15, Ιούλιος 2023, σελ. 75. Ένα ενδιαφέρον ποιητικό ‘δίδυμο’ που υποδηλώνει πολλά για τις επιθυμίες του ποιητή, για το ‘τι ονειρεύονταν’ και ‘πως ζει σήμερα,’ συνθέτουν τα ποιήματα ‘Η Επανάσταση’ και ‘Του Γυρισμού το Άλγος.’ Το ότι η Επανάσταση αποκαλείται ή προσδιορίζεται ποιητικά ως ‘Μάνα’ (του Γκόρκι; ) δεν θα πρέπει να εκπλήσσει τον αναγνώστη, ειδικά εάν λάβει υπόψιν το γεγονός πως αρκετοί ποιητές που δημιούργησαν ποίηση την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, από τις αρχές δηλαδή της δεκαετίας του 1990, αισθάνθηκαν την ανάγκη, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης να στοχαστούν πάνω στην έννοια της επανάστασης και στα παρελκόμενα της. Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, αφήνεται να διαρρεύσει ένας ελαφρύς λυγμός, μία αισθητή απαισιοδοξία, μία ροπή προς το ανικανοποίητο. Άλλο ενδιαφέρον ποιητικό ‘δίδυμο’ συντίθεται από το πρώτο ποίημα της συλλογής ‘Πάρε Μαζί σου’ και από το τελευταίο ποίημα που τιτλοφορείται ‘Αντισταθείτε.’ Η έμμεση δια-κειμενικότητα του πρώτου ποιήματος δίνει την θέση της στην άμεση και ευθεία δια-κειμενικότητα, η οποία παραμένει όμως τόσο πλούσια όσο και στο πρώτο ποίημα. Δεν χρειάζονται και πολλά προκειμένου να καταλάβει ο αναγνώστης ποιον εννοεί ο Σπύρος Ζαχαράτος με την έκφραση ‘Αντισταθείτε κατά που λέει ο Ποιητής: «Στην ξηρασία». Βλέπε και, Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Η Επανάσταση…ό.π., σελ. 20 & ‘Του Γυρισμού το Άλγος…ό.π., σελ. 21. Επίσης, ‘Αντισταθείτε…ό.π., σελ. 44.

[8] Ας θυμηθούμε πως ‘παίζει’ με τους αντικατοπτρισμούς ο Αμερικανός ποιητής John Ashberry.

[9] Βλέπε σχετικά, Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Γερνάει το Φως…ό.π., σελ. 27. Και εδώ έγκειται η σημαντικότερη ίσως συμβολή των ‘Ανασκαφών’ του Σπύρου Ζαχαράτου. Το ότι δηλαδή μπορούν και θέτουν στο προσκήνιο και όχι επιτακτικά, αλλά με τον τρόπο του διαπραγματευτή που μόλις έχει καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, το γεγονός πως η ποίηση δεν είναι απρόσιτη και ‘δύσβατη’ όσο νομίζουν αρκετοί, έχοντας το πλεονέκτημα της κυριολεξίας. Και ο Σπύρος Ζαχαράτος κυριολεκτεί.

[10] Βλέπε σχετικά, Πολίτου-Μαρμαρινού, Ελένη., ‘Η στίξη των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου. Ο Ωκεανός,’ Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1992.

[11] Βλέπε και, Κοκόλης, Ξ. Α., ‘Ο διασκελισμός κατά τη μεταβατική περίοδο: Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940),’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1996.

[12] Βλέπε σχετικά, Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Οι Άγιοι…ό.π., σελ. 32. Οι ‘Άγιοι’ είναι μόνο ποιητές και συγγραφείς, δηλαδή αυτοί που έγραψαν και πλούτισαν την ελληνική γλώσσα,  και όχι οι ‘προλετάριοι’ όπως στην περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου. Όσα δεν δηλώνει ρητά και υπόρρητα η ποίηση, τα δηλώνει η φιλοσοφία, η επιλογή αλά Σόρεν Κίρκεγκωρ, η γλώσσα, η γραφή που καθιστά υποφερτή την ήττα και τον θάνατο,  η δημιουργία, ο έρωτας, το όνειρο. Στο ποίημα ‘Η Πεμπτουσία και…΄, σημασία δεν έχει τόσο η ομοιοκαταληξία, όσο ο διδακτισμός που μπορεί και πλάθει συνειδήσεις. «Το πίνειν το φιλοσοφείν και το ονειρεύεσθαι. Το λέγειν το επιλέγειν και το διαλέγεσθαι. Το ποιείν το επαναστατείν και το ερωτεύεσθαι». Ζαχαράτος, Σπύρος., ‘Η Πεμπτουσία και…ό.π., σελ. 34.


Σπύρος Ζαχαράτος (Ποιητής, Στιχουργός) – Βιογραφία

Ποίηση Σπύρου Ζαχαράτου – Άρθρα στην e-musa.gr


Σίμος Ανδρονίδης

Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη θεωρία του κράτους, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου.