Ανιοβόλος

– Θεία, πρέπει να βρούμε τρόπο να προχωρήσουμε στην εκταφή, της είπα για πολλοστή φορά εκνευρισμένη απ΄ την πεισματική της άρνηση.

– Μα επιτέλους παιδάκι μου έχεις τρελαθεί εντελώς; Πώς θέλεις να πιστέψω  τις παλαβομάρες σου; Τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια της στριφογύρισαν πάνω στην ποδιά της, έβαλε το δεξί στη φαρδιά τσέπη πήρε το μαντήλι και φύσηξε με θόρυβο τη μύτη της. Η νονά σου πάει, πέθανε, πάρτο απόφαση πια. Θαρρείς δεν με πονάει εμένα το φευγιό της; Και πώς σου μπήκε αυτή η τρελή ιδέα; Ποιος ήθελε το κακό της μακαρίτισσας, να θέλει να τη δηλητηριάσει, αυτή δεν είχε πειράξει ποτέ ούτε μυρμήγκι. Έβηξε δυνατά πνίγοντας ένα λυγμό και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα.

Σηκώθηκα κι εγώ κι έκανα να φύγω όταν μπήκε φουριόζα μέσα η Νίκη του μαστρο-Παντελή αναψοκοκκινισμένη, αφράτη και αεράτη όπως πάντα, φρεγάτα με τα πανιά της ανοιγμένα.

– Πιάσανε τον τρελο-Θοδωρή φώναξε σχεδόν υστερικά οι αστυνόμοι του περάσανε χειροπέδες και τον πάνε στο κρατητήριο κι αυτός τους φώναζε «Εγώ ξέρω ποιος την έφαγε τη θειά Μερόπη». Αλλά πάλι τρελός είναι κάποια κρίση πάλι είχε ποιος του δίνει σημασία…

Κόντεψε να πετάξει απ΄ την τρομάρα της το κατσαρόλι που έβραζε τα χόρτα της η θειά μου και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.

– Θα ξαναπεράσω το βραδάκι θειά της είπα και βγήκα .

Πρέπει να μιλήσω με το Θοδωρή σκέφτηκα .

Στο κελί του ο τρελο-Θοδωρής κουνιόταν μπρος-πίσω ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι του κρατώντας στα χέρια του τα μικρό  τόπι που του είχα χαρίσει τα περασμένα Χριστούγεννα. Ήθελα να του μιλήσω να βεβαιωθώ πως δεν μου είχε και εμένα σαλέψει.

Πες μου Θοδωρή μου του μίλησα ήσυχα αργά γιατί λες πως την σκότωσαν τη θειά Μερόπη;

– Βαγγελιώ, τους άκουσα, τα λέγανε μέσα στη μεγάλη σάλα, γελούσαν και λέγανε για λίρες, για αρχαία, για τη μαγκούφα τη Μερόπη, για το φαρμάκι. Νόμιζαν πως ήταν μόνοι τους αλλά εγώ ήμουνα πάνω στη μεγάλη συκιά  και άκουγα και έτρωγα σύκα, πολύ γλυκά τα σύκα θέλεις ένα κι εσύ ένα σύκο γλυκό;

– Ποιοι ήταν Θοδωρή μου ;

– Ο Νικολάρας και ένας ξένος και μετά κλείδωσαν και έφυγαν, εμένα δεν με είδαν είμαι έξυπνος εγώ…

Ωραία σκέφτηκα ένας τρελός και μια μισότρελη εγώ δηλαδή γιατί αν τους έλεγα ποιος μου μίλησε για το έγκλημα θα με έκλειναν στο τρελάδικο στα σίγουρα.

Ήταν προχθές τ΄ απομεσήμερο όλο το χωριό μισοκοιμισμένο αποχαυνωμένο μέσα σε τόση ζέστη. Περπατούσα αφηρημένη πάνω στο χωμάτινο δρομάκι, ο ιδρώτας έτσουζε τα μάτια μου όταν μπροστά μου πετάχτηκε η δεντρογαλιά .Έψαξα ένα ξύλο μια πέτρα να τη χτυπήσω η θέα όμως του φιδιού σαν άλλη Μέδουσα με καθήλωσε. Κι τότε το φίδι έβγαλε τη γλώσσα του τη διχαλωτή και μίλησε με ανθρώπινη φωνή.

– Τη νονά σου τη φαρμακώσανε να ξέρεις, ψάξε να βρεις ποιος μόνο τότε η ψυχή της θα αναπαυτεί.

Και τώρα τί κάνουμε Βαγγελιώ μου παινεμένη; Έτσι μ’ έλεγε η νονά μου η αγαπημένη, εδώ σε θέλω.

Πρέπει να πάω να δω το Δημήτρη τον ξάδελφο το δικηγόρο το καμάρι της οικογένειας στη Σύρα, να του τα πω όχι βέβαια για το φίδι αλλά για τις υποψίες μου να βρω μια λύση.

Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που πήγα στο Δημήτρη πολλά έγιναν, στο μικρό μας το νησί για μια εβδομάδα δημοσιογράφοι, κανάλια, ανταποκρίσεις μου ζήτησαν και συνεντεύξεις ο τρελο-Θοδωρής μαζί μου κι αυτός οι δυο μας ήρωες στην αποκάλυψη ενός καταχθόνιου σχεδίου και μιας αποτρόπαιης δολοφονίας.

Η νεκροψία που πετύχαμε με τη βοήθεια του παπά και του Δημήτρη απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας όπως δήλωσαν οι δύο ιατροδικαστές την ύπαρξη δηλητηρίου που επέφερε το θάνατο της Μερόπης Δενδρινού ετών 72.

Δράστες ο Νικόλαος Στέφος μικρανιψιός της μακαρίτισσας επονομαζόμενος και Νικολάρας και ο Παύλος Κορτάκης που όπως ομολόγησαν τη δηλητηρίασαν για να πάρουν τις λίρες και τα αρχαία που πίστευαν πως είχε κρυμμένα στο σεντούκι της. Η λεία τους τελικά τρεις λίρες χρυσές, δύο ασημένια βραχιόλια και ένα άλμπουμ ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Αυτός ήταν όλος κι όλος ο θησαυρός της αγαπημένης μου νονάς.

Τέλος Σεπτέμβρη, έχει πια κοπάσει όλη η αναμπουμπούλα, όλο το χωριό στο μάζεμα της ελιάς κι εγώ πάω στο μνήμα της Μερόπης με ένα ματσάκι βασιλικό απ΄ την αυλή της. Κάνω να φύγω όταν ένα σύρσιμο με κάνει να τιναχτώ τρομαγμένη, μια δεντρογαλιά περνάει ξυστά από δίπλα μου και χάνεται μέσα σε μια σχισμή…

Ειρήνη Γαβαλά