«Μεθώντας να μεθάς»
Μεθώντας να μεθάς, μεταξύ Γενάρη και Γενάρη,
μεθώντας να είσαι, όχι ανάμνηση ή σκιά, ή μουρμουρητό άγριου ζώου,
νότα σπασμένη, κλειδί σκουριασμένο, ή η άλλη πλευρά των πραγμάτων,
παρά πρόσωπο φωτεινό,
το ίδιο φωτεινό πρόσωπο που πρωτοαντίκρυσε τον ήλιο την στιγμή της γέννας,
την στιγμή μιας ανιδιοτελούς προσευχής,
την πιο τρυφερή στιγμή του έρωτα.
Μεθώντας να υπάρχεις, ως ανορθόδοξο ποίημα,
επάνω μα και βαθύτερα από κάθε άλλη σύλληψη,
να υπάρχεις ως σάλπισμα Άνοιξης,
επάνω απ’ τα λιμνάζοντα νερά ενός πνιγμένου από καιρό αστεριού,
ως ξεκαρδιστικό γέλιο πεύκου,
όταν γαργαλά τις γυμνές του πατούσες ο άνεμος
κι ως ανυπόμονο σ’ αγαπώ, φωτισμένο από την επιστροφή.
Μεθώντας να μεθάς όχι με κρασί,
κάποιου παλαιού ταξιδιού την έκσταση,
ή βυθίζοντας ανούσια τις αισθήσεις στην ομίχλη κάποιου παρελθόντος χρόνου,
μα λυτρώνοντας τον φόβο και την μοναξιά,
με το ισχυρό δάγκωμα από τα λιονταρίσια σαγόνια σου,
ή και λύνοντας κρυφά ένα ιστιοφόρο πλοίο απ’ τον κάβο,
κινώντας απρόσμενα για κάποιο σπουδαίο, αχάρακτο ταξίδι.
Μεθώντας να μεθάς, βαστώντας τρυφερά το χέρι της αγαπημένης σου,
ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις μ’ έναν ευγενικό ποιητή,
ρουφώντας τους χυμούς από τα χείλη μιας μέλισσας,
ερωτοτροπώντας με το φεγγάρι.
Μεθώντας να μεθάς επειδή υπερνίκησες την έλλειψη φαντασίας,
κι έτσι βλέπεις πια ξεκάθαρα να διασχίζει την οδό Αριστοτέλους
φορώντας το κόκκινο λαμέ φόρεμα και τις μαύρες της γόβες
κάποια ελπίδα ζωντανή … και μάλιστα νηφάλια.
Μεθώντας να μεθάς, διότι και πάλι ελπίζεις και ονειρεύεσαι
και βρίσκεις αιτίες και αφορμές να ονειρεύεσαι
και μιλάς δίχως να πεις λέξη και ευτυχώς,
όσο κι αν αυτό μοιάζει παράλογο, να ακούγεσαι.
Μεθώντας να μεθάς.
Βασίλης Κοκκώνης
Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφία