«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Ταξίδι [6/7]
Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…
Ταξίδι [6/7]
Βαρίδι μολυβένιο το κορμί που δεν καίγεται απ’ της επιθυμίας τον πυρετό, του χρόνου το σκοινί ροκανίζει απερίσκεπτα, από σύμπτωση υπάρχει και σαν θεατής σιωπηλός παρακολουθεί την εναλλαγή των εικόνων της ζωής του που γοργά περνούν, ακινητεί στης βουβαμάρας το βύθισμα, σε μάζα υπερτροφική μεταμορφώνεται που τον τόπο πιάνει αδικαιολόγητα, κι αν μια δεν δώσει ν’ αδράξει της κάθε μέρας το φευγιό, στον πάτο θ’ απομένει μάταια προσμένοντας ενός χεριού το άπλωμα, μιας φωνής το κάλεσμα, μιας ηλιαχτίδας το ξημέρωμα, των ταξιδιών των μακρινών τα βαπόρια δε γίνηκαν για ν’ αλαφροκουνιούνται στων λιμανιών τα στάσιμα νερά ούτε τα νιάτα τους να τρώνε στις άγκυρες αλυσοδεμένα και στις δέστρες σφιχταγκαλιασμένα, καπνό πυκνό ψηλώνει το φουγάρο τους, μια φορά μονάχα σφυρίζουν μ’ όλη τους τη δύναμη, στη στιγμή σαλπάρουν, κι όποιος ψυχή θαρρεί πως έχει μπρατσωμένη, ρεσάλτο κάνει κι ως την άκρη μαζί τους αρμενίζει, κι όπου φτάνει για ένα ξεκίνημα καινούργιο βάζει πλώρη.
Αλίμονο στους αταξίδευτους, μα πιο πολύ στους ταξιδεμένους που έφτασαν σώοι και αβλαβείς στον προορισμό τους, κανένας τους δε χάρηκε του ταξιδιού την περιπέτεια , άδεια της ψυχής τους η βάρκα πηγαινοέρχεται όσο να σκουριάσει και να μπάσει νερά, κι από κολύμπι ιδέα δεν έχουν, σωσίβιο φορούν για να μη χαθούν στην πλανεύτρα αγκαλιά της θάλασσας, μοιάζουν μ’ εκείνους που φορούν καπέλο πλατύγυρο το καταμεσήμερο, την ώρα που η λιακάδα προσπαθεί τα σωθικά τους να χαϊδέψει, και μ’ εκείνους τους άλλους που κρατούν σφιχτά την ομπρέλα σαν τραγουδάει πάνωθέ τους η βροχή, κι αν τύχει στο διάβα τους την πνοή του ανέμου και το γλυκό του σφύριγμα να συναπαντήσουν, σαν αγρίμια φοβισμένα τυλίγονται σε μπουφάν αντιανεμικό σάμπως θ’ ανοίξουν τρύπες στο ξερό πετσί τους, κι όταν οι χιονονιφάδες αιωρούνται σαν πεταλούδες ολόλευκες και στήνουν χορό στολίζοντας τα γυμνά κλαδιά, δίπλα στο τζάκι κουρνιάζουν ίσαμε που να στεγνώσουν μέσα κι έξω εντελώς, κι όλο παραπονιούνται που ξέμαθαν να χορεύουν, μα και τ’ αυτιά τους κρατούν πεισματικά κλειστά στη μουσική.
Ώρες και φορές θαρρώ πως όλοι ετούτοι, μάτια μου, μέσα σε γυάλα σφραγισμένη ζουν και του κόσμου τη βουή αφουγκράζονται πίσω απ’ το τζάμι το χοντρό, κοιμούνται και ξυπνούν δίχως όνειρα κι άνθρωπος δε βρίσκεται από το λήθαργο να τους ταράξει, κι έρχονται και φεύγουν, καραβιές ολάκερες, σαν επισκέπτες αδιάφοροι – βάρκα η ψυχή γεμάτη πραμάτεια – κανένας δε βρέθηκε να τους το πει; – μήτε πυξίδα μήτε χάρτης μήτε παλαμάρια μήτε άγκυρα, τιμόνι η καρδιά, κουπιά τα χέρια και φύγαμε, ταξιδιάρα με ό,τι καιρό – το πιο πολύ κόντρα στον καιρό – όρτσα τα πανιά και βίρα μάινα να κουμαντάρει το σκαρί της μεσοπέλαγα, όλο να ταξιδεύει κι όλο να ματώνει σε ξέρες, σε τόπους άξενους, να μάχεται τους πειρατές, να ξεφεύγει από τη Σκύλλα, να σώζεται από τη Χάρυβδη και πάλι να παίρνει μπρος, να μπαίνει σε νέες περιπέτειες, από λιμάνι σε λιμάνι να οργώνει τις θάλασσες, όχι για ν’ αράξει στην απανεμιά, μα για να πάρει ανάσα, να βγάλει πέρα το ταξίδι ως το τέλος.
Κι όλο να πλάθει όνειρα τρανά, παιχνίδια του μυαλού σαν αστραπές σε ουρανό μπουρινιασμένο, με λάμψη εκτυφλωτική, διάρκεια τόσο μικρή και απόσταση τόσο μεγάλη από την πραγματικότητα, κι ούτε στιγμή περνά δίχως να ονειρεύεται, κι ο θεός ο τόσος δα που κρύβουμε βαθιά μέσα μας να πιστεύει πως έχει τη δύναμη το άπιαστο να πιάσει, και κάποτε να γίνεται το θαύμα απ’ την άκρη του ονείρου ν’ αρπάζεται και τ’ όνειρο να σκάει σαν κεραυνός που καίει ανελέητος, μα το σκαρί ετούτο δεν είναι γεννημένο για να πισωδρομίζει, μόνο μαζεύει τ’ αποκαΐδια και με δάκρυ ποτάμι τα καταχωνιάζει σε υπόγειο σκοτεινό, κι όλο από το υστέρημα τα θρέφει και μ’ ό,τι του απομένει ένα φινιστρίνι αφήνει μισάνοιχτο όνειρα φρέσκα να πεταρίσουν με της ροδαυγής το φως, σαν τριαντάφυλλα δροσάτα στο ανθογυάλι, και σαν τα κλαδιά τ’ αγκαθερά από της φύσης τη φτιάξη για αίμα διψάσουν πάλι, έτοιμο το ‘χει να το χαλαλίσει.
Σβήσε το φως
οι ρυτίδες της καρδιάς
διαγράφονται με αδρότητα
χωρίς την παραπλάνηση της όρασηςο ήχος των λέξεων
χρωματίζεται με ρίγη αποπλάνησης
χωρίς την εξουσία της μνήμηςτα σώματα
αποχωρίζονται το φθαρτό ένδυμα
χωρίς αγωνιώδη ερωτήματα αιωνιότηταςανασήκωσε αθόρυβα το πέτασμα των αισθήσεων
αποδέσμευσε τον πυρετό του πάθους
από τον μανδύα της ψυχρής λογικής
πάψε να αναζητάς απαντήσεις και εξηγήσεις
μέσα στη βουβή δίνη της άχραντης ευωχίας
απόλαυσε τις σταγόνες των κρύφιων επιθυμιώνκράτησε ερμητικά κλειστό το βημόθυρο
ώσπου να αναδυθεί άπλετο
το φως της ψυχής.
Ένα τσούρμο ναύτες είμαστε, γερμένοι στεκόμαστε στην κουπαστή, ταξιδεύουμε πάνω στο θεριό, της ζωής μας τη θάλασσα, που ενώ ξέρουμε πως μπορεί μια χαψιά να μας κάνει, μας επιτρέπει με θράσος να βαδίζουμε στη ράχη της, να απολαμβάνουμε το ταξίδι ως το επόμενο λιμάνι, κι ανάμεσα, να στρίβουμε και να καπνίζουμε αμέτρητα νοτισμένα τσιγάρα, να ξεφυσάμε το ντουμάνι του καπνού τους μαζί με τον άλλο, τον από μέσα σου, όσο ν’ αδειάσουν τα πλεμόνια μας και το κορμί μας σύγκαιρα.
Μιαν αλήθεια όλοι ψάχνουμε, καθένας τη δική του, ταξιδεύοντας και ξοδεύοντας το έχει μας, τη ζυγώνουμε, τη φοβόμαστε και ξεστρατίζουμε, απ’ το ψέμα κρεμόμαστε που μας γλυκοκοιτάζει και μας γλυκομιλάει, του παραμυθιού τον κοιμισμένο βάτραχο ψάχνουμε που μ’ ένα φιλί πρίγκιπας πανώριος θα ξυπνήσει, κι όλο στ’ αρπακτικά που πάνω απ’ τα κεφάλια μας γυροφέρνουν σκορπίζουμε τα κομμάτια μας, λες και ένας μαγνήτης αόρατος μας ρουφάει και πάνω τους μας σπρώχνει, δίχως σκέψη δεύτερη αφηνόμαστε στη λεηλασία, παγώνει ο χρόνος, σάμπως της Μέδουσας το κεφάλι να καθρεφτίζεται στα άβουλα μάτια μας, συντρίμμια όλα γύρω μας κι εμείς διαβάτες ξυπόλητοι περπατάμε σε γυαλιά σπασμένα και καρφιά σκουριασμένα που παραμονεύουν κάτω από πατώματα σάπια, κι έρχεται η στιγμή που θέλουμε να τρέξουμε, να τρέξουμε ματωμένοι για να γλιτώσουμε απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό, δίχως μετάνοια ή συγνώμη, κι αν πίσω δε ρίξουμε ούτε ματιά ίσως κάτι σωθεί, ίσως ένα βήμα έρθουμε στην αλήθεια πιο κοντά, με το φιλί της το πικρό – γιατί φάρμακο είναι η αλήθεια και σαν όλα τα φάρμακα φαρμακερή – τις πληγές τις ανοιχτές να κλείσουμε και πρώτη απ’ όλες του εγωισμού την καταβόθρα που όσους αγαπάμε καταπίνει κι αντρειεύει και θεριεύει μέχρι στης μοναξιάς την άβυσσο να μας σπρώξει κουφάρια σαρακοφαγωμένα, με τα νύχια να πιαστούμε, κουράγιο να βρούμε να σκαρφαλώσουμε ως το φως ξανά και ξανά, κι η άμμος στην κλεψύδρα αδιάκοπα να σώνεται.
Ο χρόνος
ο αναντίρρητος καταλύτης
των επώδυνων συναισθημάτων
υπολογίζεται με απόλυτη ακρίβεια
με κάθε χτύπο του ρολογιού
επικυρώνει αντικειμενικά την απουσία
προσδιορίζει ψύχραιμα ό,τι ανήκει στο παρελθόν
ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το παρόν
υπαινίσσεται τη μελλοντική παρουσία
όμως αδυνατεί να απαλλάξει τη μνήμη
από τη στιγμιαία λάμψη ενός βλέμματος
το δέρμα από την αίσθηση ενός φευγαλέου αγγίγματος
την ψυχή από την πληγή ενός ανίατου χάσματος
ο κατ’ επίφαση πανδαμάτωρ χρόνος
κυλά αμέριμνος και ανυποψίαστος
για τις ουσιώδεις ανθρώπινες αγωνίες.
Κι αν δεν προφτάσουμε – ποιος πρόφτασε ποτέ; – κι όταν πια ξοδευτεί εντελώς, ανοίγει της ψυχή η βάρκα πανιά για τα βαθιά, ως του ορίζοντα τη στερνή άκρη, τραβάει τον πίρο μοναχή της και παντοτινά ενώνεται με τον ανεξερεύνητο βυθό μαζί με του ήλιου τις στερνές αναλαμπές.
Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Ταξίδι [6/7])
Πόσο όμορφα περιγράφεις το ταξίδι της ζωής, με τις φουρτούνες και τις απανεμιες του… με κείνους, που τόλμησαν κι εκείνους, που δεν την έζησαν….