«Δοκίμιο: “Μαύρος Άγγελος”»
από τη Βάλια Καραμάνου
Όταν ένα παιδί – σύμβολο ζωντάνιας, αθωότητας και ελπίδας– πεθαίνει πρόωρα, αφήνει το στίγμα του στην λογοτεχνία. Συχνά δε ο άδικος αυτός χαμός συνδέεται με μυστηριώδεις αρρώστιες, ανεξήγητες, που μάλλον ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο από αυτόν της πεζής πραγματικότητας κι έχουν αποτελέσει διαχρονικά λογοτεχνικά μοτίβα. Η ανεπιτήδευτη απλότητα αυτών των μοτίβων διαποτισμένων από την απελπισία των ηρώων και την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στο αναπόδραστο τέλος – τα καθιστούν ιδιαίτερα τρυφερά και σπαρακτικά συγχρόνως. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα των παραπάνω αποτελούν το «Αμάρτημα της μητρός μου» του Γεώργιου Βιζυηνού και το μυθιστόρημα «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» της Ζυράννας Ζατέλη.
Στην πρώτη περίπτωση ολόκληρο το αφήγημα στηρίζεται στην φιγούρα της δεύτερης Αννιώς – γιατί έχει υπάρξει παλιότερα μια ακόμα νεκρή Αννιώ που από την φύση της είναι ασθενική και παραπαίει ανάμεσα στο όριο των νεκρών και των ζωντανών. Ένα όριο που καταρρίπτει διαρκώς ο Γ. Βιζυηνός, καθώς οι νεκροί συνυπάρχουν με τους ζωντανούς και τους στοιχειώνουν ανελέητα ( η νεκρή Αννιώ, ο νεκρός πατέρας). Όσο δε η μητέρα προσπαθεί, παραγκωνίζοντας διαρκώς τους γιους της σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να την κρατήσει στην ζωή τόσο αυτή φαίνεται να της ξεγλιστράει από τα χέρια: χλωμή, σχεδόν κλινήρης αλλά πάντα γλυκιά με μια λάμψη αγγελική (δείγμα πως δεν ανήκει στον ρεαλιστικό τούτο κόσμο). Ωστόσο, η μητέρα δεν το βάζει κάτω και επιστρατεύει θεούς και δαίμονες προκειμένου να γιατρέψει την Αννιώ. Φέρνει στο σπίτι γιατρούς (συχνά τσαρλατάνους), μάγους (προσχωρώντας παρά την θρησκοληψία της στο «αντίπαλο» στρατόπεδο για βοήθεια), επικαλείται το πνεύμα του πεθαμένου συζύγου και περνά σαράντα εφιαλτικές μέρες και νύχτες στα υγρά πλακάκια της μισοσκότεινης εκκλησίας μαζί με τα παιδιά της.
Ο θάνατος ξεχειλίζει από παντού και τα σημάδια είναι διάχυτα: το θυμίαμα, ο εφιάλτης του μικρού γιου με τους σκελετούς που αναρριχώνται στους τοίχους , όλο το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Οι οιωνοί κορυφώνονται με την εμφάνιση του Γύφτου, αυτής της αλλόκοτης μορφής που μάλιστα διδάσκει στην μητέρα το μοιρολόγι του νεκρού άντρα της. Αναπόδραστα έρχεται ο θάνατος το τελευταίο βράδυ, καθώς η μητέρα δίνει αγιασμό στην μικρή Αννιώ «για να γιάνει», κάτι όμως που ομοιάζει μάλλον με μετάληψη μελλοθανάτου. Η μικρή ξεψυχά σαν μικρή πεταλούδα που πεταρίζει προς το φως, όμοια με αυτήν που είχε εισβάλει νωρίτερα στο δωμάτιο και ερμηνεύτηκε ως απάντηση της πατρικής ψυχής στην επίκληση της μητέρας για βοήθεια.
«Ἡ μήτηρ μου ἀνεσήκωσε τὸ ἰσχνὸν τοῦ κορασίου σώμα μετὰ προσοχῆς· καὶ ἐνὼ διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς ὑπεστήριξε τὰ νῶτα του, διὰ τῆς ἄλλης προσέφερε τὸ σκεῦος εἰς τὰ μαραμένα του χείλη. – Ἔλα, ἀγάπη μου, τῆς εἶπε. Πιὲ ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, νὰ γιάνῃς. Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ἤκουσε τὴν φωνὴν καὶ ἐννόησε τὰς λέξεις. Γλυκὺ καὶ συμπαθητικὸν μειδίαμα διέστειλε τὰ χείλη της. Ἔπειτα ἐρρόφησεν ὀλίγας σταγόνας ἀπὸ τοῦ ὕδατος ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει. Διότι μόλις τὸ κατάπιε ἤνοιξε τους ὀφθαλμοὺς καὶ προσεπάθησε ν’ ἀναπνεύσῃ. Ἐλαφρὸς στεναγμὸς διέφυγε τὰ χείλη της, καὶ ἐπανέπεσε βαρεία ἐπὶ τῆς ὠλένης τῆς μητρός μου. Τὸ καϋμένο μας τὸ Ἀννιῶ! ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰ βάσανά του!»
Στην τριλογία της Ζυράννας Ζατέλη «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους», αν και εκτενέστερο έργο και με διαφορετική θεματολογία, παρατηρούμε πως το ζατελικό σύμπαν αποτελείται από νεκρούς και ζωντανούς που συνυπάρχουν (χαρακτηριστική είναι η σκηνή του Δείπνου στο «Το πάθος χιλιάδες φορές»). Θα εστιάσω ωστόσο στο μυθιστόρημα «Και με το φως του λύκου επανέρχονται». Εκεί συνυπάρχουν η μεγάλη και η μικρή Ιουλία, ζωντανές ως ένα χρονικό σημείο και οι δύο, μέχρι που η μικρότερη μετατρέπεται αιφνίδια και ανεξήγητα από ένα χαρούμενο ζωηρό παιδί σε ένα ασθενικό πλάσμα που με δυσκολία μπορεί να στηριχτεί όρθια και να κάνει μερικά βηματάκια («έπεσε σαν τούλι»). Οι γιατροί καθίστανται για άλλη μια φορά ανίκανοι να ερμηνεύσουν και να θεραπεύσουν αυτήν την ασθένεια που μοιάζει σαν γητειά που ρουφάει το παιδί σε άλλους κόσμους. Άλλωστε και το κεφάλαιο τιτλοφορείται ως «Ένας κακός άγγελος πέρασε και θεώρησε καλό να μ’ αγγίξει». Ακόμα και τα γιατροσόφια, στα οποία καταφεύγει η οικογένειά της, δεν μπορούν να αναχαιτίσουν την πορεία της μικρής προς την διάβαση του συνόρου στον κόσμο των θανόντων. Και στην περίπτωση αυτή έχουμε παρόμοια σημάδια που προοικονομούν τον επερχόμενο θάνατο: η μικρή Ιουλία διαρκώς ψελλίζει την παράξενη συλλαβή –κου, που τελικά είναι η γενική «του λύκου», ενώ πασχίζει να ερμηνεύσει ένα κλαράκι που άφησε να πέσει από τα νύχια του ένα απροσκάλεστο στο δωμάτιό της πουλί. Οι λύκοι επιμένουν ως ισχυρό μοτίβο, ειδικά όταν η μικρή ζητά επίμονα να δει «τους λαγούς». Τυλιγμένη σε κουβέρτες, πάνω σ’ ένα στρώμα μεταφέρεται έξω στην φύση (σε αντίθεση με τον κλειστό χώρο της εκκλησίας στον Βιζυηνό, ωστόσο σ’ έναν εξίσου ζοφερό κόσμο) για να διαπιστωθεί πως η Ιουλία εννοούσε τους «λύκους» αντί για τους λαγούς. Και να, μια οικογένεια τριών λύκων, επιτέλους αναδύεται πίσω από τους θάμνους μπροστά στα μάτια τους ως αλλόκοτος και σκοτεινός οιωνός. Επίσης, ο αέρας –συχνό λογοτεχνικό μοτίβο της Ζ. Ζατέλη δεν λείπει από τις τελευταίες μέρες της μικρής, ένας διαφορετικός όμως αέρας, ένα άλογο φαινόμενο, που μοιάζει περισσότερο με συμμετοχή της φύσης στον επερχόμενο θάνατο. Στην ύστατη σκηνή του κεφαλαίου, το ασθενικό κορίτσι ξεψυχά, ενώ ένας παράξενος πλανόδιος (βλέπε τον Γύφτο παραπάνω) διαλαλεί την πραμάτειά του σαν ακάλεστος επισκέπτης, προάγγελος ενός άλλου μαύρου αγγέλου.
«Τα χαλασμένα ωρολόοογια…τα ασημικάαα…τα διάααφορα αγοράζω…»
«Τα ασημικά!» ψιθύρισε ευχαριστημένη η Ιουλία.
«Ναι, ήταν τ‘ασημι»
«Τα χαλασμένα ωρολόοογια…τα ασημικάαα…τα παλαιά νομίιιματα…τα διάααφορα αγοράααζω», την έκοψε απ’ έξω ο μελωδικός πλανόδιος, σαν να την διόρθωνε που του έφαγε το μισό «τα».
Το τα. Ένα τα, και η Ιουλία ξεψύχησε. Τόσο ήταν.»
Ανεπιτήδευτα, απλά αλλά τόσο σπαρακτικά, οι δύο συγγραφείς επιμένουν να «κραυγάζουν» το εφήμερο της ύπαρξής μας και τον πόνο του αποχωρισμού με την ελπίδα να συνυπάρχουμε σε μια άλλη διάσταση. Εκεί που τελειώνει η λογική και αρχίζουν οι δεισιδαιμονίες υπάρχει πάντα η ανάγκη υπέρβασης της θνητότητάς μας. Ειδικά όταν πρόκειται για ένα παιδί, που ένας μαύρος άγγελος «το είδε και επιθύμησε να το αγγίξει».
Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας)
Πηγή: Δοκίμιο: “Μαύρος Άγγελος” Γράφει η Βάλια Καραμάνου