«Η λύτρωση…»
Η λύτρωση…
Ένα περίεργο τρέμουλο διαπέρασε σαν ρεύμα τον Βασίλη στην συνειδητοποίηση ότι ένας ολοζώντανος, “φρέσκος Τούρκος” απ’ την Τουρκία βρισκόταν στο σαλόνι τους και μιλούσε με την μητέρα του με έναν φυσικό τρόπο, μάλλον φιλικό θα λέγαμε. Για να πούμε την αλήθεια ο Βασίλης δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε και μια φορά τον πατέρα του να μιλάει για όλα αυτά που έζησαν στη Μικρά Ασία, ούτε για τους Τούρκους, ούτε για τους Τσέτες, ούτε για τον μεγάλο ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων από τις εστίες τους. Τόσο αίμα, τόσος σκοτωμός κι ο κος Νίκος πάντα βουβός. Ό,τι είχε ακούσει, κι είχε ακούσει πολλά, ήταν απ’ τις θειάδες, τους θείους και γενικά από όλους αυτούς τους ανθρώπους που συναντούσε η οικογένεια Γκέντσογλου σε συνεστιάσεις, γάμους, κηδείες, φίλοι, συγγενείς και συνεργάτες του πατέρα του.
Για τον δώδεκα ετών Βασίλη, μέσα στο παιδικό του μυαλουδάκι μορφοποιημένο από τις διηγήσεις των συγγενών του, ο Τούρκος ήταν ένα αιμοβόρο μάλλον πλάσμα με κοφτερά δόντια, άσπλαχνο εντελώς, άγριο και αμόρφωτο που γρύλλιζε χαρούμενα μόνο όταν οσμίζονταν αίμα χριστιανικό και ο οποίος αρέσκονταν να βιάζει χριστιανές γυναίκες και κόρες. Στο μυαλό του είχε αποτυπωθεί και δεν έβγαινε με τίποτα, μάλιστα μικρότερος είχε εφιάλτες και κάνα δυο φορές είχε βρέξει το κρεβάτι του, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της μάνας του.
Μια ιστορία -μα γιορτή ήταν, μα γάμος, μα κηδεία, μα χαρά μα λύπη- την έλεγε η θεία του η Σμάρω, για εκείνον τον έμπορο δερμάτων, τον Γιάννη Καρπετά από το Κορδελιό. Όταν μπήκαν στο χωριό οι Τσέτες αυτός δεν ήταν εκεί, ήταν στην Σμύρνη να κανονίσει πως θα φύγουνε, αυτός κι η οικογένειά του. Να γλιτώσουν απ’ το κακό που ερχότανε καλπάζοντας απ’ την Ανατολή, γυναίκα και τα δυο παιδιά του. Η κόρη του η Ανθή δεκαέξι χρονών ένα πανέμορφο πλάσμα, που παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας της, την είχαν ζητήσει σε γάμο όλα τα πλούσια γεροντοπαλίκαρα της περιοχής. Ο έμπορας όμως δεν την έδινε με τίποτε, πάντοτε έλεγε και το διατυμπάνιζε σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι την μονάκριβη θυγατέρα του θα την έδινε μόνο σε έναν νέο όμορφο που στη θέα του και μόνο η Ανθή του, το ρόδο της ψυχής του όπως έλεγε, θα έπαιρνε φωτιά από έρωτα και πόθο, κι ας ήταν και φτωχός. Εξάλλου ο Καρπετάς είχε πολλά λεφτά κι είχε κάνει τα κουμάντα του, μεγάλη προίκα περίμενε τον γαμπρό. Θέλω νέο ταυρί, να την βάνει κάτω και να σειέται η γης κι όχι γέρο, λεφτά, σαλιάρη για την γοργόνα μου, δεν αγοράζονται τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή, έλεγε. Αλλά κι αυτή η Ανθή, μπουκέτο τριαντάφυλλα που βγαίνει βόλτα στην γειτονιά κάθε πρωί, αρμαθιά γιασεμιά που ανεβαίνει στον ουρανό το απόγευμα, θεϊκή ομορφιά, πρώτη στα γαλλικά και στα ελληνικά, και όταν την άκουγες να ψέλνει ένιωθες μέσα σου τα ύψιστα συναισθήματα της αγάπης και της συγχώρεσης του λάθους του διπλανού, το καλύτερο παιδί έλεγε η θεία Σμάρω κι άρχιζε το πρώτο κλάμα προϊδεάζοντας τον ακροατή για μια ιστορία με κακό τέλος.
Ήταν μια μαύρη Τρίτη και για τον Καρπετά και για το γένος, με πολλή ζέστη κι υγρασία που σ’ έκανε να κολλάς από πάνω μέχρι κάτω, κι αν άλλα χρόνια δυσανασχετούσες τώρα το τελευταίο πράγμα που σε απασχολούσε ήταν η ζέστη. Εκείνο που έκαιγε τα σωθικά όλων ήταν η αγωνία, τι θα γίνει όταν οι Τούρκοι μπούνε στην πόλη, τώρα που ο Ελληνικός στρατός αποχωρεί, έχοντας αποθέσει την τελευταία ελπίδα σωτηρίας στα αγκυροβολημένα στο λιμάνι πλοία των μεγάλων δυνάμεων. Ο Καρπετάς είχε καταφέρει να πείσει έναν Τούρκο ψαρά να τους περάσει απέναντι, μάλλον στην Σάμο, με πολλά λεφτά και χρυσές λίρες που τις είχε κρυμμένες για ώρα ανάγκης και να που τούτη η ώρα έφτασε, κι ετοιμαζόταν να φύγει ήσυχος με την συνείδησή του. Τότε έφτασαν τα κακά νέα, ότι Τσέτες έχουν μπει στο Κορδελιό και καίνε τα σπίτια και σφάζουν τον κόσμο.
Ο δερματέμπορας δεν κάθισε να ακούσει παραπάνω. Καβάλησε το άλογό του, παρέα με την τρελή αγωνία που του έκοβε την ανάσα, τρεμούλιαζε το χέρι του και με την προσευχή στην Παναγιά στα χείλη να προλάβει, κάλπασε προς το σπίτι του χωρίς σκέψη, χωρίς οργή, χωρίς σκοπό, χωρίς οίκτο, μόνο να προλάβει, με μια εικόνα μόνο της οικογένειας μπροστά στα υγρά από άγχος μάτια του. Κακόμοιρο άλογο, εσύ που κατάλαβες αμέσως την κακία των ανθρώπων και την ανάγκη, έτρεξες πιο γρήγορα από ποτέ, σαν άνεμος σωτηρίας, αλίμονο, υπερήφανο άλογο αν ήξερες που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος για να θρέψει τα ένστικτά του θα προτιμούσες καλύτερα τον θάνατο.
Μπήκε με φούρια στο χωριό ενώ ο καπνός κέντριζε τα ρουθούνια του με μανία. Στο πλάι έξω από ένα σπίτι κάτω στο δρόμο δυο σώματα χωρίς κεφάλια και γύρω μια λίμνη αίματος που του φάνηκε ότι άχνιζε. Η θέα τον αγρίεψε και του έφερε εμετό, άκουσε όμως το μυξόκλαμα ενός παιδιού, έστρεψε το κεφάλι και είδε ένα μικρό παιδί να στέκεται μισό μέσα στο σπίτι, μισό έξω, κρατώντας μισάνοιχτη την πόρτα σαν να περιμένει κάποιον με βλέμμα που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ποτέ στη ζωή του όταν το δει να ψελλίζει μαμά και μπαμπά. Ο Γιάννης ο Καρπετάς δεν είχε ώρα, έπρεπε να δει την δική του οικογένεια, τα άφησε όλα πίσω του, κλώτσησε με δύναμη το άτι και κάλπασε ανάμεσα σε έρημα σπίτια, άλλα καμένα, άλλα άθικτα, τρέχοντας προσπαθώντας να αψηφήσει τον θάνατο που είχε στήσει καρτέρι σε κάθε γωνιά. Πέρασε το πλατάνι της πλατείας μπήκε δεξιά σε ένα σοκάκι προσπέρασε χωρίς καν να κοιτάξει να δει ποιοί ήταν, τέσσερα ξεγυμνωμένα κορμιά πνιγμένα στη λάσπη και το αίμα.
Το σπίτι ήταν κλειδωμένο. Ένα από τα ομορφότερα κι ακριβότερα σπίτια του χωριού, ένα αρχοντικό διώροφο τεράστιο μα τώρα έρημο. Έψαξε κάθε σπιθαμή, φώναξε μ’ όλη του την δύναμη, κανείς πουθενά. Το σπίτι ήταν εντελώς άδειο και όλα μα όλα ήταν τακτοποιημένα όπως ακριβώς τα ήξερε. Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου, ούτε αίμα, ούτε τίποτε που να δείχνει σημάδι πολέμου ή καταστροφής. Αλίμονο τι πλάνη! Ήταν σαν όλοι οι ένοικοι του σπιτιού να είχαν φύγει για ένα όμορφο Σαββατοκύριακο μακριά, κάτι που συνήθιζαν οι πλούσιες ελληνικές οικογένειες της περιοχής.
Έφυγε τρέχοντας, πέρασε στο πίσω μέρος του σπιτιού, βγήκε στον υπέροχο κήπο και κατευθύνθηκε προς την μεγάλη αποθήκη στο βάθος του τεράστιου κτήματος. Εκεί υπήρχαν τα πάντα, εκεί ήταν όλη του η ζωή, εκεί το βιός του, τα δέρματά του, εκεί έβλεπε τους πελάτες του, εκεί τα άλογά του, εκεί μίλαγε με την Ανθή του και το γιο του, εκεί τους μάθαινε τη δουλειά του, εκεί τα μάλωνε για τις αταξίες τους, εκεί πρωτοβάτεψε την γυναίκα του στα άχυρα πάνω, εκεί την βόλευε, όποτε είχε κάψες, μακριά απ’ τα παιδιά με θεατές τα αλογάκια του. Εκεί θα τερμάτιζε χωρίς κανένα οίκτο, με κρότο η ευτυχισμένη ζωή ενός τίμιου και καλού ανθρώπου. Μπήκε μέσα με προσοχή, κι εδώ τα ίδια. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει το πρωί τακτοποιημένα και καθαρά. Και τότε άκουσε φωνές και γέλια, τούρκικα, προφανώς μια ομάδα αντρών που ήταν ευχαριστημένοι με την νέα κατάσταση.
Κρύφτηκε αμέσως πίσω από ένα χώρισμα, έντρομος, κάθιδρος, χωρίς να νιώθει την σάρκα του, κρατώντας την ανάσα του. Στη ζωή του ήταν θαρραλέος και ποτέ του δεν φοβήθηκε να χτυπηθεί με κάποιον, κυρίως για θέματα που είχαν να κάνουν με την τιμή και την υπόληψη του, ή αν κάποιος έλεγε κάτι άσεμνο στην γυναίκα του ή στην κόρη του. Μα ετούτο εδώ ήταν άλλο πράγμα, ποτέ στην ζωή του δεν είχε φοβηθεί τόσο πολύ. Ήταν Τσέτες, άτακτοι κλέφτες, έξι άτομα, κι αλίμονο σέρναν απ’ τα μαλλιά ένα κορίτσι, γελώντας λες και ήταν τίποτα κυνηγοί που είχαν κατέβει από το βουνό κι έσερναν μαζί τους κάποιο αγριοκάτσικο. Μόνο που εδώ είχαν ένα ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα σαν κι αυτούς, σαν την κόρη τους, να κλαίει με λυγμούς βγαλμένους από έναν άλλον κόσμο. Εκεί που ήταν ο δύσμοιρος ο έμπορος δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε, άκουγε απλώς έναν σαματά, σαν μια παρέα παλιόφιλων να ετοιμάζεται να γευματίσει. Ήταν πάνοπλοι, ζωσμένοι με φυσικλίκια και κρατούσαν όλοι τους όπλα. Τι θα μπορούσε να κάνει; Να σώσει την κοπέλα; Όχι, έπρεπε να μείνει ζωντανός, να σώσει την δική του κόρη και την δική του οικογένεια, το να τολμήσει κάτι τώρα θα ήταν απλώς μια αυτοκτονία.
Στο άκουσμα του σκισίματος του φορέματος του κοριτσιού από το μαχαίρι, ο Καρπετάς κατέρρευσε απ’ τον πόνο και την ντροπή να είσαι άνθρωπος, έβαλε τα χέρια στο πρόσωπό του, γεμάτο δάκρυα και σταμάτησε να βλέπει και να ακούει. Ή μήπως τα έβλεπε και τα άκουγε όλα, αλλά το μυαλό του αρνούνταν να δεχθεί αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά του σαν κάτι ανεξήγητο, κάτι που δεν μπορεί και δεν έχει δικαίωμα να κάνει κάποιος που θέλει να λέγεται άνθρωπος κι όχι ζώο. Η σκηνή δεν κράτησε πολύ. Η άγρια σεξουαλική πείνα, η στέρηση, η βία να τελειώνεις, η ικανοποίηση της ατίμωσης του αντιπάλου, τους έκαναν γρήγορους. Τέλειωσαν όλοι μέσα στο άμοιρο το κορίτσι ο ένας μετά τον άλλον, έξι άνθρωποι, έξι τούρκοι, αφήνοντάς το νεκρό, απαλλάσσοντάς το απ΄ το μετά, αυτό το καταραμένο μετά που κανείς δεν σκέφτεται πριν, το μετά της ντροπής, της αλλοίωσης της ψυχής, του σακατέματος όλης της ζωής.
Οι άντρες ικανοποιημένοι πια έφυγαν, όπως φεύγουν οι φαντάροι από το καφενείο της γειτονιάς χορτάτοι από μεζέδες και κρύα μπύρα. Αφήνοντας πίσω ένα λυτρωμένο ήσυχο κι απαλλαγμένο απ’ τα βάσανα και τις χαρές της ζωής κορμί κι ένα κατακίτρινο πλάσμα γερασμένο πια. Πλησιάζει με τρόμο να δει το ημίγυμνο κορίτσι, υπό την επήρεια μιας διεστραμμένης περιέργειας, να γνωρίσει από κοντά το κεντρικό πρόσωπο της τραγωδίας, παρ’ όλο που κάτι μέσα του έλεγε “βάλτο στα πόδια”. Από θεατής της πιο σκληρής σκηνής του έργου, σωριαζόταν τώρα πάνω στο άψυχο πτώμα, άψυχος κι αυτός σαν από κεραυνό χτυπημένος με μια κραυγή απόκοσμη και με ορθάνοιχτα μάτια, κρύσταλλα του τρελού να κοιτάζουν ίσια πάνω στα μάτια του παιδιού του, της μονάκριβης κόρης του, του δικού του σπλάχνου.
Αχ αυτά τα μάτια, που τόσους πόθους στις καρδιές των αντρών είχαν ανάψει και τώρα σιωπηλά, αμίλητα να κοιτάζουν ανέκφραστα τον πατέρα, χωρίς ερωτήσεις.
Χάιδεψε αυτά τα υπέροχα μαλλιά που γίνονταν ένα με τον άνεμο, στέλνοντας αρώματα σ’ όλο το μαχαλά ανθίζοντας τις γλάστρες και τις ψυχές.
Δεν θα ξανατραγουδήσει η Ανθή.
Ο Καρπετάς σηκώθηκε και τρεκλίζοντας πήγε προς την Πλατεία. Δεν ήταν άνθρωπος, δεν ήταν ζώο, ένα πλάσμα αλλόκοτο που το ουρλιαχτό του ήταν απόκοσμο και έκανε ζώα κι ανθρώπους να τρέμουν από φόβο. Έφτασε ιδρωμένος, εκατό χρονών, κάτασπρος σαν το πανί, τραβώντας τα μαλλιά του, ξεριζώνοντάς τα. Στην πλατεία υπήρχε τώρα ένα απόσπασμα από καμιά δεκαριά άντρες του τούρκικου στρατού. Ο λοχαγός βλέποντας τον έλληνα λες και τον λυπήθηκε κι αποφάσισε να τον λυτρώσει από τον όλεθρο που ζούσε μέσα του φυτεύοντάς του μια σφαίρα στο κεφάλι. Τώρα ο Καρπετάς μπορούσε πάλι να επιστρέψει στο στάβλο όπου τον περίμεναν πλυμένοι και χαμογελαστοί, η Ανθή, ο γιός του κι η γυναίκα του.
Ορεινός…
Φανταστικό! Ποιός είναι ο συγγραφέας;