«Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ – Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα…»
(22 Φεβρουαρίου 1939 – 21 Ιανουαρίου 2020)
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι ένας μύθος…
«Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου –μες στα αδιάφορα μάτια τους–θα είναι γραμμένη η μοναξιά σου» του Νίκου Σταθόπουλου
Ποίηση Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ…σσσς!
Απόψεις για τη ζωή, της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ και ποιήματά της.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
Ένα χρόνο χωρίς την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, την αγαπημένη μας ποιήτρια και δασκάλα. Από τις λίγες περιπτώσεις που ο βίος και η ποίηση δίνουν την αίσθηση της ζωής, της ζωντάνιας αλλά και της υπέρβασης των δυσκολιών, μέσα από τον πόνο και την απαντοχή του, την υπομονή και τη νίκη του. Μας δίδαξε πώς κάθε στίχος είναι ποτισμένος άσβεστη λάβα, πώς κάθε λύπη είναι η χαρά της ζωής,
πώς κάθε ήττα μας είναι τιμή μας που είμαστε ακόμη εδώ.
Οι αγωνιστές της ζωής και της τέχνης αξίζουν και μας συντροφεύουν,
σε μια γωνιά μέσα μας, αμίλητοι και παρόντες.
«Δεν θυμάμαι ποτέ να μην έγραφα, είναι πολύ περίεργο. Η ποίηση είναι σαν τα κύματα, έρχεται ένα κύμα που είναι έρωτας, ένα άλλο κύμα που είναι κάτι άλλο, η ζωή στη μοναξιά, μετά ένα άλλο κύμα που είναι η πόλη. Δεν είναι όλα έρωτας.
Ένα ποίημα γράφεται όπως γίνεται μια οποιαδήποτε πράξη στη ζωή. Το δύσκολο με το ποίημα είναι ότι δεν αναγγέλλει ποτέ την άφιξή του. Έρχεται απρόσκλητο. Η συγγραφή ποίησης δεν είναι καθόλου κοπιαστική. Όταν έρχεται είναι σαν ευλογία.»
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω
να φεύγουν τα περιττά, λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι ένας μύθος…
«Νομίζω ότι βασικό στοιχείο της ύπαρξής μου, ήταν η έλλειψη γεννήθηκα με μία έλλειψη, τη συνήθισα, τη θεωρούσα μέρος της ζωής μου και αργότερα εκτίμησα την ουσιαστική αξία της. Γεννήθηκα με σταφυλόκοκκο, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η πενικιλίνη, έναν χρόνο αργότερα με μία ένεση θα είχα γίνει καλά. Έτρεχα, χόρευα κολυμπούσα, η αναπηρία είχε γίνει αυτονόητο μέρος της ζωής μου».
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι ένας μύθος που θα εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες της.
Με την απλότητα και το χαμόγελο ενός χορτασμένου ανθρώπου, που με γενναιοδωρία έδινε το χέρι του σε αγγίγματα με ταπεινότητα. Επειδή ακριβώς, η γλυκύτητα ξεκινούσε από τα μάτια και με το βλέμμα αγκάλιαζε και κέρδιζε όλους όσους βρίσκονταν γύρω της!
Στην ποίησή της διακρίνουμε έντονο ερωτισμό, ένα πάθος και μια φλόγα αλλά ταυτόχρονα και μια παιδικότητα. Η γυναίκα αυτή ήταν πολύ ερωτευμένη με τη ζωή. Στα ποιήματά της βλέπουμε ένα πνεύμα σπουδαίο, που άλλοτε ανακούφιζε κι αισιοδοξούσε κι άλλοτε έβαζε το μυαλό σε δύσκολες σκέψεις. Για την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, τίποτα δεν ήταν μάταιο, αφού όλα ήταν ζωή. Κι η ζωή για εκείνη ήταν πάντα το πιο υψηλό δώρο.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ γεννήθηκε στα Εξάρχεια τον Φλεβάρη του 1939. Ήταν φανατική του Καβάφη. Έγραψε 18 βιβλία, εκ των οποίων ένα μόνο ήταν πεζογραφία κι όλα τ’ άλλα ποίηση. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και κέρδισε σημαντικά διεθνή βραβεία.
Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch).
Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ το 2000 τιμήθηκε με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών) και
το 2014 με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο νονός της, ο Νίκος Καζαντζάκης έστειλε στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή» το πρώτο της ποίημα («Μοναξιά», 1956) με το εξής σημείωμα: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ”».
«Ο έρωτας ήταν το βασικό στοιχείο στη ζωή και την ποίησή μου. [….] «Η ποίηση είναι σαν τον έρωτα. Έρχεται απρόβλεπτα, δεν ξέρεις. Ακόμα κι αν είσαι τέλειος αποξενωμένος απ’ αυτή, μπορεί να ‘ρθει μια στιγμή και κάποιος στίχος να εκφράσει αυτό που αισθάνεσαι ακριβώς».
Οι εικόνες και η εσωτερική της φωνή:
«Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του»
«Μοναξιά»
«Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού»
Συναισθηματικοί συσχετισμοί αναπτύσσονται σε μυθολογικές προεκτάσεις. Μια γυναίκα με ψυχή παιδιού με ελευθερία στην ποιητική της έκφραση. Θλίβεται από την απραξία του τίποτα. Ξέρει καλά, πως την συντροφεύουν γράμματα που παγιδεύουν λέξεις, για να φανεί η ωραιότητα του ονείρου – του φόβου – της απουσίας. Με γεμάτες τις σελίδες από της ζωής της το νόημα, για να μπορεί να νικάει την ευθραυστικότητα της έλλειψης, συντρίβοντας την ήττα της θλίψης.
Ευμορφία Καλύβα
«Το σώμα είναι ακρογωνιαίος λίθος της ποίησης μου κι αυτό οφείλεται όχι μόνο σε πνευματικούς χώρους αλλά και στην ιστορία της ζωής μου… Πριν καν καταλάβω ότι υπάρχω, πριν συνειδητοποιήσω την ύπαρξη ήμουν ήδη ανάπηρη και εγχειρισμένη. Και πάντα μου έλεγε η μαμά μου ότι ήταν θαύμα που επέζησα. Με απόλυτη επίγνωση της αναπηρίας μου, την οποία και κέρδισα… γιατί και έπαιζα και χόρευα και κολυμπούσα…
Εκείνο που είναι πολύ δύσκολο είναι να βγάλω από τη ματιά και την ψυχή μου την έννοια του μέλλοντα χρόνου. Κάνω κάθε μέρα ασκήσεις, ώστε να μου επιβάλω τη ζωή με μόνη έννοια το παρόν. Το παρελθόν φέρνει μελαγχολία και το μέλλον ‘παραμυθία’.
Να ζω το παρόν μέρα με τη μέρα. Αυτό… Εύχομαι να μπορώ λίγο ακόμα!»
«Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου –μες στα αδιάφορα μάτια τους– θα είναι γραμμένη η μοναξιά σου»
του Νίκου Σταθόπουλου
Ο θάνατος ενός ποιητή, είναι το σοκ της «ανακάλυψης» ότι η τέχνη έχει σώμα, την υλική υπόσταση ενός δημιουργού, και ότι δεν είναι μια «αόριστη μαγεία» που «κάπως» διαχέεται στη ζωή. Με την πρόσφατη αποδημία της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, αυτή η «ανακάλυψη» βρίσκει πλήρη ανταπόκριση σε μια ποίηση που έκανε ολοκληρωμένο ποιητικό μύθο την απτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στην πλήρως ατομική της μορφή. Η σπουδαία ποιήτρια δημιούργησε ένα γητευτικό ποιητικό σύμπαν, με πυρήνα του την αμεσότητα των αισθήσεων σε έναν κόσμο κατοικημένο από ατομικές μοναξιές.
Εγγράφεται στη Β’ Μεταπολεμική (ποιητική) Γενιά που «διαδέχτηκε» τη λεγόμενη Α’ Μεταπολεμική Γενιά ή «Γενιά της ήττας». Τώρα η «ήττα» έχει χωνευτεί, και οι καινούργιοι δημιουργοί βιώνουν τη διάψευση, το αδιέξοδο, τη ματαίωση, την απελπισία. Οι «μεγάλες ιδεολογίες» έχουν κουρελιαστεί, ένα «Κιβώτιο» απομυθοποιεί τις Ουτοπίες, ένα τρομακτικό κενό αναδύεται, μια σπαρακτική ανάγκη για νέες ποιότητες επιβίωσης. Η Κ. Α. Ρουκ, επιλέγει μια ιδιότυπη εσωστρέφεια: τον πολυεπίπεδο αναστοχασμό επί της άμεσης εμπειρίας της. Όχι μια αφηρημένη πόζα φιλοσοφίας, αλλά έναν συνεχή οδυνηρό μόχθο συμβιβασμού με τη σκληρή αλήθεια της ύπαρξής της..τα «μεγάλα» έχουν ακυρωθεί, και τα «μικρά» είναι μονόδρομος. Από στενά κοινωνιολογική σκοπιά, είναι μια ποίηση του αστικού εγώ που ασφυκτιά στους μεγάλους ορίζοντες.
Το ποιητικό της στερέωμα (συνειδητά έξω από την ιστορία, την πολιτική, τις συγκρούσεις) συντίθεται από τρία στοιχεία: την ύπαρξη, τον χρόνο, το σώμα. Ο χρόνος είναι η αμάχητη δύναμη που «μυστηριωδώς» φθείρει το σώμα που βιώνεται, υλικά και πνευματικά, μέσω του έρωτα και συνιστά την άμεση αποκάλυψη της ύπαρξης. Η «σωματικότητα των αισθημάτων» είναι κεντρική σημασία στην ποίησή της, αφού όταν όλα τα «ανώτερα πνευματικά» διαλύονται στους τέσσερις ανέμους, η μόνη εγγυημένη αναφορά είναι το σώμα (μια ηρωίδα του Θ. Αγγελόπουλου, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», λέει «όταν νιώθω μοναξιά, επιστρέφω στο σώμα μου»). Και μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, η θεμελιωτική σωματικότητα είναι εξ ορισμού αποκλειστική και, άρα, μοναχική. Η μοναξιά, λοιπόν, είναι ο κεντρικός σημασιακός πυρήνας αυτής της ποίησης, η μοναξιά όχι ως στοιχειό που το ξορκίζεις αλλά ως μοιραίο προνόμιο που το καταφάσκεις. «Αν δεν έχεις κάποιου είδους μοναξιά, δε μπορείς να δημιουργήσεις τίποτα», θα πει η ίδια…
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑ (με την παρότρυνση του νονού της Νίκου Καζαντζάκη, το 1956) φέρει τον τίτλο «Μοναξιά». Και στην πρώτη ποιητική συλλογή της («Λύκοι και Σύννεφα», 1963), ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος είναι «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού». Ο Κ. Καρυωτάκης «δίνει» το κλίμα της βαθιάς μελαγχολίας που απορρέει από μια αγκαθωτή συνείδηση παρακμής, αποτυχίας, αξεπέραστων εμποδίων, ματαιότητας σε έναν αποξενωμένο κόσμο. Και ο Καβάφης («υπέρτατος θεός» για την Κ.Α. Ρουκ..) «καθοδηγεί» μια γραφή που παλεύει με τη «βία του χρόνου» διασφαλίζοντας με πόνους τη ριζική αξιοπρέπεια.
Αλλά είναι όχι γενικά «ένα πρόσωπο της ποίησης». Είναι μια γυναίκα, και σαν γυναίκα επαναθέτει αυτά τα ζητήματα. Στην ποίηση της Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, αντηχεί ένα γυναικείο ποιητικό υποκείμενο που με τα δικά του φίλτρα και βιώματα και αξιακά πρότυπα κοιτάζει τον κόσμο. Τον κοιτάζει όχι σαν παρελθόν, αλλά σαν εξαντλημένο αδιέξοδο παρόν. Η ιστορία εγκαταλείπεται, το μέλλον νιώθεται ανούσιο (αφού η επικέντρωση στο άτομο και η τραγωδία της φθοράς του δεν αφήνουν περιθώρια για μέλλον), όλος ο κόσμος είναι το υποκειμενικό βίωμα…
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, δίνει στο «απολιτικό» το βάθος μιας θητείας στην προσωπική αλήθεια, μετουσιώνει σε «μικρή» φιλοσοφία τη συγκαταβατική απόγνωση απέναντι στα σκληρά όρια του ατόμου. Η επανάσταση έχει τελειώσει, ο κόσμος είναι μια χειραγωγημένη ύλη χωρίς ουτοπίες, η τελική αλήθεια ορίζεται από τον έρωτα, που φθείρεται συγκλονιστικά, και τον θάνατο που επιβάλλει αδιαφιλονίκητα το κράτος του.
Ο Καβάφης (μιλώντας για το βίωμα της αμετάκλητης ροής του χρόνου και τα γηρατειά, τη φθορά του κάλλους και της νιότης) θα μιλήσει για «πληγή από φρικτό μαχαίρι», και η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ θα γράψει « Η πείρα είναι τώρα / το μόνο σώμα των πραγμάτων [….] την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνάω, / μόνο τις έμπειρες πληγές μου μπορώ να της χαρίσω». Και όλη αυτή η σχεδόν στωικά πένθιμη εποπτεία της φθίνουσας ατομικότητας, σε μια ακόμα διεισδυτική επιρροή από τη Σύλβια Πλαθ αλλά και τον Ντίλαν Τόμας (βασικά στις εσωτερικές δονήσεις από τα πάθη του).
Μια ποίηση του αναδυόμενου αστικού υποκειμένου, της προσωπικής ελευθερίας που την ορίζει ο εμπράγματος αντιιδεολογισμός. Ερωτισμός, εσωτερικότητα, μοναξιά, υλική ζωή, πικρία από τη φθορά, αγωνία θανάτου. Είναι μια ποίηση βαθιάς δραματικότητας, υπό την έννοια του «διαλόγου» ανάμεσα σε αντιθετικά ζεύγη (καίρια η παρατήρηση αυτή του Ε. Γαραντούδη): πίστη-απιστία, σώμα-πνεύμα, έρωτας-μοναξιά, έλλειμμα-πληρότητα, εσωτερικός κόσμος-εξωτερικός κόσμος. Κυρίαρχο διπολικό ζεύγος: η ζωή που φεύγει–η ποίηση ως παραμυθιακή υπεραναπλήρωση. Ένας αναχωνεμένος δημιουργικός καβαφισμός, μια αισθαντική εσωστρέφεια σε ένα «κλεινόν άστυ» που το κάνει κακόφημη ματαιοδοξία η αντιπαροχή και το τραγικοποιεί η εικονική δημοκρατία. Η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, δίνει στο «απολιτικό» το βάθος μιας θητείας στην προσωπική αλήθεια, μετουσιώνει σε «μικρή» φιλοσοφία τη συγκαταβατική απόγνωση απέναντι στα σκληρά όρια του ατόμου. Η επανάσταση έχει τελειώσει, ο κόσμος είναι μια χειραγωγημένη ύλη χωρίς ουτοπίες, η τελική αλήθεια ορίζεται από τον έρωτα, που φθείρεται συγκλονιστικά, και τον θάνατο που επιβάλλει αδιαφιλονίκητα το κράτος του.
«Πλήρωσα ένα ακριβό εισιτήριο για να μπω στη ζωή, αλλά από ‘κει μετά μου ήρθαν όλα δεξιά, όχι με την έννοια την πολιτική. Μου ήρθαν όλα καλά. Το πώς έγινε δεκτή η ύπαρξη και η ζωή μου».
«Η ζωή μου είναι μια ζωντανή κινηματογράφηση αυτής της αλήθειας: Ότι καθετί που συμβαίνει, είτε το συλλαμβάνεις είτε όχι στη ζωή σου, η αποτυχία κάπου ίσως έχει ένα impallanza»
(σ.σ η επιτυχία στα ιταλικά).
ΜΙΑ ΕΛΚΥΣΤΙΚΗ «ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΓΡΑΦΗ» σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με χαμηλών τόνων συζητητικό στιλ σε εξομολογητικό ύφος, χωρίς λυρικές εξάρσεις, με μια γλώσσα διαυγή και ώριμα αιχμηρή, χωρίς τον επιχρωματισμό των επιθέτων αλλά με την «κινητικότητα» των ρημάτων. Στο βάθος αυτής της καλοδουλεμένης απλότητας και οικειότητας, διακρίνεται, πάντως, μια αδιόρατη ενοχή και μια αίσθηση πικρής αδικίας, μια βεβαιότητα ότι δεν ελέγχεται η ζωή και δεν υπάρχει δικαίωμα στην ευτυχία.
Εξαιρετική ποιήτρια και έξοχη μεταφράστρια, η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια τέχνη του προσωπικού χώρου, όπου το άτομο αναζητά τους λόγους και τους όρους της αυτοσυνειδησίας του, χωρίς αίσθηση υποχρέωσης για σχέση αλλά με καθαρή διάθεση αυτοκατανόησης σε μια μοίρα σφραγισμένη από την απόλυτη εξουσία του θανάτου. Μεγάλα ιδανικά και λαμπρές ιδέες απουσιάζουν, και δυνατές εικόνες αιχμαλωτίζουν στιγμές και κινήσεις μιας καθόλου τυπικής και εύκολης καθημερινότητας. Ως «υπαρξιστική συνιστώσα» της Β’ Μεταπολεμικής Γενιάς, η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, ανοίγει τον δρόμο για τη λεγόμενη «Γενιά της Αμφισβήτησης». Για μια ποίηση των εσωτερικών αναζητήσεων του ατόμου, που εκκινούν από τη δυσφορία μέσα στον κόσμο και κλιμακώνονται σε ανατροπές των «βεβαιοτήτων» του παραδοσιακού συλλογικού. Σπουδαίος ποιητικός λόγος σε καιρούς παρασιτικής ευκολίας και λουστραρισμένης κακοτεχνίας. Μεγάλη απώλεια!
«Τα γηρατεία δεν καταπίνονται εύκολα. Οσο καλές και να είναι οι συνθήκες ζωής σου, πλησιάζεις στο τέλος. Ο,τι κάνουμε, ό,τι σκεφτόμαστε βρίσκεται κάτω από την σκιά του μέλλοντος. Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος. Η επίγνωση του γήρατος είναι μια κατάσταση πανικού».
Ποίηση Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ… σσσς!
«Μοναξιά»
Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.
Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
(Το πρώτο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ)
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
(Από το ποίημα «Ποιητικό υστερόγραφο»)
«Η Ευλογία της Έλλειψης»
Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.
Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
(Από το ποίημα «Υπαρξιακές Ερωταποκρίσεις»)
«Ο τελευταίος ερωτικός»
Κάθε σταγόνα από σένα
το τέλος του έρωτα
ό,τι έχασα στη ζωή
το ξαναχάνω στα μάτια σου
το φως έγινε τρυπάνι
μες το παράλογο σχήμα
μιας άπιαστης επαφής
όταν στα πόδια χύνεται
το κύμα
το αιώνιο πέλαγος
του ζώου – θανάτου.
Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε
τα κόκαλα θα σπάσουν
σαν καλοκαιρινά καλάμια
κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα
στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο.
Το σώμα σου – η Πύλη
έκλεισε, έφραξε
απ’ τον πολύ πόνο
κι εγώ καμένος ερημότοπος
τσουρουφλισμένη επιφάνεια
δεν υπάρχω
ενώ διπλασιάζονται οι μέρες
του φορτίου
η άμμος ξύνει
όλο ξύνει την πληγή.
Η καταστροφή είναι π’ αρνιέμαι
να καταστραφώ
να σπάσει το πιθάρι
να χυθούν τα μέσα
έξω εκεί
όπου συναντιέται ολόστητος
ο βράχος.
Μες το δωμάτιο
φάνηκαν ξαφνικά τα όριά μου
τα νύχια μου σπασμένα
η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη
κι ο ποταμός που λάτρεψα
σ’ άλλη κοίτη κυλάει.
Όλο κι αλλού σκάει
το ρόδι
οι χυμοί που προχωρούσαν
τη ζωή
αλλού λιμνάζουν
απ’ την αφθονία στη στέρηση
πετάω, τρομαγμένη νυχτερίδα
η νεότητα
σκοτάδι τα φτερά της.
«Λυπιού»
α
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου
ως τα κρυσταλλωμένα δάκρυα
ως να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
β
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιούνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
γ
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ‘δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ‘χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο
τα μάτια σου σαν να ‘ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε λοιπόν κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούριο ποίημα και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντάς σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
δ
0 πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη, μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ‘βγαίνε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο Χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει τον δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.
στ
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ‘μαι πάντα ένα μ’ αυτά που ‘χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη·
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
ζ
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμά της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Εννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετό της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γινήκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
Έξοδος
Βγαίνοντας απ’ τη Λυπιού
κατάλαβα πως είχα χάσει τον προσανατολισμό
προς κάτι που θα ‘ταν αληθινή μυρωδιά
και καρπός χεριού με ωραίους σφυγμούς ζωής.
Έκανα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου
κι ενώ για το καράβι πήγαινα
βρέθηκα μπροστά σ’ ένα κλειστό μαγαζί.
Πίσω από ‘να μαύρο απ’ τη σκόνη τζάμι
στεκότανε μια τραγική ζακέτα: κανείς
δε θα ζήταγε ζεστασιά από δαύτη, ποτέ.
Είχε πέσει ο ήλιος
κι οι δρόμοι όλοι μαζί
ούρλιαζαν το αδιάβατο.
Έφυγα. Στις χούφτες μου ανάμεσα
σαν να κρατούσα ενός παγωμένου πουλιού
την τελευταία ανάσα
προστάτευα την τελευταία χειραψία.
Στον Π.Σ.
Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σε αγγίξω
μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
και σε ντύνω με αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
του λεξικού σου γυρνόντας τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα που αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετά σου
για να τ’ απαγγείλω σε αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
χρυσόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.
«Ποιητικό υστερόγραφο»
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
«Καθρέφτης»
(Το τελευταίο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ_)
«Καθρέφτη μου, σ’ εσένα μιλάω
εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα
Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν
Χάθηκαν απ’ τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν σε μένα;
Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να θυμηθώ
ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της στιγμής και μόνο.
Σ’ αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε απομείνει
Ανάπηρο απ’ την αρχή–, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν’ αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, στον αμερόληπτο έρωτα
Τις φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο
Δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που μου ανήκε
Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα.
Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ’ έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω:
Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα
Αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση
Μέσα μου βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος
Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου
Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού
Σ’ ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ’ αφήνεις να σε μισώ».