«Μικροί λογισμοί νοσταλγικές ιδέες»
Δευτέρα της Διακαινησίμου 20 Απρίλη 2020 – Μια βόλτα με κωδικό 6
Μια βόλτα στο… προαύλιο της φυλακής μου που, ταξίδι έγινε μέχρι το Μαρόκο.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
«Εν ταις ημέραις εκείναις… νεραντζιές μοσχοβολούσαν στον αέρα,
όπου κι αν περνούσες πουλιά κάθε είδους κελαϊδούσαν σε ήχο πλάγιο.»
Κλείνουν είκοσι μία μέρες από τότε που έκανα την πρώτη μου αίτηση να βγω. Οι παπαρούνες πια επέβαλαν την ομορφιά τους. Παντού. Σε παρτέρια των άδειων δρόμων, σε αυλίτσες που ακόμη δεν χάθηκαν, σε ρωγμές τσιμέντων, ρωγμές συνειδήσεων, ρωγμές πίστης. Κι εγώ επιμένω ακόμη να πετώ τα ψίχουλα το μπαλκόνι, να γεμίζω νεράκι το πήλινο δοχειάκι που έχω στο μπαλκόνι μου, απ’ όταν ακόμη έτρωγα γιαούρτι. Επιμένω να πιστεύω πως, όταν δεν βλέπω, κατεβαίνουν τα πουλάκια και τρώνε, πίνουν στο τραπέζι που τους στρώνω. Επιμένω να πιστεύω πως είμαι δίκαιη στη μοιρασιά. Και αλήθεια προχτές που ξύπνησα αξημέρωτα, τα ‘δα που ‘ρθανε. Και μια χαρά που πήραααα… Δε λέγεται. Επιμένω να πιστεύω.
Γιατί η πίστη είναι σχέση. Όχι κάτι που πρέπει να κάνεις αλλά κάτι που το επέλεξες.
Και ξαφνικά μια προοπτική ανοίγεται μπρος σου
σαν ανυπολόγιστο καλό και η άκρη του τούνελ φωτίζει.
Τ’ ακούς παντού να λέγεται από χείλη σε χείλη κι όλοι,κλεισμένοι μέσα,
μόλις ξεμυτούμε λίγο να περπατήσουμε,
το πρώτο που θέλουμε να δούμε είναι αυτό, το φως στο τούνελ.
Κι αυτές οι παιδικές χαρές χωρίς παιδιά, … χαρές δεν είναι. Κοίτα… μια απλή συγκυρία έρχεται για να θυμίσει ότι τα παιδιά είναι η χαρά και το μέλλον αυτού του γερασμένου κράτους. Για μας δεν είναι χαρές. Γιατί τα παιδιά, ευτυχισμένα είναι στις φωλιές τους, που οι γονείς τους, που επέλεξαν να γίνουν γονείς, τα φυλάνε καλά αγκαλιασμένα.
Κι αυτές οι πλατείες με την μοναξιά στένεψαν. Ερήμωσαν.
Σαν στεφανωμένοι επιτάφιοι περιμένουν τους προσκυνητές τους.
Φέτος επιτάφιοι δεν πέρασαν απ’ τους δρόμους μας.
Αν πλησιάσεις βλέπεις ότι με προαιώνια επαναληπτικότητα προχωρούν στην Δημιουργία,
την ανθοφορούν. Σε τσαμπιά με κάτασπρα δαντελένια κουρλωτά καμπανάκια, σε μπουκέτα με ροζ μπίλιες…
Κουτσουπάνθη και δέντρα υπέροχα στέκουν με προσμονή στις άδειες πλατείες.
Αυτό δεν έκαναν πάντα εξάλλου;
Είτε με απλά στείρα κόκκινα φύλλα που δίνουν
το παρόν στον κόκκινο Απρίλη σε άλλη απόχρωση.
Άδεια στενάκια με την ασπρόμαυρη γατούλα τους στο πλάι.
Και τα πολλά υποσχόμενα μπαλκονάκια της Άνοιξης.
Άραγε φέτος θα γεμίσουν τα μπαλκόνια μας κόσμο
ή θα βλέπεις μπαλκόνια με ένα δυο άτομα να περιμένουν τον πανδαμάτωρα… ;
Η γάτα στέκει εκεί, λες από πάντα, σύμβολο μιας παρωχημένης θρησκείας αιγυπτιακής προέλευσης, ανεξάρτητη και ελεύθερη…
Κι όπως έστριψα στο στενό έπεσα πάνω στα ειδύλλια αυτής της εικόνας.
Δρόμοι με σειριακή αλληλουχία φυτεμένων φοινίκων, πιστεύω από παλιούς ναυτικούς που αγάπησαν το τοίχος των Φοινίκων απ’ την παλιά πόλη του Μαρακές. Αυτοί παίρνοντας σύνταξη πιστεύω, το δημιούργησαν εδώ. Ένα αναμνήσιο, στη μνήμη μιας, λες, αγάπης που άφησαν μόνη, εκεί ανεκπλήρωτη, μισή. Ελληνικό Μαρακές. Μια στιγμή νοσταλγίας.
Στον τόπο αυτό, υπάρχουν κάτι αιωνόβια δέντρα που φυτρώνουν … κατσίκες. Αλήθεια καλέ, σας λέω. Κατσίκες. Είναι τα δέντρα Argan στην κοιλάδα του Sous. Σιωπή, σαν τώρα που όλοι είμαστε στη σιωπή με τον εαυτό μας.
Απρίλης 2020: Καραντίνα στο έξω… για συνάντηση με το μέσα;
Ο καρπός τους κάνει να ωριμάσει ένα χρόνο, ούτε γκαστριά να ‘ταν.
Κι όμως με υπομονή τα περιμένουν οι άνθρωποί τους. Αυτά τα δέντρα είναι γνωστά για το πολύτιμο λάδι τους, όμως γνωστά και για τους ανθούς τους, τ’ αγριοκάτσικα που σκαρφαλώνουν και κάθονται πάνω στα δέντρα, καμαρωτά σαν άνθια και που τα… περιττώματά τους περιέχουν σπόρους των δέντρων με το πολύτιμο λάδι τους.
Σαν αυτές τις κατσίκες, ανέβηκαν και σκαρφάλωσαν στους Φοίνικες τα σχέδια που έκανα για φέτος το Πάσχα. Κι ήρθε το… “όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια καλό είναι να γελάει πρώτος αυτός, πριν προλάβει το Σύμπαν”.
Τα πόδια μου μ’ οδηγούν στην ακρούλα του δρόμου, όπου ο Άη Νικόλας πέτρωσε απ’ την αμπάρα που τον παρόπλισε χρόνια τώρα. Κι όμως με απλότητα στέκετ’ εκεί και κάνει ν’ αναρωτιούνται την ιστορία του. Αμπαρωμένη η πόρτα αφήνει τη ματιά να δει την Άγια Τράπεζα που δεν λειτουργά πια.
Κι άλλοι πιστεύουν ότι, κακώς το ‘χουν κλειστό, όλο πέτρινο με γραμμένη την ιστορία του σε κάθε πέτρα. Να ξεχειλίζει «…η των πραγμάτων αλήθεια κι ούτω εκτίσω τη ταπεινώσει τα υψηλά…». Και μέσα μια Παναγιά έγκλειστη, μόνη αλλά πιστεύω ζωντανή.
Γιατί η πίστη είναι σχέση. Όχι κάτι ρηχό και στενό.
Πάμε απέναντι, Διονύσου και… δέσπολα που ωριμάζουν με την αποχή του καυσαέριου… πιστεύω χαρούμενα. Το δηλώνει το χρώμα τους. Ένα εύρωστο δέντρο, σύριζα στη μάντρα με τον δρόμο, από την οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae), έτοιμο να ξεπηδήσει το φράχτη και να φύγει μακριά σε δρόμο που δεν έχει ακόμη ασφαλτοστρωθεί.
Δέσπολα, τα γλυκά μούσμουλα, που το λικέρ τους, το nespolino έχει μεθύσει γαμπρούς και γαμπρούς σε σαλόνια την ώρα που λογοδίναν την κοπέλα. Αυτά τα κουκούτσια τους, που μικρό παιδί καθάριζα πολλά για να δω, σε όλα αν ήταν διπλά και τριπλά.
Δυο βήματα ακόμη… και ένα μικρό στενάκι, όσο κρατά μια ανάμνηση μυρωδιάς, οδός Καρτεσίου λέει, από ένα ανοιχτό παράθυρο ξεχύθηκε η μυρωδιά φαγητού. Σ’ αυτό το στενάκι, αφιερωμένο ποιός ξέρει γιατί στον Γάλλο φιλόσοφο, δάσκαλο μα και θύμα του Διαφωτισμού Καρτέσιο, αυτός που χάρισε την ελευθερία της Φιλοσοφίας απ’ τη φυλακή του σχολαστικισμού, αυτός που έγινε αρχιτέκτονας των ορίων μεταξύ πνευματικού και υλικού κόσμου, αυτός μπήκε σε δεύτερη μοίρα αφήνοντας το κοκκινιστό με τις πατάτες της θείας Αγγελικής να επικρατήσει σαφέστατα χαρίζοντάς της το στέμμα του Βασιλιά. Ένας σημαντικός δάσκαλος που χρωστά το θάνατό του στην πνευμονία. Και σήμερα να ζούσε πιθανώς από την κορωνοπνευμονία θα έφευγε. Το στενό θα λεγόταν Cogita ergo sum by De Cart αλλά δεν ξέρουν λατινικά όλοι εδώ. Λες κι ακούγεται το «Σκέφτομαι άρα Υπάρχω» και το ίδιο λεπτό, εξατμίζεται από το «Μυρίζω άρα και ζω».
Πιστεύω (τι λέω πιστεύω) σίγουρη είμαι, κοκκινιστό με πατάτες στην κατσαρόλα! Πόσο, μα πόσο μ’ έφερε πίσω αυτή η μυρωδιά. Ξαφνικά έγινα επτά χρονών. Έτσι μαγείρευε η θεία Αγγελική. Ποτέ δεν κατάλαβα πως και γιατί υπήρχε αυτή η διαφορά μυρωδιάς απ’ της μαμάς τα φαγιά. Τίποτ’ άλλο δεν θυμήθηκα παρά αυτή την ευτυχία της ύπαρξης, όταν είναι ελεύθερη.
Σε μια στάλα αυλίτσα, να μισό μέτρο πιο κει, ανάμεσα σε δυo κατάσπρα ντουβάρια, μια βουλγάρικη καϊσιά τριανταφυλλιά γράφει σ΄ ένα-ένα απ’ τα εκατό φύλλα της τα λόγια που ΄χει ακούσει απ’ την αυλίτσα αυτή. Άραγε οι άνθρωποι θυμούνται τα λόγια της αγάπης πιότερο, ή τα λόγια της ντροπής και κάνουν τα φύλλα της να κοκκινίζουν απ’ το πορτοκαλί της ανατολής; Θα μου πείτε, που ξέρεις εσύ ότι είναι βουλγάρικη; Σάμπως της μίλησες; Αν σας πω πόσες τέτοιες είχαμε στο κήπο μας και τους μιλούσα. Είχα ένα παραμυθάκι που οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του είχαν προσωπάκια στις τριανταφυλλιές και μιλούσαν και μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Αυτό ήταν που μ΄ έκανε ν’ αγαπήσω για πάντα τις τριανταφυλλιές. Να τις ακούω συχνά να μου ψιθυρίζουν και να μου τραγουδούν τραγούδια της αγάπης.
Τ΄απέναντι παράθυρο με τις πολύχρωμες γλαστρούλες δεν μαρτυρά τίποτε.
Κρατά επτασφράγιστο το μυστικό.
Αν πας κοντά, έλα, έλα πιο κοντά θα δεις κάτι ασυνήθιστο. Δεν το ‘χεις ξαναδεί ποτέ.
Δυο πράσινες μάσκες κολλημένες στο τζάμι,
κρέμονται σαν προσευχή-ευχή για το τέλος αυτής της ασυλίας.
Και παραδίπλα ένα στολισμένο σχεδόν ίδιο, αδελφάκι του παραστέκεται σιωπηλό στην σκηνή αυτή της Ανάστασης κατά μόνας, αχ κορωναϊέ… Δυο στολισμένα παράθυρα στην άκρη του στενού της Νίκης και μόν΄ ένα καγκελάκι στην άκρη στολίζει το μπαλκόνι τ’ ουρανού, την ταράτσα του διπλανού.
«Τους απήγανους τους βλέπεις, ψυχή μου; Πολλές φορές προσπάθησα ν’ αναστήσω απήγανους, εις μάτην όμως.» Θυμάμαι, μου ‘λεγε η γιαγιά μου, , «ξορκισμένο το μάτι τους με τον απήγανο», και φτου-φτου έκανε όταν μ’ έβλεπε ρόδινη-ρόδινη και με την άσπρη κορδελίτσα στα μαλλιά μου.
Κι όταν έπεφτε η κορδέλα, η γιαγιά έλεγε το ξόρκι αυτό με τον απήγανο.
Εδώ, σαν ερωτευμένος με το δέντρο, αγκαλιασμένος με τον κορμό του ο απήγανος, εραστής λες, που προσπαθεί να ξελογιάσει το δεντρί με τ’ άνθια του, κατακίτρινα, ζωντανά σαν να ξορκίζει το κακό μάτι για την ομορφάδα του δεντριού.
Μα στάσου! Εδώ δεν ήταν; Κάπου εδώ, στο στενάκι παραδίπλα, η Κύθνος! Εδώ, ή η Άντρος; Με τόσο μπλε θάμπωσε η σκέψη μου. Νάτη, νάτη… Σαν τη Κύθνο μου φαίνεται, γιατί μυρίζει νάρδος απ’ την Παναγιά την Κανάλα. Οι γλαστρούλες με τα φτωχά γεράνια στην ακρούλα, δε μοιάζει δρόμος, παράδεισος μοιάζει. Κι εκεί στην ακρούλα, μια τεράστια αγγελική, μεθά με τα μπουκέτα της τον περαστικό.
Στα διπλανά σύρματα, σ΄ένα κήπο, μια άλλη νύφη, φερμένη απ’ αλλού, όχι απ’ την πόλη, φτωχιά. Το ξέρεις, γιατί συνήθως αυτές οι φτωχιές, έχουν του κόσμου όλη την ομορφιά. Μπουκέτα κάτασπρα, πιο αρμονικά δεν γίνεται, μ’ ένα λεπτό άρωμα, ξαδέλφη λες της μυγδαλιάς, που δεν είναι όμως.
Εγώ νύφη θα τη λέω ή μήπως τάχα αδελφή;
Αχ, να ’ξερα τ’ όνομά της…
Να ΄ξερα τη ζωή της, πού θ’ έρχεται και τι μνήμες κρατάει…
Αδελφή θα τη λέω.
Μου θυμίζει εμένα. Ακόμη λίγα σύρματα γύρω μου. Να… λίγο θέλω να τα ρίξω.
Πιστεύω λίγο είναι. Γιατί ΘΕΛΩ.
Κι η πίστη για μένα είναι σχέση.
Πιο δίπλα ένα γιασεμί.
Μια ιστορία λέει, πως μια κοπέλα προδομένη, λαβωμένη στην καρδιά, σαν πέρδικα τον καιρό του κυνηγιού, λιγοθύμησε κι έσκυψε το γιασεμί να τη συνεφέρει, έδωσε όλο του το άρωμα και το ροδί του χρώμα που ’χε τότε. Την ζωντάνεψε και ρόδισε τα μάγουλα της πάλι.
Κανείς πια δεν έμαθε τι απέγινε η κοπέλα, όμως το γιασεμί στέκετ’ εκεί, προικισμένο τώρα απ’ το Θεό για την βαθειά του αγάπη και προστρεξιά, μ’ όλο το μεθυστικό άρωμά του και το λευκό, κατάλευκο της αγάπης!
Τα πόδια δεν σταματούν.
Γεμάτη από άρωμα συνεχίζω το οδοιπορικό της Δευτέρας της Διακαινησίμου, 20 Απρίλη 2020.
Μια Δευτέρα χωρίς εκκλησιά, μια Δευτέρα του Πάσχα χωρίς χωριό.
Δυο ρόδα με φωνάζουν πρώτη φορά με τ’ όνομά μου.
Χρόνια μεγαλωμένη εδώ, κανένα ποτέ δε με φώναξε με τ΄ όνομά μου.
Αυτή η γειτονιά ανάθρεψε από πολλά μέρη της Ελλάδας παιδιά, Κυκλαδιώτες, ΒορειοΕλλαδίτες, Στερεο-Ελλαδίτες, Επτανησίους αλλά και πολλούς Μικρασιάτες. Όλοι, λάτρεις της Φύσης και της ομορφιάς. Το μαρτυρούν οι κήποι.
Δυο ρόδα που ενώ το σώμα τους είναι στον μαντρωμένο τοίχο, αυτά με θράσος πεταγμένα έξω απ’ τη μάντρα με την ψευδαίσθηση της λευτεριάς, φωνάζουν όλους με τ’ άρωμά τους, φωνάζουν όλους με τ΄ όνομά τους.
Ένα γεράνι, ένα απλό, ένα φτωχό γεράνι πιο κει, το μόνο που έχει να επιδείξει είναι το πορτοκαλί του δειλινού. Ούτε άρωμα, ούτε μπόι. Μόνο το πορτοκαλί του δειλινού. Αυτό το μοναδικό χρώμα, το χρώμα που κάθε μέρα έχει κι άλλη απόχρωση, άλλο συναίσθημα γεννά όταν τα μάτια σου ρίξεις πάνω του, άλλο ήχο κάνει στην απόχρωση της καρδιάς σου. Κι εσύ, μένεις να κοιτάς το πορτοκαλί του δειλινού, σαν να μην το ’χες ξανά δει ποτές. Σαν να ανακαλύπτεις την ομορφιά της όρασης πρώτη φορά. Κάθε μέρα να ζηλεύεις, σαν μικρό παιδί, που δεν έχεις χρώματα να το ζωγραφίσεις.
Σ΄ ένα σπιτάκι με τσιμεντόλιθους, μου θυμίζει το ’65 – ’70 που ακόμη είχε μερικά τέτοια σπιτάκια στην άκρη της πόλης, αυτής που φάνταζε ολόκληρος ο κόσμος μου, γιατί ζωγράφισε τις πρώτες μου εικόνες στον άδειο μου καμβά. Η παιδική καρδιά είναι σαν σφουγγάρι, ρουφά όλα τα χρώματα, όλες τις μυρωδιές, όλες τις γεύσεις.
Σ΄ αυτή την άχαρη, άβαφη, αλλά ν’ ανασαίνει απ’ τους ασουβάντιστους τσιμεντόλιθους, αυλή, μια πανδαισία από υποκίτρινους τεράστιους κρίνους ξεπροβάλλει, με εμφανή σκοπό να στολίσουν τους τσιμεντόλιθους, έτσι που να μην μπορείς να πεις τίποτ’ άλλο, παρά μόνο… Ευμορφία!
Πιστεύω δυνατά στην ομορφιά της Φύσης σε όλες της τις εκφάνσεις.
Κι η πίστη για μένα είναι σχέση ζωής.
Όταν ήμουν παιδί μου είχαν χαρίσει ένα πανέμορφο καλειδοσκόπιο. Δεν θυμάμαι τι έγινε. Πόσο θα ήθελα να το είχα! Μέσα του είχε σε εικόνες το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Αυτό το καλειδοσκόπιο ήταν ένα σπιτάκι, σαν αυτό της εικόνας μου, μ΄ ένα παράθυρο, στεφανωμένο σαν και τούτο, μόνο που κάτω είχε και κάτι κόκκινα λουλουδάκια.
Αντικρίζοντας, αυτό το τελευταίο παράθυρο, αμέτρητες θύμισες ζωντάνεψαν στη μνήμη μου, όλες γεμάτες νοσταλγία.
Το παράθυρο πνιγμένο απ’ το πράσινο, λες αγκαλιά και παραστάτης στοργής που τόσο μας έλειψε φέτος το Πάσχα.
Πιστεύω στην αγκαλιά και τη θεραπευτική της δύναμη.
Ξέρεις τι είναι να περιμένεις το φιλί της αγάπης και να απαγορευτεί τελικά; Μην ξανα-περιμένεις ποτέ. Δίνε και παίρνε φιλιά ευτυχίας.
«Εν ταις ημέραις εκείναις… νεραντζιές μοσχοβολούσαν στον αέρα,
όπου κι αν περνούσες πουλιά κάθε είδους κελαϊδούσαν σε ήχο πλάγιο.»
Επιμύθιο
(Χθες τρέχοντας για μια εργασία στην πλατεία της μικρής μας πόλης,
ο αέρας μύριζε βενζίνη και πουλιά δεν άκουγες πουθενά.
Ήταν μόνο 8.30 η ώρα το πρωί.)
Όλγα Π. Αχειμάστου
Μικρές επισημάνσεις:
“Τα βαριά κλειδιά αναστενάζοντας κάνανε κλικ και στρίψανε, οι κλειδωνιές οι απόσιγες τρίξανε, άνοιξε μια φυλακή και βγήκαν δυο μάτια ακριβά. Κανείς δεν ήταν εκεί, ούτε ήλιος ούτε χαμόγελος. Ανακαλώντας ευθύς τελείτσες από χρώματα άρχισε να στικτογραφεί η φυλακισμένη. Τι είχε μέσα της; Σκιές και χλόμοι γύρω τριγύρω. Πουλιά είχε μέσα της, κάθε είδους που κελαϊδούσαν σε ήχο πλάγιο. Και γίναν τα πουλιά περιδιάβαστα κοσμήματα, φθόγγοι αγγελικοί, ανάπαιστοι και άλλα ευωδιαστά κεχριμπάρια. Η Όλγα Αχειμάστου, ξανά και ξανά αποκαρφώνει την άραχλη ψυχή μας, χαρίζοντάς μας την ελλάμπουσσα ομορφιά της. Στις κοντυλογραμμένες της λέξεις βρίσκεις όσες μες στα κουρσάρικα λάμπουν διαμαντόπετρες. Τις έχουν κρυμμένες. Τις κάνει περίβλεπτες!!!”
Αντώνης Σαμιωτάκης
Τρυφερή και νοσταλγική η μικρή περιπλάνηση της Όλγας, μα οι έννοιες βαθιές κι οι εικόνες της παράθυρα στο φως κρεμασμένα.