«Να ‘ναι καλά η… βρώμα μου» του Παναγή Ι. Σιμωτά
“Από το βιβλίο μου «Ζωής μας Αλήθειες»! Μία άκρως αληθινή, πονεμένη ιστορία-μαρτυρία, σε έμμετρο λόγο, έστω και με λίγο χιούμορ, προκειμένου να καταστεί… λίγο πιο «υποφερτή»!
Είναι για τα «τρωτά» τα ανησυχητικά, της υποκριτικής μας ζωής!
Επειδή δεν αρκεί, αν σκεπτόμαστε τους υποφέροντες συνανθρώπους μας…
Χριστούγεννα και Πάσχα μόνο! Δ Ε Ν….!
ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ”
Παναγής Ι. Σιμωτάς
«Να ‘ναι καλά η… βρώμα μου»
Το έλεγαν οι γέροντες
με το γνωστό τους ύφος,
γνώριζαν βλέπετε καλά,
της γειτονιάς το…«ήθος»!
Θυμόντουσαν περίπτωση
μόνου κι’ απελπισμένου,
πανέρημου στο σπίτι του
και κλειδαμπαρωμένου!
Αν έτσι ζούσε ήτανε
μονάχα για να δείξει,
πόσο ανθρώπου συντροφιά,
όντως του είχε λείψει!
Άκουγε από μακριά
φωνές γειτόνων μόνο,
στην μοναξιά του γνώρισε,
απάθεια και πόνο!
Φτωχός μα και περήφανος
ποτέ του δεν ζητούσε,
κανένας τους δεν γνώριζε,
αν πέθανε ή ζούσε!
Κανένας δεν τον ρώτησε
τις μέρες πως περνάει,
να πιεί αν είχε σπίτι του,
ή κάτι για να φάει!
Γνώριζαν… ήταν μόνος του…
την πλάτη, του γυρνούσαν,
δεν τον… πετροβολούσανε,
απλά… τον εξεχνούσαν!
Δεν είχαν χρόνο για αυτόν,
είχανε τις δουλειές τους,
τα τόσα τους προβλήματα…
τις οικογένειές τους…
Αίφνης, σαν παραγέρασε,
όλοι του εζητούσαν,
ν’ αφήνει πόρτα ανοιχτή,
μη τον… αποζητούσαν!
Γελούσε από μέσα του,
και έκλαιγε συγχρόνως,
του χρόνου εγκατάλειψης,
ήταν βαρύς ο πόνος!
«Κάτι μπορεί να σου συμβεί»
του έλεγαν και… «πρέπει
να έχεις πόρτες ανοιχτές,
το μάτι μας να βλέπει»!
Ήξερε τι φοβόντουσαν
οι γείτονες μονάχα,
κι’ ας έλεγαν πως νοιάζονται
για την… υγειά του τάχα!
«Όμως καλοί μου γείτονες»,
τους έλεγε με… χλεύη,
«δεν είδα κάποιον από σας,
χρόνια, να με… γυρεύει!
Δεν είδα έναν να’ρχεται,
τι κάνει να ρωτάει,
ο γείτονάς του ο φτωχός,
αν έχει για να φάει!
ΝΑ’ ΝΑΙ ΚΑΛΑ Η ΒΡΩΜΑ ΜΟΥ,
να μην… ανησυχείτε,
“ τα… τίναξε ο γέροντας”,
όλοι μαζί θα πείτε!
Μ’ αρώματα θα τρέξετε,
αμέσως να με βρείτε,
το βρώμικο σαρκίο μου
να περιποιηθείτε»!!!
Παναγής Ι. Σιμωτάς
Οικονομολόγος Διεθνών Εμπορικών Συναλλαγών