«Ο ήλιος»
Ο ήλιος που μας κρύβανε τα μεσημέρια, ήταν ο πατέρας μας που γύριζε συνέχεια από τον πόλεμο, ήταν η αμμουδιά των παιδικών μας χρόνων, ήταν αυτό το ανεπίτρεπτο που κλείναμε στη γεύση μας τις νεκρές ώρες. Ήταν ο έρωτας που δεν σπαταλήθηκε μέσα σε όρια, ήταν αυτή η λεπτή στιγμή που δεν πιστεύαμε πως υπάρχει, πως τη ζούμε. Ήταν ακόμη αυτός που τραγουδούσε σε παρακμιακά μαγαζιά την αναγέννησή μας.
Ο ήλιος που μας φέρανε δεμένο στα τετράστιχα, είναι αυτός που ρυτίδιασε το δέρμα μας, είναι αυτός που ανασυντάσσει τα κύτταρα μέσα στα σχολεία και οι γονείς απ΄έξω με επικυρωμένες σκέψεις να ζητωκραυγάζουν δωρίζοντας νέες τεχνολογίες στην καρδιά. Είναι ο ήλιος που γαντζώνεται στην άκρη των χειλιών και μεταφράζει τα εσώψυχά μας, είναι τα αδέσποτα σημάδια ενός σκύλου, είναι όλες οι ακατανόητες και αόρατες μορφές που έπιασαν τα πόστα της διοίκησης, είναι τα ποσοστά που δεν άντεξαν. Και τι δεν είναι, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις ένα “είναι” θα υπάρχει για αυτόν τον επίπλαστο ήλιο που αφήσαμε να συντάξει τη λεπτομέρεια του πετάγματός μας. Είναι αυτός που έχουμε συνδεθεί μαζί του με παροχή ζήλιας, είναι αυτός που αισθανόμαστε και πιστεύουμε ακράδαντα για την φυσικότητά του…
Ο ήλιος που δεν ζήτησε ποτέ ένα βλέμμα, ήταν ο απαγορευμένος που παράνομα φέραμε στην καθημερινή μας συνήθεια, ήταν αυτός που ζηλεύαμε όταν έφτιαχνε ένα ποτάμι να δροσιστούμε, ήταν αυτός μέσα στο διήγημα των όσων δεν γνωρίζαμε, ήταν αυτός που πήρε την ιστορία από το χέρι και την εξέγερση που έκρυβες μέσα σου κι έκανε τις σιωπές τους θάλασσα. Ήταν αυτός που έβγαινε, κατά τις οκτώ, στα Γεννημάκια και σου έφερνε ένα αφέψημα κατάσαρκο με μία νεότητα που μας δινόταν δίχως τέλος. Ο ήλιος που στήθηκε στα βότσαλα της ακρίβειάς μας, δεν ήταν ένας άλλος, ήταν ο ίδιος, με τις αμαρτίες και τα πάθη, με τους φυλακισμένους στίχους και τους χαμένους και διψασμένους ορίζοντες. Είναι αυτός που μοιράζεται αδιάκοπα και είναι εκεί που σκάβει το νερό τα εύρετρα της προσμονής μας, αρκεί τουλάχιστον να υποψιαστούμε πως υπάρχει. Αρκεί να στρέψουμε επάνω το κεφάλι.