“Περιστέρι στο χώμα”
Περιστέρι ζαρωμένο στο χώμα
μ’ ένα βόλι στο σώμα
με σβηστή την ψυχή και το όμμα
απ’ του Χάρου την μπόρα
που ’χει στη Μόσχα πηγή
και Στυγός το λοστάρι πυγμή
κι όλο βρυχάται, χιμάει και ρέει
ως πηχτό του θανάτου στοιχειό
με γυαλένιο το ένα του μάτι
με θωριά σαν του κάπρου το δόντι
και μπλαβό της νυχτός το ακάνθινο σώμα…
Της Στυγός το φαρμάκι
από χρυσό του Κρεμλίνου παλάτι
σαν φουσκωμένου χειμάρρου την άψη
χιμά με χιώνος κραυγή
την περιστέρα λυγάει στο χώμα…
Περιστέρι ζαρωμένο στο χώμα
δίχως ματιά και φτερούγες τ’ ανέμου
από βόλι θανάτου γερμένο
στα συντρίμμια π’ αφήνει η μπόρα
και νύχτα και μέρα
και κάθε του Φλεβάρη, του Μάρτη νυσταγμένη αυγή.
Περιστέρι γερμένο στο χώμα
Κι η ειρήνη είν’ πόθος, της ζωής το βλαστάρι
για της Μαριούπολης την κόρη στη γέννα
για του παιδιού το γλαυκό χαμογέλι
για του παππού το πονεμένο κεφάλι
για της Οντέσσας το λευκό περιγιάλι
(που μια Φιλική από κει
την Ελλάδα ανέστησε),
για του Κιέβου τη μεγάλη αγκάλη,
για του Χαρκόβου το τρανό παλικάρι,
για της ηλιόχαρης, φιλοθάλασσας χώρας την τρανή την καρδιά
(που στη ράχη κρατάει της τέχνης κορμιά
και με χάρες λαμπρές ως εψές,
τον Κόσμο όλον κερνούσε!…)
Περιστέρι ζαρωμένο στο χώμα
ότι – ως οι Τούρκοι στη Σμύρνη το Εικοσιδυό
ως οι Γερμανοί στα πολέμια τα μεγάλα τα δυο
ως του Εγκέλαδου η πολύσειστη τρέλα –
τώρα της Αρκούδας οι σιδερόφραχτοι γόνοι
συντρίμμια την κάνουνε την όμορφη χώρα
ότι ως και τότε το ίδιο και σήμερις πελελός ένας άρχος
με μαστίγια, όπλα, πυραύλους, πυρές
και με βια τους στρατιώτες του λαχτίζει
να πατήσουν του ηλίανθου τα λιβάδι-α πλάτη
να λυγίσουν τα περ’στέρια στο χώμα
κι ερείπια θάλασσες τα σπίτια, οι γέφυρες, τ’ άνθη
να γίνουν
διότι αρνούνται του ζυγού χαλινάρι
και του Ρώσου τα μαύρα τα κράνη
στων σπιτιών τους τις πόρτες αφέντες, ν’ αποβούνε κλειδιά
τα παιδιά, τις συζύγους τους σε κάτεργα
ή σε ξένο, ακανθένιο κλινάρι
να σύρουν
σαν τη μαύρη του Τούρκου χατζάρα,
κραιπάλη, σκλαβιά…
Περιστέρι στο χώμα ληγμένο
από βόλι θανάτου γερμένο
δίχως μάτια, φτερούγες
αγνό πεπρωμένο
πα στο χώμα σφαδάζει το έρμο
για το κλαδί της ελιάς που απ’ το στόμα του αρπάξαν
και ψευδίζοντας αλλοπρόσαλλα λόγια
μες στο ράμφος του χώσαν των πυραύλων ιστόρια.
Περιστέρι ειρήνης στο χώμα λιωμένο
απ’ την μπότα των τανκς
που τον οίκο, την πόρτα, τα σχολειά, μαιευτήρια σβήνει
κι ασυστόλως των Ρως τα μελένια σπαθιά
με λευκή Αποκρέω φορεσιά, φερετζέ της ψευτιάς
και του κλόουν σκουτιά
τραγουδούν με μιας πέτρας ματιά
πως περιστέρια τους πέμπουν ειρήνης
και σωτήρια νέφη βελών στα σαν όρνιου τα ράμφη
των πυραύλων και των άλλων κακών
με βροχή τις αιχμές των αιχμών πλημμυρίδα
που στο χώμα καρφώνουν φωτιές
και ψυχές ή πλατείες, τους οίκους, ιδρύματα, ναούς, εκκλησιές
σωριάζουν
σωριάζουν στην γη
να γλιτώσουν τους λέγουν την περήφανη χώρα
απ’ την χαρά της προόδου τα περβόλια
από την κακή τους αρχή….
Μα στ’ αλήθεια πού η ειρήνη να σπεύσει
που στους δρόμους το μίσος
– αλα μπρατσέτα με του Τούρκου τα γκριζόλυκα μάτια –
με την σαν της χήνας τη στράτα διαβαίνει
και με μπότα θανάτου
την κυανοκίτρινη όψη
έρημη την κάνει τη χώρα
και με χίλια μποφόρια
ερείπια την κάνει
και ξερή ανεμώνα…
Περιστέρι στο χώμα λιωμένο
και χελδόνια στα ουράνια της γλυκιάς Ουκρανίας
δεν πετούνε τον Μάρτη ετούτον
γιατί μπαμ μπαμ οι Ρώσοι
της ζωής σκοτώνουν τον χτύπο
και ξεχνούν πως κι ο Χίτλερ ταμ ταμ
χοληδόχεους άλλοτε έβγαζε λόγους
και με Μαινάδας μανία και των αιμάτων ποτάμια
Γκουέρνικες, Λένιγκραντ, Παρίσια, Αθήνες,
ηπείρους μεγάλες
εποθούσε να σβήσει
μα λαοί σαν τους Έλληνες, τους Σέρβους, τους Ρως, τους Εγγλέζους
«Λευτεριά, βροντοφώναξαν,
περιστέρι στ’ αστέρι με ειρήνη σαν έαρος κόρη
σε λιβάδι ανθέων να βαδίζει σαν άτι
και ο Θάνατος με λειψό του το μάτι
ας λυγίσει με πάταγο
ας κουρνιάσει στον πάτο…».
Περιστέρι ζαρωμένο στο χώμα
κι οι Ουκρανοί με κραυγή στεντορεία
βοούν και ποθούνε
των Πούτιν τα βόλια
τώρα να λιώσουν
κι οι ηλίανθοι στη χώρα την ώρια
σαν λαμπρά να βαδίζουν παλικάρια ξανά
περιστέρια ειρήνης να πετούν ως τα ’στέρια
και σιμά τους τραγούδια
στρατιές της χαράς
νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά
στα λιβάδια ν’ ανθίζουν
και χορούς να γυρίζουν
πασχαλιές κυανές, μαργαρίτες, χαμομήλια
με χρυσής τη θωριά
παπαρούνες και βιόλες με ανθάκια μαβιά
ή του ρόδου μπουμπούκια
με πορφύρας σκουτιά,
τραγουδώντας του Βάρναλη την πυρόφωτη ρήση:
«Ειρήνη! Ειρήνη! το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς…»*,
που ως απόηχος τις ψυχές να δονάει
και σημαίες, πλακάτ, πολυκάντηλα
από ανάφτερης περιστέρας το ράμφος
σ’ Ουρανούς να την κρέμει
και Ήλιος να λάμπει ανέσπερος
στην ψυχή, στη φωνή των ανθρώπων:
«Ειρήνη! Ειρήνη! το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.»
«Ειρήνη! Ειρήνη! το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.»
Ειρήνη!… Ειρήνη!… Ειρήνη!…
Εράνα!… Εράνα!…
Εράααα…
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης (Χαλκίδα, 25 Μαρτίου 2022)
[* Από το ποίημα Οδηγητής του Κώστα Βάρναλη, που υπάρχει στην ποιητική σύνθεση Το Φως που καίει και η οποία κυκλοφόρησε το 1922.]
Βιογραφικό Κωνσταντίνου Κλ. Μπαϊρακτάρη
Ο Κώστας Κλ. Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε στα Λέπουρα Καρυστίας, υπηρέτησε ως Δάσκαλος σε Σχολεία της Ευβοίας, ασχολείται με την έρευνα, την έντυπη δημοσιογραφία και την παραγωγή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, είναι συγγραφέας λογοτεχνικών, θεατρικών, ιστορικών και ποιητικών βιβλίων, μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας, Ταμίας του Τοπικού Τμήματος Χαλκίδας της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών, Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλοι Γιάννη Σκαρίμπα, φροντιστής του Πολιτιστικού Κέντρου-Αρχείου Γιάννη Σκαρίμπα και μέλος της Δ. Ε. Ε. Λ.