«Το χιόνι χορεύει» – Ορφέας Παπακωνσταντίνου
Ο Ορφέας Παπακωνσταντίνου είναι ποιητής μόλις δεκατριών ετών, γιός του ποιητή Ηλία Παπακωνσταντίνου.
Από μικρός γράφει ποίηση, φοιτά σε μουσικό γυμνάσιο, μελετά και συνθέτει μουσική.
Βραβεύτηκε για την ποίησή του όταν ήταν ακόμη στο δημοτικό.
Την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το χιόνι χορεύει», που εκδόθηκε το 2016 από τις Εκδόσεις εύμαρος, προλόγισε η ποιήτρια Κατερίνα-Αγγελάκη Ρουκ.
Αφιέρωμα στην ποίηση του Ορφέα δημοσιεύτηκε το 2017, με τίτλο «Ένας ποιητής εννέα ετών», στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» από τον δημοσιογράφο Μανώλη Πιμπλή.
Ο Ορφέας Παπακωνσταντίνου είναι ένας ήσυχος, ταπεινός παρατηρητής και εργατικός δημιουργός ήδη!
Εισαγωγικό Σημείωμα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
στο «Το χιόνι χορεύει» του Ορφέα Παπακωνσταντίνου
[ Η ποίηση του Ορφέα Παπακωνσταντίνου είναι μια αληθινή επανάσταση στην ποίηση. Και δεν είναι μόνο η ποιητική αξία των στίχων. Είναι που έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματα της ποίησής του, για να εισχωρήσει όσο πιο βαθιά γίνεται στα μυστήρια της ζωής. Κι όταν λέμε ζωή εννοούμε το σύμπαν, από την κίνηση των αστεριών, ως το τι βασανίζει τους ανθρώπους.
Η μεγάλη, βέβαια, μοναδική έκπληξη εδώ είναι ότι ο ποιητής είναι μόνο οκτώ χρονών! Αν κάπως εξοικειωθεί κανείς μ’ αυτό –προσπαθήσει– θα δει το δεύτερο στάδιο της επανάστασης. Ότι ίσως υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο ιδέες, αξίες, γνώσεις, που δεν εξαρτώνται από τη διανοητική του εξέλιξη, αλλά από έναν άλλο μηχανισμό που είναι βέβαια άγνωστος. Ένστικτο το λέμε, διαίσθηση το λέμε; Όπως και να το λέμε, σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή του και την υπόγεια επίδρασή του στη ζωή μας. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς ένα οκτάχρονο πλάσμα να λέει, να γράφει:
Όταν παθαίνεις κάποιο κακό γίνεσαι πιο σοφός!
ή
Η ζωή είναι ο άνεμος ο άνθρωπος είναι η αγάπη.
Νιώθει ότι κάθε έκφραση της φύσης είναι μια περίληψή της. Γίνεσαι σοφός όχι μόνο όταν συλλέγεις την ανθρώπινη πείρα και βγάζεις συμπεράσματα (βέβαια για να συλλέγεις την πείρα θα πρέπει να ’χεις κάποια σοφία), αλλά και αν έχεις την ικανότητα να αφουγκράζεσαι τη φύση:
κι όταν το πήρε στην χούφτα του λέει το κοχύλι. Επιτέλους ήρθε κάποιος και με πήρε. Ένιωσε πως ήμουν το φεγγάρι με τ’ άστρα.
Όσο πιο κοντά είσαι στη γέννησή σου, τόσο πιο κοντά είσαι στη φύση και ίσως ξέρεις την πραγματική θέση των εποχών, των στοιχείων. Ίσως, αυτά που ονομάζουμε εμείς αντίθετα να είναι μία αλληλουχία, μια σύμπραξη:
Το χιόνι πέφτει για να ευχαριστηθούμε, […]
Το χιόνι χορεύει σαν τρελό εδώ και εκεί και μας ζεσταίνει την καρδιά.
ή
Η φωτιά σας παγώνει και γίνεστε το πνεύμα του τίποτα.
Και αντίθετα: η ποίηση του Ορφέα Παπακωνσταντίνου φαντάζεται, μεταφράζει, ερμηνεύει τη φύση στην ανθρώπινη γλώσσα:
Οι άνθρωποι φωνάζουν και οι κραυγές τους γίνονται η καρδιά του μαγεμένου δάσους.
Εδώ έχουμε τη μεταφυσική της ποίησης και την ποιητική της φύσης:
Το ασανσέρ αυτό μας βγάζει σ’ άλλη πόλη με καθαρό ουρανό και γη και λέω πω πω! Πρέπει να τον γράψω σε ποίημα τον παράδεισο αυτό.
ή
Οι φοίνικες των μανιταριών κυλάνε στις φλέβες των ανθρώπων περνώντας την πύλη της αγάπης.
Και επιτέλους…:
Ξαφνικά το ισχυρό φεγγάρι με τη γη μεταμορφώθηκαν σε ένα φως που μπήκε στο σκοτάδι και το διέλυσε, τότε ο ήλιος έλαμψε ξανά και ο κόσμος πραγματοποιήθηκε!!!
Και ξαφνικά, μια οκτάχρονη ζωή μας προτείνει μια ματιά για να δούμε μαζί και την ορατή και την αόρατη ζωή. Ευχαριστούμε Ορφέα Παπακωνσταντίνου. ]
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (Αθήνα, 28-3-2016)
Κάποια από τα ποιήματα του Ορφέα Παπακωνσταντίνου από τη συλλογή «Το χιόνι χορεύει»
Αγάπη
Σ’ ένα δάσος πυκνό βρισκόταν μια λίμνη
και είχε την αγάπη των δέντρων.
Ξαφνικά η αγάπη χάθηκε
και το ποτάμι δεν μπορούσε να κρατήσει το νερό.
Όμως, ένα πουλί που έφτιαχνε το καταφύγιό του με λάσπη
αφαίρεσε το νερό απ’ τη λάσπη κι όπως περνούσε
πάνω απ’ το ξηραμένο ποτάμι έριχνε σταγόνες από το στόμα του.
Οι σταγόνες ενώθηκαν και το ποτάμι ξαναγεννήθηκε.
Μαγεία
Στα μαγεμένα δάση των ωκεανών
ο ήλιος λάμπει κάτω απ’ το χώμα,
oι αγκαλιές των πουλιών
κάνουν τα βότσαλα να δακρύζουν
σαν απελπισμένα χρόνια στη γη.
Το σκίσιμο των χελιδονιών σαν ραβδί στον αέρα
σηκώνει τα κύματα της φαντασίας.
Οι άνθρωποι φωνάζουν
και οι κραυγές τους γίνονται
η καρδιά του μαγεμένου δάσους.
Τύψεις
Ρίζα που καρφώνεσαι
στο χώμα σαν καρφί
με κάνεις να νιώθω αγάπη
και σεβασμό
μαζί με τύψεις στο μυαλό μου
γιατί δεν μπορώ
να κρατήσω τα φύλλα μου.
Τζάκι
Το τζάκι με την πράσινη φωτιά αλλάζει χρώμα κάθε μέρα.
Όμως, μια σπίθα πέταξε στον ουρανό
τότε γέμισε γαλαξίες
και όλα τα τζάκια έλαμψαν σε όλη τη γη
τα πνεύματα των ανθρώπων χόρευαν στο διάστημα
η αιωνιότητα της γης μεγάλωσε και ενώθηκε με το φεγγάρι.
Όμως η λάμψη δεν κράτησε για πολύ, ήρθε το σκοτάδι
κυριαρχούσε για δέκα χρόνια και ο ήλιος έχασε το φως.
Ξαφνικά, το ισχυρό φεγγάρι με τη γη μεταμορφώθηκαν
σε ένα φως που μπήκε στο σκοτάδι και το διέλυσε.
Τότε ο ήλιος έλαμψε ξανά και ο κόσμος πραγματοποιήθηκε!
Μάτια
Άλογο, δώσ’ μου τα μάτια σου
να δω τα σωματίδια που τρέμουν
από το φως του ήλιου
ενός ήλιου σκοτεινού
μέσα στον απέραντο ουρανό.
Με τα βράχια που αιωρούνται
και τα πουλιά που κάνουν
το πρώτο τους βήμα πάνω σ’ αυτά.
Τα φύλλα που πέφτουν πάνω
στα τεράστια χέρια του αόρατου κόσμου.
Άλογο, δώσ’ μου τα μάτια σου
να δω, να φτιάξω και να κάνω!
Κοχύλι
Ένα κοχύλι στην άκρη του ωκεανού
δεν είχε φίλο, δεν είχε τίποτα,
ούτε πατέρα και μητέρα,
ώσπου μια μέρα το άγγιξε ένα χέρι παιδικό.
Κι όταν το πήρε στην χούφτα του, λέει το κοχύλι:
Επιτέλους, ήρθε κάποιος και με πήρε.
Ένιωσε πως ήμουν το φεγγάρι με τ’ άστρα.
Σοφία
Όταν παθαίνεις κάποιο κακό
γίνεσαι πιο σοφός!
Ο ήλιος που είχε κλειδωμένη την αγάπη
Είσαι ένα πορτατίφ σκυμμένο
στη σκιά των ανθρώπων ήλιε μου,
την εικόνα σου δεν μπόρεσα να δω, ήλιε άρχοντα.
Άλλαξε ο καιρός, τ’ αηδόνια ήρθαν
και κάθισαν πάνω στις ακτίνες σου
έδωσαν τη γλυκιά φωνή τους κι άρχισες
να βγάζεις το φως απ’ την καρδιά σου.
Φαντασία
Τη νύχτα μες στα σκοτάδια ήμουν μονάχος.
Περίμενα μέχρι να εμφανιστεί κάποιος.
Ώσπου είδα ένα ποτάμι να ρέει.
Πάω κοντά του
αγγίζω το νερό και μου λέει:
Έεε, εσύ ποιος είσαι;
Είμαι η φαντασία, είπα.
Φλέβες
Τα δέντρα γεννιούνται
όταν νερό κυλά στις φλέβες τους.
Δέντρα
Τα δέντρα που δίνουν τη ψυχή τους
είναι σαν άνθρωποι
που μας δανείζουν τον αέρα τους.
Ετερόφωτο φως
Τα σωριασμένα κόκκαλα μέσα στη γη
ενώνονται και φτιάχνουν μια νέα ζωή
στα λίθινα χέρια των κεραυνών.
Η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων
όλο και μεγαλώνει τα νούμερα στη σκέψη τους
από τα σκουριασμένα φύλλα που λάμπουν στον ήλιο,
όπου αυτός ο ήλιος έλαμψε από την ετερόφωτη σελήνη
που πήρε το φως της από την αγάπη.
Ψυχή
Κοιτάξτε τις ψυχές
που βρίσκονται μέσα
στα πανύψηλα δέντρα των θεών,
οι μεγάλοι άνθρωποι
που μετατρέπουν το χώμα σε νερό
διώχνουν τη δουλεία
και φέρνουν την ξεκούραση.
Άνεμος – Αγάπη
Η ζωή είναι ο άνεμος.
Ο άνθρωπος είναι η αγάπη.
Του Ήλιου τα φτερά
(Β΄ βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό Σικελιανά 2014)
Του ήλιου τα φτερά ήταν κερένια
πέταγαν στον αέρα
ώσπου έφτασαν σ’ άλλον ήλιο.
Λιώσαν τα φτερά, πέσαν κάτω στην πλαγιά
χτύπησαν πολύ, χτύπησαν πολύ
πέσαν πάνω στους τσολιάδες
αχ, τι χαμός, πόλεμος μικρός
πολεμήσαν με τα όπλα
κι ο ήλιος από ψηλά έβλεπε
το θέατρο εκεί κάτω.
Μια μέρα τσακώθηκαν
ο ήλιος με το φεγγάρι
και οι τσολιάδες έκλαιγαν.
Μια μέρα γίνεται ο ήλιος βροχή
το φεγγάρι ήλιος, ανακατωμένα,
τη μέρα ήταν φεγγάρι, τη νύχτα ήλιος
ο ουρανός ήταν γκρι, και τα σύννεφα μπλε.
Ήρθαν μαρκαδόροι τεράστιοι
βάψαν τους πειρατές, τα καράβια, ακόμη
και τα ρούχα, ώσπου έπιασε η βροχή
κι ήταν χρωματιστή!
Και λένε όλοι, ευτυχώς.
Βάφτηκαν πιο πολλά
απ’ όσα ήταν εκείνα τα πολλά.
Έσβησαν τα χρώματα γιατί έβρεχε πολύ
κι ήρθε το γκρι
έριξε μπλε σταγόνες
τα ’κανε όπως πριν.
Αχ, τι ωραία!
Το φεγγάρι και ο ήλιος
βλέπαν ταινίες από ψηλά
κάτω στη γη
φώναζαν
“κάποια βασίλεια θέλουν ησυχία”.
Καθόντουσαν καλά, ήρεμα
ο ήλιος, το φεγγάρι γίναν συνεργάτες.
Η νύχτα, το φεγγάρι, ο ήλιος, η μέρα,
Αχ, τι ωραία…
Έγιναν όλα όπως πριν!