«Όταν ο χρόνος σταματά ή δόλιχα λοξοπατά…»
Να δεις πώς τα πράματα συντυχαίνουν και αληθώς σε χρόνο κοντινό και διάδοχο ημερών τριών μονάχα, στο κατώφλι του σκαριμπέικου μουσείου οίκου μες στου Απρίλη την αψιά τη χλωρασιά βλάστησαν, με ανθούς διάχρωμους τα μύρα τους ετίναξαν και στους πηγαιμούς τους ροβολήσαν…
Ναι, λοιπόν, την Τρίτη το πρωί, καθώς έξω από το σκαριμπέικο με ηλεκτρολόγο του δήμου για τους προβολείς μιλούσαμε, έρχεται μία κυρία μεσήλικας, καλοβαλμένη και με πτηνού μέλανος το χρώμα δια φορέματος καλώς ενδεδυμένη…
“Γεια σας. Ένα πιστοποιητικό…“, μας λέγει.
Λοξοκοιτιόμαστε. Να δώσουμε, πρέπει… Έστω και την κατεύθυνση…
“Εμείς δεν πιστοποιούμε…”, η σκέψη μου άηχα βοά κι ως του σκαριμπικού Μημίλια την γλώσσα την κομμένη, στεκάμενος μπρος από του πιλοφόρου του Σκαρίμπα το πορτραίτο, η θύμηση πισωτρέχει στους δέκα χρόνους τώρα που το Ληξιαρχείο έχει απ’ τον Αγιο-Νικόλα απέλθει κι ακόμη εδώ δεκάδες σπεύδουνε στο στέκι το παλιό, ποθώντας πιστοποιητικά στο χέρι τους να λάβουν…
Αυτά συλλογάσαι και αναρωτιέσαι πώς συμβαίνει και πολλοί Χαλκιδείς να μην είδηση το έχουν πάρει πως το Λυκόφρωνος και Καρύδα γωνία μαγαζί, που αβέρτα πιστοποιητικά καθημερνώς έκοφτε και με σφραγίδα στρογγυλή στην πελατεία πρόσφερνε, από δεκαετίας ήδη τον καιρό περπάτησε και στης Αβάντων άνοιξε την καρδιά, οπότε σε δυο κάμαρες καθαρές τον κόσμο ’περετάει…
Κι ενώ αυτά ελόγου μου εμελέταγα, μετά από σιγή λεπτών δευτέρων δέκα πέντε, ο Κος του δήμου υπάλληλος πρωτοβουλία παίρνει και προς τη σεβασμία με κόσμιο αποκρίνεται τρόπο: “Αβάντων 50, καλέ Κυρία!… Στο Παλαιό μας Δημαρχείο…” Ανάσα παίρνει μία και με τη χέρα του κατεύθυνση δείχνει ανατολική κι από κοντά βορεία…
“Αβάντων 50… Στο Παλαιό το Δημαρχείο… Α… Ναι…”, μορμυρίζει η Κυρία. Κουνιέται λίγο, ξύνεται… Με τα πόδια ή με αερόπλανο ίσως να σκέφτεται η φτερωτή Κυρία πως για εκεί θα πρέπει να κατευθυνθεί… Κόπος δείχνει να της πίπτει στα πόδια της δυσβάδιστος, βαρύς…
“Στο Παλαιό το Δημαρχείο…”, αμήχανα και αναποφάσιστα ολίγον, κάνει και φαίνεται πως, αφού ήρθε ως εδώ, από τον σερ Σκαρίμπα τον Ληξίαρχο και της γκάφας ή του λόγου τον ανυπέρβλητον τον μαιτρ, το ποθητό της το χαρτί θα πρέπει και να παραλάβει, οπότε δεν κρατιέμαι και λόγου πλακάτ υψώνω δις: “Από το ’11, Κυρία μου… Από το ’11, Κυρία μου…”
“Από το ’11…”, ξυνόμενη. Βήμα μικρόν και ξύσιμο της κεφαλής της πάλε… “Από το ’11…”, και πάλι μορμοράει…
“Εδώ Σκαρίμπα οίκος”, της ορθώνω του λόγου ιαχή και τη θύρα ανοιχτή του Μουσείου τής συστήνω.
“Από το ’11… Και τώρα, ένδεκα η ώρα πάνω κάτω είναι… Το λέει και το ρολόι… Α, χρόνους τώρα δε χρειάστηκα κάτι… Μα τώρα, πολύ τα χρειάστηκα…”, με δυο καντάρια γλύκες (κοιτώντας το ρολόγι της, τις κρούσεις του καμπαναριού μετρώντας μες στο ους…) τον λόγο της εκστομάει, τους φλοίσβους της σκορπάει και την Ανατολή ψάχνεται πού να την βρει στην τσέπη του πανωφοριού ή στου Αϊ-Νικόλα την κορμοστασιά, που την πολύβουη των Αβάντων την οδό στην πλάτη του την έχει και μύρια ανάκουστα καθημερινώς σηκώνει, μ’ αγάπη συγχωρνάει περισσή και εις το καλό τους στέλνει…
Ούτως, και η καλλιγύναικα η Χαλκιδίς με του ηλιού τη λάμψη, πλάτη προς εμάς τους ενεούς έστρεψε κι η κούτρα της πλώρη έβαλε, στα πάη του Ληξίαρχου, του Αλέκου Πασχαλίδη, πάραυτα, πριν… τη Λαμπρή, να πάει και το χαρτί να λάβει…
«Ο Μπάμπης ο Τριαδίτης ο κουβερτοφόρος ο Χονδρός…»
Την επαύριο του συμβάντος, πάλι ίδια περίπου ώρα, γεγονός νέο χτυπητό και ελκυστικό για λόγου μερεμέτισμα σιμά στη Λυκόφρωνος 4 προβάλλει…
Κι είναι, βέβαια, πάλι Απρίλη μεσούντος ώρα καλή και ώρια, που οι καρδιές απ’ τη φύση ανοίγουνε και τα φεγγάρια τρέχουν!… Κι ’ναι η πιο λαμπρή του χρόνου η οδοστράτα!… Είναι η ώρα κι ο καιρός, που ο ανθός τ’ Απρίλη με τον θήλυο Έρωτα σβούρλες μυριάδες κι όμοιες με του Εύριπου τις τρελοδίνες κάνουν..
Αυτήν την ώρα, που κι η απέναντι από το Πολιτιστικό το Κέντρο πέργκολα, με τις πλουμιστές και κυανόανθές της Γλυκίνες σταφύλια πλουμιστά μύρια να κρέμονται κι η ευωδία των ανθών τους τη γειτονιά ζητά να τριβελά και μάγια να της σπέρνει, μία γνώριμη κοντοστέκεται φιγούρα εκεί και “προς νερού της” αχόρταγα τις αναρριχητικές και πολύχερες Γλυσίνες αυτές (καθότι κι έτσι άλλοι τις καλούν ή και Πασχαλιές εισέτι, διότι σιμά εις την Ανάσταση, την Πασχαλιά, εκείνες ανθίζουνε στιγμές, γλυκεία σκορπώντας μέθη).
Κι αυτή η φιγούρα, η μορφή με το λευκό μακρύκανό της γένι και το προικιό στην πλάτη, μαθές και ξέρει πως… οι Γλύκινες διψούν, οπότε για ώρα τις ποτίζει, σύντονα βιος αμμωνία χέει και κείνη ανυπότακτη μονομαχεί κραδαίνουσα σπαθιές στην ατμοσφαίρα, ζητώντας των ανθών τα μύρα να δαμάσει, ώστε αυτή στην πλατέα (που άλλοτε Ομόνοια ή του Κωνσταντίνου βασιλέ την είχαν ονομάσει) σ’ άτι ανυπότακτο παρέλαση κατακτητή να κάνει κι όποιος ανθέξει άνθεξεν…
Αχ, τι Πασχαλιές με τα μπλε τους, βιολετί, τα μωβ γλυκά τους τ’ άνθη, και τ’ απαλό τους μύρο, τα λένε και Γλυτσίνια (καθώς εκεί τα πανηγύρια τους οι γυροσυλλέκτριες μέλισσες κάνουν με βομβητό μεγάλο, με χορό αρμονικό τον γλυκύ τον ανθέων τους γεύονται χυμό και στο δισάκι των τριχών τους τη γύρη τους φορτώσουν…
Κι αλλιώς να ιδείς, που και το φυτό αυτό Γουιστέριες το καλούν και οι γουστέρες τα ερπετά οι σαύρες οι μικρές δικό τους το θωρούνε… Και πάνω τους, σαν γλυκάνει ο καιρός, ξέρουν να στήνουνε του έρωτα χορό και τα έντομα, που γουστάρουν για τροφή, με λαιμαργία χάφτουν… Βέβαια αυτά, πριν κάποιες απ’ αυτές πάνω στην ώρα της λουλουδοφόρετης χαράς, ανύποπτες τον Χάρο τους να δούνε από Χαλκιδέας μιας γαλής τη σουβλερή αρπάγη και στην οδοντοστοιχία της να σπαρταρούνε ως σπάρος, για ν’ αποβούνε στο λεπτό τροφή εκλεπτυσμένη…
Μα έτσι είναι ο κύκλος της ζωής και από το σκότος πάλι το φως θα τιναχτεί στον Ουρανό με του Ηλιού τη χάρη, ένας Χριστός θα γεννηθεί, θα δείξει τι ’ναι ΦΩΣ, εις τον Σταυρό θα οδηγηθεί, «Ηλί, Ηλί» θα πει με πόνο μέγα δάκρυ, στον Τάφο μέσα θα αποτεθεί και από εκεί Φως εκ Φωτός μυριάδων ήλιων λάμπος, ψηλά θα φύγει σ’ Ουρανούς, όπου λογιέται Βασιλεύς, όπου κρατεί το Θάμβος!…
Έτσι… Έτσι, είν’ η ζωή μυριάδες χρόνους τώρα… Και ως λέγαμε ποιο πριν για μια φιγούρα του παλιού καιρού, λερή και λοξοβάδιστη, ήταν… Ήταν ο Μπάμπης ο Τριαδίτης ο κουβερτοφόρος ο Χονδρός… Ήταν γερτός και καφετής με τ’ αρκουδί στην ράχη του το χρώμα στολισμένος και αφού έκανε τι έκανε εκεί, στης Καραμουρτζούνη την οδό κινήθηκε για να βρεθεί στην πλατεία του Δημάρχου του Μαργαρίτη Στέλιου. Τρέχοντας ελόγου μου τον πλάνητα να προφτάσω και πλάνο να τον κάνω, Ερμού και Καραμούρτζουνη εκείνη τη γερτή των σπήλαιων τη μορφή (που θέαμα γίνεται τρανό και απορία μεγίστη προξενεί τι είν’ και πού πηγαίνει σε πόλη πολυάνθρωπη, κομψώς ενδεδυμένη, μα και πλέρια, πολύ σκοτουριασμένη) εκεί σκυφτή, με την κουβέρτα σερνάμενη ουρά τη συναντώ κι αυτοστιγμεί με εν δυο τρία της μηχανής τα κλικ, στιγμιότυπα φωτογραφικά ψηφιακά την κάνω…
Την ίδια ώρα και στιγμή οι πέριξ με κοιτούνε, αλλά αλλού αυτουνών οι έγνοιες, αλλού και οι δικές μου, οπότε αποτυπώνω αχόρταγα και πάλι άλλα στιγμιότυπα νέα για μια φιγούρα παλαιά, περιπατητική και πάησσα αδιάφορη για τα μεγάλα μπα… Είναι φιγούρα βαριόσυρτη σε πηγαιμούς άλλου καιρού, που σχίζει τώρα τις οδούς του κόσμου των ΙΧ, των πύραυλων, των κινητών, της εξελίξεως βάρη δυσβάσταχτα για πλάτες των μωρών… Κι αυτή η φιγούρα αδιάφορη για τις λοξές ματιές μαχαίρι των πολλών, τα βάρη και τα έχει αυτών, ανάλαφρη από καημούς στον πηγαιμό της βαίνει… Κι έχει πλώρη λαμπρή τη Λευτεριά για σκήπτρο και σημαία, οπότε διόλου δεν κοιτά τη δυσδάμαστη της πόλεως βοή, τους ρύπους των ανθρώπων της, που η πλύση καθόλου δεν τους πλένει, τις έγνοιες και τα βάσανα που ο πολιτισμός φορτώνει…
Κι έτσι, λοιπόν, η φιγούρα αυτή, η μορφή, κάμπουρα και δόλιχα τους δρόμους μας διαβαίνει… Κι ’ναι αργοσερνάμενη και δύσμορφη αυτή για πόλεις σαν Χαλκίδα, που σαν τη βλέπεις από μακριά ως άρκτος γριά φαντάζει, μια κοινωνία με βάρη…
«Αρκουδιάρης στης πλατείας τον καφενέ»
Ναι… ναι… Ως άρκτος δείχνει αλλοτινή, που σε καιρούς μακρινούς λιγάκι (στα χρόνια των χουνταίων, βέβαια ή της Μεταπολιτεύσεως κάπως), ότε ο αρκουδιάρης ο μελαμψός με ντέφι και παράτες, με βίτσες και φωνάρες στο καφενείο του Βασίλη μαθές (που εντός του μπιλιάρδα παλλότανε χαλκόδετο εμφάνιζε, με κόλπα το καλόπιανε να δείξει ότι έχει το κέφι… Και από ακοντά, το ντέφι του παλλότανε και της κορασιάς του τ’ άλλο… Μιας κόρης με φούστα κλαρωτή και φραμπαλά τριγύρω, που τίναζε τα τέλια της με επιδέξιο χτύπημα, που με σκέρτσο και με μπρίο λικνίζονταν και τ’ άμοιρο το ζωντανό σπρωχνότανε χορούς μικρούς στην πλατεία την καλή έξω απ’ τον καφενέ με ζόρητα να κάνει…
Αλλά αν δεν πήγαινε με το καλό και του ντεφιού την κρούση ή τις κομψές τις προσταγές χορούς δουλειάς να κάνει, τότε, μεμιάς το αφεντικό μαστίγιο ύψωνε, αγρίευε το αιχμάλωτο και – τι σαν λεν πως «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει…» – ετούτο λύγιζε, υπέκυπτε και μεμιάς στα πισινά του στέκονταν και τ’ άλλα δυο ως τ’ ουρανού τις άκριες ύψωνε και ρυθμικά κουνιόταν… Ναι, και ρυθμικά κουνιόταν, γιατ’ ήξερε τι ΕΑΤ ΕΣΑ το αφεντικό του θα δείχνονταν σαν στο αλώνι θα κατέληγαν έπειτα με τη φαμίλια όλη γύρω σαν φεγγαριού αλώνι και λόχος του στρατώνα…
Τότε, τι κρίμα… Με φάλαγγα στα πέλματα, βρισιές, χτυπήματα και πείνα, με πάτημα σε κάρβουνα αναμμένα… Αχ, το δόλιο τότε ζωντανό τι ομαγμούς (όπως τη φωνή του αποκαλούν), μ’ απόγνωση κραυγάζει κι αν δεν είχε τα δεσμά, τον δυνάστη θα είχε μανιωδώς δαγκάσει, μ’ αυτήν την ώρα πώς αφού στους ρούθουνες χαλκάδες περασμένους έχει και ως ο κάθε δυνάστης, σκλαβωτής τον δούλο δεν λυπάται, έτσι κι ο Αρκουδιάρης ο χαλκάς άσπλαχνος και μοχθηρός φαντάζει, ενώ το ντέφι του εκκωφαντικά κροτάει…
Αυτά στο πάθημα, που ο σκληρός ‘‘μάθημα’’ το λέει κι ο ‘‘μαθητής’’ του ο τετράποδος, άγριος στη φύση, λεύτερος και αδάμαστος, με τους χαλκάδες οδηγό στης πολιτείας τους δρόμους, τα βάσανα τα τόσα, υψώνει το δόλιο κι ανοιγοκλεί τα μπροστινά του πόδια, χορό μαθές πως στους θαμώνες δείχνει… Και να ’σου οι πενταροδεκάρες βγαίνουνε απ’ τις φθαρμένες τσέπες και τον δικό τους τον χορό μες στο τσιγκάκι κάνουν, το μεροκάματο να βγει, να βγει και το ψωμάκι…
Και αν τότε ήτανε ο αρκουδιάρης με το ζω, που αυτό σήμερις από μακριά στο παράστημα του Κουβερτοφόρου εν μέρει ομοιάζει κι ανακαλεί συνειρμικά θαμπές εικόνες μακρινές από εποχές ολόμαυρες, που για πολλές τα βάσανα τρανότερα της δύσμοιρης αρκούδας ήταν…
Εποχές ήτανε τότε ολόμαυρες, βουλιάζαν τα Μακρόνησα, στα κάτεργα τα νιάτα σφαγιάζονταν απ’ αρκουδιάρηδες άγριους με παράσημα και με ποδάρια δύο, που αστέρια φόραγαν, πιστόλες και χατζάρες και άπληστα στους Ελέφτερους πρωί και μεσονύχτι, βράδυ και κάθε ώρα από τις 21 τ’ Απρίλη ’67 και χρόνους επτά και κάτι μ’ ανορθωμένο τρίχωμα έσπερναν τρόμο, συμφορές, το φρόνημα να κάμψουν και τα φτερά της αντρειάς ή της ζωής για πάντα να τους κόψουν…
Τώρα, τα κολαστήρια αυτά, μουσεία έχουν γίνει, για να μαθαίνουν οι επίγονοι και να εύχονται σκότη από χούντες, σκλαβωτές τυράννους απ’ τ’ Αλτάια ή και πιο πέρα μέρη στην όμορφη Πατρίδα μας ποτές να μην μας έρθουν…
«Το Κουρίτσ’ απ’ τις Τσέργες»
Κι ως βλέποντας τον αιχμαλωτιζόμενο στα κλικ της μηχανής Κουβερτοφόρο Μπάμπη, ο νους ξάφνου σκαπετά σε όμοιά του και κοντοχωριανή του οδοιπόρισσα άλλη, που τ’ άστρο της ήταν λαμπερό σε χρόνους τής χούντας εντός και πιότερο κατόπιν της ή και θαμπά λίγο πριν δαύτη στο σβέρκο της Πατρίδας μας σαν λιόντας πα στο θήραμα σταθεί και τη ζωή σπαράζει…
Ήταν τότε, πενήντα χρόνους πίσω, που μία γυναίκεια μορφή τούς δρόμους της Εύβοιας έσχιζε πεζή και με θολό το έρμο της κεφάλι…
Ως «Το Κουρίτσ’ απ’ τις Τσέργες», η ίδια συστήνονταν κι έλεγε ότι από της Δίρφυς της Ανατολικής το μικροχώρι Τσέργες ή Γλυφάδα ήταν… Ακόμη, μέσα από τα μισόλογα και ασυνάρτητά της λόγια, έβγαινε μια φράση ολάκερα, δηλώντας πως η πιο μικρή από τις επτά αδερφάδες ήταν, που όμως άλλες φύγανε κι άλλες στη στάνη μείναν… Η ίδια εκεί, στο ορεινό χωριό με του Αιγαίου την αύρα, σαν το δενδρί αβάδιστη να μείνει δεν μπορούσε… Για τούτο, έπαιρνε την ανηφοριά και τράβαγε στα χάη…
Αχ, η δόλια, η έρημη χωριό χωριό διερχότανε με χράμι χοντρό ένα στην πλάτη και με την ίδια αλλαξιά χειμώνα καλοκαίρι τραβούσε σ’ όλα εκείνα τα πίσω απ’ την Τριάδα της Δέλφης τα χωριά, κατέβαινε Τριάδα και Ψαχνά, Χαλκίδα, Βασιλικό και Φύλλα, Αμάρυνθο, Αλιβέρι, Λέπουρα και κείθε προς την Κύμη ή προς της Κάρυστος τη στράτα κίναγε και ποιος ξέρει πού σταματούσε…
Και πάντα, βέβαια, πεζή… Πάντα πεζή στην άκρη της Επαρχιακής οδού με τα οχήματα σειρά σιμά της να περνούνε, αέρα να της κάνουν άνεμο κι οι εποχούμενοι από εντός χάζι την πλάνητα και ώριμη να κάνουνε κυρά, ερωτηματικά πολλά για το ποια είν’ η καψερή και πούθε η σκούφια της κρατεί, μα και κάνα χαίρε να της πέμψουνε και για ώρες να την συμπονούνε…
Πώς την έβγαζε, πώς ζούσε, αυτή το γνώριζε, που ο αγώνας του βαδίσματος την έθρεφε και τα μεγάλα πάη… Το βέβαιο είναι, πως στα Λέπουρα πάντα στάση έκανε, έπιανε το θέρος της Γιάνναινας την πλατύφυλλη μουριά, κουβέντα με μισόλογα, που νόημα δεν είχαν, εκστόμιζε, έπινε δροσερό απ’ το πηγάδι της γερόντισσας νοικοκυράς νερό, έτρωγε το προσφάι κέρασμα, ξάπλωνε στην πεζούλα της και σαν ξαπόσταινε καλά, πάλι στους δρόμους κύλαγε, στους ορίζοντες αναζητούσε άκρη…
Μα η άκρη της ζωής νήμα ορισμένο έχει και οι αντοχές του σώματος λάστιχο, που αν το τραβήξεις πιότερο από αυτές, το κρακ μεμιάς τους κάνουν…
Και το «Κουρίτσ’», που τότε μεστωμένο έδειχνε, σαράντα ή και εξήντα χρόνων, ίσως, μια του καλοκαιριού ημέρα, με λίβα απ’ τη Σαχάρα, εκεί (κάπου στης Κακής Σκάλας του Αλιβεριού τη στενωπό, το άρπαγες πολλών ΙΧ και λεωφορείου της γραμμής σημείο) η αρμύρα την τύλιξε του Ευβοϊκού, η Πούλια κι ο Αυγερινός (εν άστρο δύο της βαφτίσεως όψεις…) θαρρώ τρεις νύχτες κι ως το λυκαυγές στα φανερά τηνέ μοιρολογούσαν… Μα και του ηλιού τα χρυσόδακρυα σαν ένας τ’ ουρανού χορός και με χοές φωτός σεμνά την μακαρίζαν… Αλλά και τα φεγγάρια του Εύριπου ποτές δεν ματάδαν, αλλά κι οι Τσέργες ούτε, που χάσαν το ‘‘κορίτσι’’ τους και ως Γλυφάδα ορεινή τη θρήνησαν μαζί με γλαύκες αιγωλιούς, της στάνης της τους κύνες…
Κι ήταν ο χρόνος της αυτός, μετά απ’ των χουνταίων, που τέλεψαν οι άφρονες, αφού και την Κύπρο τη μισή στους βάναυσους τη δωρίσανε κι έκτοτε σκλάβα τη δόλια έχουν και δόλια την τουρκίζουν…
«Από τον κουβερτοφόρο Μπάμπη σε έτερον τουαλετοαναζητητή…»
Ναι, το δίχως άλλο, τα πράγματα έχουν πολύ από των Συνταγματαρχών την εποχή αλλάξει κι ο Τριαδίτης Μπάμπης έστω γερτός προς τα ομπρός ή και δόλιχα, λοξά στα δεξιά μπορεί να περπατάει… Και είναι λεύτερος, ανυπόταχτος κι όχι σαν την αρκούδα με το χαλνό στη μύτη, που δίπλα στην εξαίσια της πλατέας την εκκλησιά χρειάστηκε χορό με τον μπαλτά να κάνει, πράγμα που διόλου δεν το ’θελε, αλλά πώς η άμοιρη απ’ τον χαλκά να αποσχιστεί, να πάρει Αβάντων, Χαϊνά και στα βουνά της Δίρφης τα ψηλά ψιλόν αέρα Λευτεριάς στους ρούθουνες να βάνει;
Ο Μπάμπης… Αχ, ο Κουβερτοφόρος και λερός με προίκα του το πόδι, μπορεί να είν’ κατάφορτος απ’ του φευγιού τα βάρη και μ’ ένα δόλιχο κορμί από των χρόνων βάρη, απ’ της ζωής το πέρασμα, τα άλλα και τα άλλα, μα ουχί απ’ της κουβέρτας τ’ άχθος…
Αυτό, καλέ, δεν είναι βάρος, μα της θαλπωρής του ή του δροσιού του μία κατσούλα, σκέπη… Και είναι λεύτερος ο Τριαδίτης Μπάμπης… Τρεις τις παίρνει τις οδούς και φεύγει, όλο φεύγει… Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί κι ΕΛΕΥΤΕΡΟΣ λογάται! Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί κι αν η κοιλιά του είναι νηστική κι ένα ασκί αέρα, ότι οργώνει το στρατί, αυτό πολύ τον θρέφει κι ΕΛΕΥΤΕΡΟΣ λογάται! Κι ΕΛΕΥΤΕΡΟΣ λογάται!…
Το καλοκαίρι μαθές ο Μπάμπης μας το κουβερτί του το λερό, σαν στις οδούς μέσα με λίβα βαδίζει σάλαγο, του γίνεται πλάτανου σκιά σαν κεια της τριαδίτικης απλωσιάς στου Ρεμβασμού τον Δρόμο, που ένας Αλέξανδρος βασιλές μ’ ένα κορμί κυπάρισσου και πρόσωπο σαν ήλιος σ’ αραβανάτο απάνω άλογο καβάλα πάγαινε και μπρος του σ’ άλλο περήφανο άτι η Φιγιέττα η κορασιά, της ποταμιάς μία Νεράιδα, νύμφη, Ναϊάς, με πέπλα λευκά και με όψη σαν Σελήνης…
Αυτός, αυτός ο βασιλές, με λόγια ξωθιάς ως γητευτής την εκυνήγα πέρα… Ίδιος Λικάριος με τη Φελίζα του, αναστημένοι τώρα, πάνω απ’ το ψηλότερο του δέντρου το κλωνί τους χάζευαν κι άκουστα τους χειροκροτούσαν…
Ετούτα ο Μπάμπης να τα ’χει ακούσει, σίγουρος δεν είμαι, μα για της Τριάδας το Αρχοντικό, που ο εγγονός του Νικόλα Κριεζώτη Στρατηγού ο Σπύρος πριν χρόνους έγειρε ως εκατόν και είκοσι βάλε, που κήπος παράδεισου λογιζότανε κι εκεί μία κόρη Καλλιόπη ή άλλως Φιγιέττα ο Άρχοντας ανάθρεψε, όμορφη και καλλίστη που αυτός ο Αλέξης… βασιλέας ηράσθηκε, το θάμβος της αργότερα του Σκαρίμπα την ψυχή σαν Εύριπος πλέρια έλουσε, σαν Κίρκη τον επλάνεψε και μες του τα γραφτά, γραφτό ήταν φαίνεται, βασίλισσα να στέψει κι ο λόγος του σκαρίμπεια να θάλλει στους αιώνες!…
Αυτός, αυτός ο (μάλλον 70χρονος) ανήρ, που στην Τριάδα μένει των Ψαχνών κι είναι Μπάμπης στο όνομα Χονδρός, σπίτι εδικό του έχει, αλλά… τι να το κάνει ο ΛΕΥΤΕΡΟΣ αυτό, αρέσκεται ή καταγής, χαμαί χαμαί ή σε παγκάκι άνω, με τα άστρα του για σέντονο, τα νέφη πανωσκέπι να ζει τη ζήση του και όλα πέρα βρέχει…
Ναι, ναι… Αυτός, ο Μπάμπης ο Χονδρός, συχνά φεύγει απ’ το χωριό του, 25 χλμ. τραβά και έρχεται στη Χαλκίδα. Πεζός πάντοτε, οδοιπόρος, βαδιστής, τη ρόδα δεν την ξέρει… Έχει ανοιχτό πουκάμισο, με την κοιλιά μπάλα παλλόμενη και προπομπός στο διάβα των βημάτων, τη ζώνη του κρεμάμενη και αιωρούμενη στα σκέλια πέρα δώθε, ενώ στην πλάτη του (χειμώνα καλοκαίρι) μία λεπτή, παλιά κουβέρτα, πλέρια λερή, που σέρνεται στα πάη του και σαν κατσούλα ξέχει…
Όποτε κι αν τον δεις, ίδιος, με την αμφίεση λερή κι ανάλαγη για μέρες και χρόνια, με λιόπυρο ή και με ένα γόνα χιόνι…
Ναι, αυτός ο Κουβερτοφόρος Μπάμπης, που ψες του παρτεριού το ‘‘μέρος’’ βρήκε, αντίκρια στου σκαριμπέικου τη γωνιά, που χρόνους πολλούς πιο πίσω εκεί της πόλης ήταν Κατουριό δημοτικό, μετά Ληξιαρχείο και τώρα ωραίο ένα Μουσείο με του Σκαρίμπα θησαυρούς πολύτιμους και θαυμαστούς σε όλην την Ελλάδα…
Σ’ αυτό (το όπως επίσημα Πολιτιστικό Κέντρο Αρχείο Γιάννη Σκαρίμπα λέγεται, απέξω εικόνα του συγγραφέα μεγάλη δηλώνει τι εντός κρατιέται και τα εκθέματα καλώς βοούν και φαίνονται, εάν μικρώς κοιτάξεις), να ’σου κι εμφανίζεται ένας καλοβαλμένος σερ, εβδομήκοντα ετών και κάτι, δίχως εξ όψεως ως του Σκαρίμπα “Ο θειος απ’ την Γκιώνα”, ο Ρουμελόβλαχος να είναι, που στο Κλεινόν το Άστυ πρωτόφερτος με τουαλέτες μπλέχτηκε κι έγινε παραζάλη, στάθηκε στην πύλη, το λοιπόν, με προσοχή τα αναρτημένα στα πορτοπαράθυρα σημειώματα ερευνώντας.
“Αν θέλετε, περάστε”, του κάνω.
“Εδώ δεν είναι οι τουαλέτες”, μου αντιτείνει…
“Ναι, του λέω, ήτανε πριν το ’89, που το κτίριο ετούτο ως Ληξιαρχείο άνοιξε καινουργές κι έγγραφα καθημερινώς έκοφτε δεκάδες… Και για τις οσμοφόρες άλλες, που ζητείτε κάμαρες, για κάποιονε καιρό, προηγουμένως, ανενεργές ήταν και μόνον στον αέρα τις πομπές τους (που από καιρό κρατούσαν) τις άφηναν στον περαστικό ή στον γείτονα, γι’ αυτό και φύγαν από δω, οπότε πάνω στου χρόνου τα φτερά πιαστήκανε και στον αγύριστο λεν πως πάνε…”
“Καλά, μου κραίνει. Πάει καιρός από τότε που έφυγα από την πόλη…”, η οποία βέβαια, του Καβάφη δεν ήταν Πόλι, αλλά…
“Εδώ, το Μουσείο Σκαρίμπα, κύριέ μου, βρίσκεται. Από το ’11 εντός τα πράγματά μας έχουμε αποθέσει κι έτσι πριν από χρόνια λίγα έχει φθάσει την όψη που αντικρίζεται ευκόσμως να κατέχει…”
“Καλά…, μου λέει. Εγώ τις τουαλέτες έψαχνα, να…”, και δείχνει τι προσδοκούσε πάραυτα να πράξει.
Ευτυχώς, που αλί δεν μπήκε να μας χ… Να ’ναι καλά και τα νερά, που απλωμένα στον χώρο απ’ το σφουγγάρισμα νωπά είχα απλώσει κι ακόμα ν’ αχνίσουνε και να εξατμιστούν μες στον υγρό καιρό, διόλου αυτά δεν το ’χαν κατορθώσει…
Και ευτυχώς… Γιατί πού ξέρεις, μπαίνοντας, σαν μπανανόφλουδα το μάρμαρο το νεροπότιστο θα λειτουργούσε, ίσως, και τα πόδια του θα άρπαζε, οπότε διαμιάς χαμαί θα μας τον είχε τον Κύριον κοπανήσει…
“Να είστε καλά”, του αντιτείνω και με ημίσκαιο το πρόσωπο για το Παράλιον έφυγε, ενώ ο Σκαρίμπας ως εικών από εντός κι απ’ του Ζωντού του Νίκου το επιδέξιο χέρι, εκών τον θώραγε βλοσυρός με μύστακα σαν του τρελού του Γερμανού και με λοξή ματιά τον πρόγκαγε, κράζοντας ένα και ’ν’: «‘‘Μα, σερ… Μα, σερ…’’, δεν νογάς που εδώ το νέο μου είναι σπίτι, γιατί εκείνο στην Γκομίνη 8, που εξέπνευσα Γενάρη 21, του κρύου ’84, τα ’φησαν κι ο αφεντός του (αφού ουδείς δεν νοιάστηκε έτη δεκαεννιά), το σύντριψε, βιλίτσα να το κάνει…
Τώρα, σερ και κύριε, της πόλης μου περάτης, άρχοντας είμαι εδώ στη ζηλευτή γωνιά, την κατ’ όνομα από παλιά Λυκόφρωνος, του αρχαίου Χαλκιδέου ποιητή από τη μία όψη και από την άλλη, τη μικρή, του Δημητρίου του Καρύδα (ενός Γραμματικού του Αγγελή Γοβιού κι έπειτα του Νικόλα Κριεζώτη γραφέα, σύντεκνού του και Οπλαρχηγού αξίας, σε μάχες ως το Κούτουρλο της Δίρφεως Μετόχι)…
Εδώ, σου πάλι, σερ, άρχος είμαι ελόγου μου, με λόγο τρανό και με φιγούρες φανταιζί, που έφτιαξα έναν καιρό παλαιό για της γκάφας τον μακρυχέρη μαιτρ, τον Μέγα Καραγκιόζη, και πια της όρασης είναι βλέψη και της ψυχής πασχαλινές λαμπάδες…»
Αυτά και άλλα ανάκουστα φαίνεται μουρμουρητά ο συγγραφεύς θα του ’λεγε του Σερ κι ακόμη θα τον πρόγκαγε με τον δικό του τρόπο, να πάει στο καλό, να ψάξει σε μικρή οδό το απωλεσμένο σπίτι κι αν βρει εκεί και Κατουριό να αδειάσει, Ανακουφιστήριο να το πει, γιατ’ έτσι θα το ’χει νιώσει, και άνετος πια τους δρόμους της Χαλκίδας του (Σπασμένους, δόλιχους ή ευθείς) μαθές να απολαύσει…
Αλήθεια, τι σύμπτωσες ετούτες στη σειρά των ημερών των τρείων καλές πριν την αυγή του Πάσχα!…
Κι ήταν σαν ο χρόνος για κειους να έχει κάπου σταματήσει ή απ’ τα στενά να ’χουν δόλιχα κάπως και λοξά φύγει, πατήσει, οπότε τα πάη του να μην έτυχε να δουν και ψάχνουνε το Εικοσιδυό δρόμους άλλου τινός καιρού, που με του Κύκνου τα φτερά, αλλού έχουν χαθεί, αλλού ελλιμενίσει…
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης (Χαλκίδα, 23 Απριλίου 2022)
Βιογραφικό Κωνσταντίνου Κλ. Μπαϊρακτάρη
Ο Κώστας Κλ. Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε στα Λέπουρα Καρυστίας, υπηρέτησε ως Δάσκαλος σε Σχολεία της Ευβοίας, ασχολείται με την έρευνα, την έντυπη δημοσιογραφία και την παραγωγή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, είναι συγγραφέας λογοτεχνικών, θεατρικών, ιστορικών και ποιητικών βιβλίων, μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας, Ταμίας του Τοπικού Τμήματος Χαλκίδας της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών, Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλοι Γιάννη Σκαρίμπα, φροντιστής του Πολιτιστικού Κέντρου-Αρχείου Γιάννη Σκαρίμπα και μέλος της Δ. Ε. Ε. Λ.