«Εντελβάις»
Στο χείλος του γκρεμού
άνθισε ένα εντελβάις,
όσοι το έβλεπαν ήθελαν
να το κόψουν…
Ήταν τόσο ψηλά
που κανείς δεν αποφάσιζε
για να το πλησιάσει.
Εκείνο αν και μόνο
ζούσε μες την φιλαρέσκεια.
Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν
το μυαλό του ήταν χαμένο,
τα έβλεπε όλα αφ’ υψηλού
με αλλοπρόσαλλες ορέξεις,
για ό,τι το συγκινούσε.
Ο άνεμος έντυνε με τα πεσμένα
φύλλα των δέντρων το σώμα του,
στολίδια, σκουπίδια για να
ανεβάζει την αυτοπεποίθηση του
και να του προκαλούν
μια ψευδο-ηδονή κορεσμένων
απολαύσεων.
Όλα αφ’ υψηλού…
[Πόσο μα πόσο σου μοιάζει…]
Η αδιαφορία σου αυτή αδρανοποιεί
όλα τα κύτταρα του εγκεφάλου σου.
Ο αποπροσανατολισμός σου για τη ζωή
δημιουργεί φαντασιώσεις για ό,τι
συμβαίνει γύρω σου, ψευδαισθήσεις
και παράνοια, για πλαστά ταξίδια
του νου, με εικόνες από όνειρα…
Μια τελευταία σπίθα που ανάβει
για λίγο για να σβήσει μετά
για πάντα.
Όσα σε ξυπνούν έχουν αφήσει
πληγές στο σώμα σου αλλά
και στην καρδιά σου…
Μια ζωή τελειωμένη γεμάτη απουσίες,
δημιουργήθηκε από αστρικές εκρήξεις,
πληγές που δεν κλείνουν ποτέ…
Κάπου εκεί σταμάτησε και το
ενδιαφέρον σου για τη ζωή…
Κάπου εκεί φοβάσαι ότι θα πάψεις
ν’ ανασαίνεις όταν το χώμα σε σκεπάσει
και πνίγεσαι…
Κάπου εκεί φοβάσαι ότι η ψυχή σου
θα μείνει κι αυτή θαμμένη μες το χώμα
και δεν θα μπορεί να πετάξει…
Ίσως γιαυτό κι εσύ μεταμορφώθηκες
σε εντελβάις να ζεις και ν’ αναπνέεις
εκεί που μόνο ο αετός φτάνει…