«Ο ποιητής και η μούσα» & «Tο γλωσσάριο των ανθέων»

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, που γεννήθηκε 21 Οκτωβρίου 1907, ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας εξαίρετος ποιητής και ζωγράφος ή μάλλον πρώτα ζωγράφος και έπειτα ποιητής όπως του άρεσε να δηλώνει, που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του υπερρεαλισμού.

«Ο ποιητής και η μούσα» Πίνακας του Ν. Εγγονόπουλου, 1938 (ελαιογραφία σε μουσαμά) Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα

«Tο γλωσσάριο των ανθέων»

την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή τη ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτεια ή μια καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο

νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπη ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
την πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;
ν’ αγαπώ

Νίκος Εγγονόπουλος

Από τη συγκεντρωτική συλλογή «Ποίηματα» του Νίκου Εγγονόπουλου,
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.


Αποσπάσματα από μια μεγάλη συνέντευξη του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου.
“Κι εγώ είμαι μια ωραία ψυχούλα.”

Μια ημέρα, κάποτε, μου έλεγε ο Φιλήντας, ο μεγάλος γλωσσολόγος Φιλήντας, διάφορες ρωμέικες, μικρασιάτικες απαιτήσεις του:
«πρέπει να κάνουμε εκείνο, πρέπει, Έλληνες είμαστε, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε τα’ άλλο…»
και του λέω: «Μα γιατί τόσες υποχρεώσεις;» και με κοίταζε, κατάπληκτος.
«Γιατί είμαστε ωραίες ψυχούλες παιδί μου!». Καταλάβατε; 

Για τον Μπρετόν που του έκλεβε πίνακες, για τη σχέση του με τον Εμπειρίκο, για τους άλλους ποιητές που κυνηγάγανε το Νόμπελ, τον κομμουνισμό, την ορθοδοξία, την ομοφυλοφιλία κ.ά. Ο Νίκος Σύριγγας πήρε τηλεφωνικά τη συνέντευξη αυτή από τον Νίκο Εγγονόπουλου τον Αύγουστο του 1979, την οποία και απομαγνητοφώνησε κατά λέξη. Μετά τον θάνατό του, ο αδελφός του, Δημήτρης Σύριγγας, εμπιστεύτηκε τη συνέντευξη στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο για να δημοσιευτεί όπου είναι δυνατόν, ο οποίος και την παρέδωσε στον εκδότη του ηλεκτρονικού περιοδικού Αναγνώστης.

Ποια ήταν η υποδοχή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα στη διάρκεια του μεσοπολέμου;
Ήταν φοβερή η υποδοχή του υπερρεαλισμού που του επιφυλάχθηκε. Άλλοι έκαναν πως καταλάβαιναν, άλλοι όχι, αλλά στο βάθος ήταν πολύ εχθρικοί. Ο Εμπειρίκος, όπως παρατηρεί και ο Αργυρίου, είχε μια κοινωνική κάλυψη, εξ αιτίας της περιουσίας του, ενώ εγώ αντιθέτως δεν είχα. Κι ενώ δεν του φέρθηκαν τόσο άγρια, σε μένα που δεν είχα καμία κάλυψη μου επιτέθηκαν. Ήταν βέβαια μια φοβερή επίθεση. Ένας αγαθός άνθρωπος, ο οποίος δεν καταλάβαινε τίποτα, ο Μάρκος Αυγέρης, μου επιτέθηκε αγρίως. Δεν με βρίσκανε, αν με βρίσκανε θα με πυροβολούσαν. Με τα χρόνια βέβαια είχαν καταρρεύσει εκ των έσωθεν.

Ήταν ο Εμπειρίκος ένας χριστιανομάχος αλλά αισθησιακά ένθεος;
Ο Εμπειρίκος είναι ένας πραγματικός ποιητής. Δεν μπορείτε να φανταστείτε μέσα σ’ αυτό το σκυλολόι με τον Μυριβήλη και τον Σεφεριάδη και τους άλλους , με τα μίση τους, με τη διάθεσή τους να επιβληθούν, να πάρουν τα Νόμπελ, να πάρουν τα βραβεία, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι αγνός άνθρωπος ήταν. Ήταν μια ψυχή φωτεινή, η οποία ήθελε να καταλάβει, να ’λθει σε επαφή με τους άλλους.

Μα φυσικά ήταν αισθησιακά ένθεος. Αλλοίμονο. Αφού αγαπάει πολύ τις γυναίκες, και τις οποίες αγαπώ κι εγώ πάρα πολύ. Δεν είναι αυτό ένα δείγμα της αγάπης του θεού; Είναι όμως κι ένα δείγμα της ιδιομορφίας του ελληνικού υπερρεαλισμού σε σύγκριση με τους Γάλλους που κατά βάση οι πιο πολλοί ήταν άθεοι ουμανιστές; Πάρτε τον κύριο Μπένζαμιν Περέ , τον αείμνηστο, ασχολείτο με σαρδέλες, με φαγητά ή με τον Ντεσνό, τον επιπολαιότατο. (……) Έλληνες είμαστε τέλος πάντων θαρρώ, δεν θα κάναμε υπερρεαλισμό όπως ο Περέ. Θα σας παρακαλέσω να μου φερθείτε δίκαια. Αυτά όλα με τα οποία ασχολούμαστε θέλουν έτσι μια επιμέλεια, η οποία μας βοηθά και καλλίτερα να καταλάβουμε τα πράγματα και να βελτιωθούμε κι εμείς. Αυτά τα οποία συμβαίνουν γύρω μας, αυτά τα βιαστικά, οι βιαστικές προσχωρήσεις στο ένα ή το άλλο κίνημα, πρέπει να τ’ αποφεύγετε. Γι΄ αυτό και τον Εμπειρίκο πρέπει να τον παρακολουθήσει κανείς. Είμαστε εύκολοι, και ο Εμπειρίκος κι εγώ, είμαστε εύκολα διακωμωδούμενοι. Αλλά όχι, για προσέξτε καλά. Στο βάθος υπάρχει μια ανθρώπινη ψυχή. Ανιμούλα, όπως έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος. Μια ψυχούλα είμαστε. Μια ημέρα, κάποτε, μου έλεγε ο Φιλήντας, ο μεγάλος γλωσσολόγος Φιλήντας, διάφορες ρωμέικες , μικρασιάτικες απαιτήσεις του: «πρέπει να κάνουμε εκείνο, πρέπει, Έλληνες είμαστε, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε τα’ άλλο…» και του λέω: «Μα γιατί τόσες υποχρεώσεις;» και με κοίταζε, κατάπληκτος. «Γιατί είμαστε ωραίες ψυχούλες παιδί μου!». Καταλάβατε; Ο Εμπειρίκος ήταν μια ωραία ψυχούλα. Ένας ποιητής πρέπει να είναι μια ωραία ψυχούλα. Εγώ, τι να σας πω; Πιστεύω , χωρίς να είμαι υπερβολικά εγωπαθής, ότι κι εγώ είμαι μια ωραία ψυχούλα, και θα σας ευχηθώ και σεις να γίνεται μια ωραία ψυχούλα.

Σε παλιότερη συζήτηση μας μου είχατε πει ότι θαυμάζετε τους ομοφυλόφιλους. Φυσικά είναι περιττό να σας πω τις γνωστές απόψεις στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας των γνωστών υπερρεαλιστών αλλά και σε άλλα παρεμφερή ζητήματα.
Όχι, όχι. Να σας πω. Θέλω να ξεκαθαρίζουμε. Δεν θαυμάζω ιδιαίτερα τους ομοφυλόφιλους, είμαι λάτρης των γυναικών. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι γυναίκες, τρελαίνομαι. Αλλά δεν τους έχω κανένα μίσος, δεν τους περιφρονώ. Σημειώσατε δε, ότι το ίδιο και οι περισσότεροι υπερρεαλιστές. Έφτασαν δε στο σημείο, όπως ο Μπρετόν, που ανάγκασε ένα ή δύο ομοφυλόφιλους να αυτοκτονήσουν.

Για τον κομμουνισμό, την ορθοδοξία, τον ελληνισμό.
Να σας πω, όσο κι υπερρεαλιστής να είμαι, είμαι Έλλην. Και φυσικά δεν μπορώ να αρνηθώ τη γλώσσα μου , ούτε τις συνήθειες μου, ούτε τον τρόπο του σκέπτεσθαι που έχω, τον τόπο που ανήκω. Δεν παραδέχομαι τις εμπορικές κι άλλες οικονομικές βάσεις που κάνουν τις πατρίδες. Παραδέχομαι τις άλλες πατρίδες, τις πατρίδες της καρδιάς, της σκέψης, της διανόησης. Δεν διδάχτηκα μόνο απ’ τους βυζαντινούς. Αυτή η ορθή αντίληψη του ελληνισμού για κάθε το ανθρώπινο με κράτησε στη ζωή (…). Ο χριστιανισμός κράτησε 20 αιώνες. Ο κομμουνισμός δεν κράτησε πάνω από 10 χρόνια. Αν είναι ειλικρινείς όλοι αυτοί οι άνθρωποι- δεν μιλώ βέβαια για τον Marcuse – αν τους ρωτήσετε δεν πιστεύουν σ’ αυτά τα πράγματα. Υπάρχει ένας κομμουνιστής και να το βάλει το χέρι στην καρδιά να πιστεύει ακόμα στα κηρύγματα αυτά; Όλα αυτά που πέρασαν βαραίνουν στη ζωή μας, ξέρετε. Αυτά που συνέβησαν πριν από αιώνες για μας. Και ενώ για μας τους Έλληνες είναι πολύ πιο βαριά η ζωή παρότι στους άλλους εκεί πέρα, της Ευρώπης, πρέπει να πούμε ότι ο κομμουνισμός φανερώθηκε, πριν μάλιστα, σαν μια σωτηρία. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν γοητεύτηκε. Κι εμένα με γοήτεψε πολύ ο κομμουνισμός. Ο Λένιν μου φάνηκε σαν μία φωτεινή μορφή, την οποία και εξακολουθώ να την θεωρώ και σήμερα , αλλά ένας αποτυχών. …..

Για τον Μπρετόν και τον Ντε Κίρικο
Θα διαβάσετε μέσα στο «“Ο Σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης”(Σ.Σ περιοδικό που εκδόθηκε το 1929), ένα γράμμα που είχε γράψει ο Ντε Κίρικο στον Μπρετόν μετά το 1920, αξιοδάκρυτο. Ήθελε να τον πείσει , αυτόν τον πεισματάρη, αναλόγως μ’ αυτόν, ότι δεν είναι καλός ο υπερρεαλισμός κι αρκεί η επιστροφή στην κλασικότητα. Επίσης, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό, αλλά κάτι θα τρέχει και με τον Ντε Κίρικο , γιατί και τον Μπρετόν ήξερα και τον αείμνηστο Ελυάρ ήξερα αρκετά, που ήταν άλλωστε και φίλος μου, ήταν αρκετά .. έτσι… πώς να το πω, πρόθυμοι να σας αφαιρέσουν και κανένα πίνακα. Ο Ελυάρ μου είχε αφαιρέσει πολλούς πίνακες, με την κουβέντα, αλλά μετά ξέρετε δεν τους εσύμφαιρε. Αυτό που είχε κάνει και ο Κριστιάν Ζερβός κι ο Τεριάντ ακόμη. Θέλησαν να λανσάρουν τον Θεόφιλο στο Παρίσι, αλλά εκεί που το έκαναν σταμάτησαν, γιατί έβλαπταν το στοκ τους, Πικάσο και Ματίς. Σκέφτηκαν ότι τους έκαναν ζημιά. Μάλιστα υπάρχει μία μικρή πληροφορία που μου την έδωσε ο ίδιος ο Ντε Κίρικο, ότι όταν εξαναγκάστηκε το 1915 να εγκαταλείψει το Παρίσι, για να πάει στην Ιταλία να καταταχτεί υπό τα όπλα, αυτά τα φημισμένα πάντοτε όπλα της Ιταλίας, όλοι του οι πίνακες που άφησε εκεί που έμενε χάθηκαν. Δεν τους ξαναβρήκε. Ίσως τους πήρε η γυναίκα για τα ενοίκια, ή πιθανόν να τους πήρε και ο Μπρετόν. Ο Μπρετόν δε, είχε ένα μαγαζί εκεί, σε μια πάροδο της Μπουλβάρ Σεν Μισέλ και τα πουλούσε μαζί με τον Ελυάρ. Ακριβά μάλιστα. Ακριβότερα τότε από ότι σήμερα., και ήταν πειστικότατος ο μακαρίτης. Όταν δε ο Ντε Κίρικο είχε έλθει εδώ προ ολίγων ετών , πήγε ένας δημοσιογράφος και τον ρώτησε εάν γνωρίζει, μήπως, τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Εγγονόπουλο – «Όχι. Δεν τον γνωρίζω διόλου. Αλλά συλλυπούμαι τους μαθητάς του».

(Ολόκληρη η συνέντευξη στο Ανθολόγιο του Αναγνώστη (εκδόσεις Gutenberg).)

Πηγή: περιοδικό “ο αναγνώστης”


Ο Νίκος Εγγονόπουλος είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού στη νεοελληνική τέχνη. Με τη σπάνια μόρφωση και το ήθος του αποτέλεσε μια από τις πιο έντιμες πνευματικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1932-1938) με δασκάλους τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό. Έκανε επίσης σπουδές σε πόλεις της Ευρώπης, όπως στη Φλωρεντία και στη Ρώμη. Το 1941 πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και συνελήφθη από τους Γερμανούς. Το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της Ζωγραφικής και του Ελεύθερου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Στα έργα του, εκτός από το σουρεαλιστικό ύφος, υπάρχουν πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή τέχνη («Ο Ερμής εν αναμονή», «Άγαλμα πελιδνά σουβαντισμένο»). Αυτά είναι συνήθως ελαιογραφίες μικρών διαστάσεων και απεικονίζουν ανθρώπινες μορφές χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσώπου σε ένα ποιητικό θεατρικό σκηνικό. Παρουσίασε έργα του σε ατομικές εκθέσεις και σε πολυάριθμες ομαδικές. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με 74 έργα.Η ποίησή του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Εκτός των άλλων ποιητικών συλλογών, εξέδωσε το περίφημο εκτενές ποίημα για τον αγωνιστή της Λατινικής Αμερικής Μπολιβάρ.


Επιμέλεια δημοσίευσης Ευμορφία Καλύβα