«Δαμάζοντας τα κύματα – Λαρς Φον Τρίερ μέρος Β’»
από τη Βάλια Καραμάνου

Μια από τις καλύτερες ταινίες του Λαρς Βον Τρίερ «Δαμάζοντας τα κύματα».
Μία ιστορία για τα πάθη του εαυτού μας και τις αντιδράσεις του περίγυρού μας
που δεν μας αφήνουν να εκφραστούμε, να αγαπήθουμε, να ζήσουμε.

 Ο Λαρς Βον Τρίερ ταράζει για άλλη μια φορά το κινηματογραφικό στερέωμα με την ταινία «Δαμάζοντας τα κύματα» (πρεμιέρα στην Ελλάδα το 2/3/1996), της οποίας αναλαμβάνει το σενάριο και την σκηνοθεσία, ενώ τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν οι Έμιλι Γουότσον, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Κάθριν Κάλτριτζ, Ζαν-Μαρκ Μπαρ, Άντριαν Ρόλινς, Τζόναθαν Χάκετ, κ.ά. Μάλιστα, η πρωταγωνίστρια αποσπά κάμποσα βραβεία για την ερμηνεία της και όχι άδικα. Και η ταινία αυτή χωρίζεται σε τμήματα/ενότητες που τιτλοφορούνται και σηματοδοτούνται από ένα διαφορετικό τραγούδι, καθώς ξετυλίγεται η ιστορία (για παράδειγμα, ο Γάμος, Αμφιβολία, η Κηδεία, κλπ). Ενδεικτικά, ένα από τα τραγούδια που ακούγονται στην ταινία είναι το Suzanne του Leonard Cohen, που κρύβει μια ιστορία ανεκπλήρωτων ονείρων.

 Όλα ξεκινούν με τον γάμο του Jan και της Bess στην επαρχία της  συντηρητικής και προτεσταντικής Σκωτίας. Η κοπέλα – διόλου τυχαία ονομάζεται B(l)ess / «ευλογία» καθώς είναι ένα παιδί σε σώμα γυναίκας, που αγαπά ανιδιοτελώς και απλόχερα  τον άντρα της και μυείται από αυτόν στα μυστικά του έρωτα.  «Ανθίζει», όπως ισχυρίστηκε ο Γιαν τον καιρό της ευτυχίας τους, ενώ εκείνη του λέει «ευχαριστώ» όταν απολαμβάνει την ηδονή στην αγκαλιά του. Παράλληλα βέβαια, διατηρεί την επαφή της με την εκκλησία με καθημερινή προσευχή και αδιάλειπτη πίστη. Η Μπες είναι «καλή»– όπως θα την χαρακτηρίσει ο γιατρός του Γιαν αργότερα- πολύ  ιδιαίτερη και  το δυνατό της σημείο είναι η «πίστη» (όπως η ίδια ισχυρίζεται) και μπορεί να κάνει τα πάντα για τον αγαπημένο της με την ίδια ευκολία που αποκοιμιέται σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο περιμένοντας τηλέφωνό του.

     Η ιστορία έχει ως εξής: μετά τον γάμο του, ο Γιαν αναγκάζεται να φύγει για την πλατφόρμα εξορύξεων όπου δουλεύει σκληρά, ενώ η Μπες τον περιμένει με λαχτάρα να επιστρέψει στο σπίτι τους. Τα πράγματα ως εκείνο το σημείο κυλούν  ομαλά. Η γυναίκα είναι ερωτευμένη, έχει ξεπεράσει τον πόνο για τον χαμό του αδερφού της που την οδήγησε παλαιότερα σε ψυχιατρική κλινική και προσεύχεται να γυρίζει κοντά της ο Γιαν γρήγορα. Στο πλευρό της βρίσκονται η μητέρα της και η χήρα του αδερφού της, η Dodo, που την αγαπά ιδιαίτερα.  Μια έκρηξη ωστόσο στην πλατφόρμα ανατρέπει την ζωή όλων, καθώς ο Γιαν τραυματίζεται σοβαρά  στο κεφάλι και μένει παράλυτος με ελάχιστο προσδόκιμο ζωής. Η Μπες βρίσκεται απελπισμένη διαρκώς στο πλευρό του στο νοσοκομείο, ψάχνοντας  να βρει τρόπους προκειμένου να τον κρατήσει στην ζωή. Είναι η στιγμή που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του θεατή η ιδεοληψία και η ψυχική νόσος τελείως απογυμνωμένες από κάθε ωραιοποίηση.

Η Μπες προσεύχεται πάντα με ιδιόρρυθμο τρόπο, δίνοντας η ίδια τις απαντήσεις εκ μέρους του Θεού στον εαυτό της, σε μια διαδικασία αυτομαστιγώματος που γίνεται ολοένα πιο σκληρή. Κι ενώ ο Γιαν περνά ξυστά από τον θάνατο πολλές φορές καθηλωμένος στο νοσοκομειακό κρεβάτι, την συμβουλεύει να βρει εραστή που θα την ικανοποιεί. Σταδιακά θα απαιτήσει αυτό το διαστροφικό παιχνίδι, της συνουσίας της με απωθητικούς αγνώστους και της λεπτομερούς αφήγησης μετά στον ίδιο από την Μπες, το οποίο θα οδηγήσει την κοπέλα στα βάθη της ιδεοληψίας και της καταρράκωσης. Βέβαια πια πως «η αγάπη θα σώσει τον Γιαν», δίνεται στον καθένα στις βάρκες, στις ερημιές, όπου τύχει προκειμένου να χαρίσει με αυτόν τον τρόπο  ζωή στον σύντροφό της. Όσο και να προσπαθούν η Ντόντο και ο γιατρός (που είναι ερωτευμένος μαζί της) να την αποτρέψουν από αυτή την αυτοτιμωρία, εκείνη επιμένει υπακούοντας στις επιταγές του Γιαν.

Πέφτοντας στην πλήρη εξαθλίωση πια, όλοι την τιμωρούν σκληρά για τις «αμαρτίες» της: η μητέρα της την διώχνει από το σπίτι, τα παιδιά στους δρόμους την λιθοβολούν ως πόρνη, η εκκλησία την αφορίζει, ενώ οι άντρες την κακομεταχειρίζονται (πρώτος και καλύτερος ο Γιαν, που της επιβάλλει αυτό το «παιχνίδι»). Κι όμως εκείνη επιμένει να τρέχει να τον βοηθήσει, να δοθεί σε όποιον βρει μπροστά της και καταματωμένη με σκισμένα ρούχα δηλώνει στην κατάμεστη εκκλησία πως «τελειότητα είναι ν’ αγαπάς ένα άλλο πλάσμα, όχι τον Λόγο». Η Μπες πιστεύει ακόμα, παρότι κραυγάζει πλέον απελπισμένη στις προσευχές της «Που είσαι, Θεέ;»

Ο Τρίερ για άλλη μια φορά δεν χαρίζεται στον θεατή  απογυμνώνοντας κάθε πτυχή της ανθρώπινης σκληρότητας απέναντι στην ψυχική διαταραχή, κηλιδώνοντας κάθε «ηθικό» προπέτασμα της μικρής συντηρητικής, θρησκόληπτης πόλης. Με κινούμενη κάμερα, ένα πολύ ιδιαίτερο μοντάζ με εξτρεμιστικά φίλτρα, φλου πλάνα και τους ηθοποιούς ν’ αυτοσχεδιάζουν στις περισσότερες σκηνές,  δίνει τρομαχτικές διαστάσεις ρεαλισμού στην πιο μεγάλη βουτιά στα «κύματα». Όταν τελικά η Μπες θα δοθεί οικειοθελώς ως σφάγιο σε δυο σαδιστές ναύτες, που την είχαν κακοποιήσει λίγες ώρες νωρίτερα και γλίτωσε δίνοντας πάλη για την ζωή της,  θα καταλήξει κατακρεουργημένη στο νοσοκομείο. Εκεί ζητά να δει τον Γιαν, που ψυχορραγεί, περιμένοντας να γίνει εκείνος καλά από την δική της θυσία. Πεθαίνει στα χέρια της Ντόντο (που είναι νοσοκόμα) λέγοντας πως τελικά «όλα είναι λάθος». Είναι η δεύτερη φορά που αμφιβάλλει για την πίστη της (την πρώτη φορά παραδέχεται πως «ίσως να έκανε λάθος»). Έτσι η πιστή και αθώα Μπες πεθαίνει, ενώ η Ντόντο ουρλιάζει πάνω της σπαραξικάρδια (πάντα χωρίς εφέ, μουσικές υποκρούσεις, τεχνητά πρόσθετα).

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα τραγικής ειρωνείας, η σορός της πιστής  Μπες δεν γίνεται δεκτή στην εκκλησία που την αφορίζει στην κόλαση. Έτσι ο Γιαν- που στο μεταξύ περπατά (!!)-  ρίχνει το φέρετρο στην θάλασσα με την βοήθεια των φίλων  του. Ο άπιστος Jan σώζεται και η B(l)ess απελευθερώνεται στα κύματα. Η ταινία κλείνει με τους άντρες στο σκάφος  να σαρώνουν με το σκάνερ τον βυθό λίγες ώρες μετά, χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν την σορό της γυναίκας. Η επιβεβαίωση του «θαύματος» γίνεται με την ηχώ καμπανοκρουσιών μέσα σε άπλετο θεϊκό φως, σε μια πόλη που ποτέ πριν δεν είχε καμπάνες (η καμπάνα στην ταινία Dogville συμβόλιζε την αποδοχή και την καταδίκη, στην προκειμένη περίπτωση την «ανάσταση»).

Νίκησε άραγε η αγάπη, η πίστη, έγινε το πολυπόθητο «θαύμα»
ή όλο αυτό είναι άλλη μια τραγική απόχρωση ειρωνείας;

Η Μπες ξέρει, ο Τρίερ διερωτάται. Υποφέροντας και ο ίδιος από κατάθλιψη δίνει το προσωπικό του στίγμα, φέρνοντας στο φως κάθε διαστροφική πλευρά των ανθρώπων, τα άδυτα της βασανιστικής ψυχικής νόσου και την αργή πορεία προς τον όλεθρο κάθε ανυποψίαστου  πλάσματος, που γίνεται σφάγιο στον βωμό της «ηθικής» βαρβαρότητας (κοινωνικής ή ατομικής). Εκεί στο βάθος των κυμάτων, δεν υπάρχει κανένα φως για τον Τρίερ.

Άλλωστε, τα τελευταία λόγια της B(l)ess  στο φορείο πριν πεθάνει είναι μια τρομερή  λέξη που επαναλαμβάνει σπαρακτικά  δυο φορές: «Φοβάμαι!»

Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας)

Η απόλυτη ταινία-αριστούργημα, για το καλό και την δύναμη της ανιδιοτελούς αγάπης μέσα απο μια ιδιαίτερη σκηνοθετική άποψη, αυτή του Lars Von Trier.
Η πορεία μιας βαθιά θρησκευόμενης, ιδιόμορφης γυναίκας που συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να αντικαταστήσει την ψυχρότητα που επιβάλει η θρησκεία της, με την απόλυτη αγάπη.
Η πορεία αυτή θα αγιοποιηθεί απο την ίδια την ταινία και το θαύμα στο φινάλε θα συντελεστεί με τις καμπάνες να ηχούν στον ουρανό.


«Δαμάζοντας τα κύματα»

Σκηνοθεσία – Σενάριο: Λαρς φον Τρίερ
Ηθοποιοί: Έμιλι Γουότσον, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Κάθριν Κάλτριτζ,
Ζαν-Μαρκ Μπαρ, Άντριαν Ρόλινς, Τζόναθαν Χάκετ,
κ.ά


Imdb της ταινίας Δαμάζοντας τα κύματα

Photo gallery imdb της ταινίας Δαμάζοντας τα κύματα

Κάποιες άλλες κριτικές



Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας) – Βιογραφία