«Στην Ελευθερία»
[ …Τις νύχτες ο πόνος, οι προσευχές και οι παρακλήσεις έσμιγαν στους διαδρόμους του νοσοκομείου και σαν παγωμένος αέρας φώλιαζαν στις ανήσυχες στιγμές και τρύπαγαν την αγωνία όλων μας.
Ήταν πρωί, κι εγώ καθισμένος στην καρέκλα αποκαμωμένος από την αϋπνία, προσπαθούσα να διώξω μακριά το Μορφέα που με πολιορκούσε.
Με το φορείο έφεραν μια γυναίκα ψηλή και αδύνατη στο διπλανό κρεβάτι του δωματίου 320, εκεί που για αρκετές ημέρες νοσηλευόταν η δική μου ασθενής.
Είδα ένα πρόσωπο κουρασμένο από υπομονή και προσμονή, ταλαιπωρημένο από το μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα επιβίωσης που έδινε. Έκανε ένα νεύμα ελπίδας και συμπαράστασης με κουρασμένο βλέμμα. Το χαμόγελό της φώτισε την ψυχή μας.
Δεν τη γνώριζα καν, δεν έμαθα την καταγωγή της, τις σπουδές ή την επαγγελματική ιδιότητα. Δε μιλήσαμε γι΄ αυτά τις ημέρες που ήμασταν μαζί. Μου φαίνονταν εξάλλου τόσο ασήμαντα, μπροστά στο μεγαλείο αυτής της γυναίκας που μας έδειχνε το δρόμο της πάλης, της πίστης, της καρτερίας.
Τα βράδια ψιθύριζε απαλά με αχνές κουβέντες, αραχνοΰφαντες, στ’ αυτιά του συνοδού της. Γέμιζε το σκοτάδι με ένα ατελείωτο, μακρόσυρτο και πονεμένο «σ’ αγαπώ».
Δεν την άκουσα να κλαίει, να διαμαρτύρεται, να παραπονιέται στις αδελφές νοσοκόμες και τους γιατρούς που της τρυπούσαν το κορμί να πάρουν το κακό, να νικήσουν την ασθένεια που την είχε καταβάλει σχεδόν ολοκληρωτικά.
Είχε μια στωικότητα, μια αγιοσύνη στην καρδιά και στην ψυχή που ευλογούσε τις μέρες και τα χρόνια μας. Κι η ταπεινότητα της μοναδική, που ανέβαζε το μπόι της ως τ’ αστέρια.
Στο προσκέφαλο, ώρες ατελείωτες το γέρικο κορμί του πατέρα της που την χάιδευε στοργικά, απαλά, με τα τρεμάμενα χέρια του χρόνου που δε χόρταιναν να την αγγίζουν. Αγωνιούσε και προσδοκούσε θαρρείς να μεταγγίσει τη δική του ζωή στο αίμα της.
Η άδολη αγάπη.
Τα δάκρυά μου κυλούσαν, δάκρυα αγάπης και όχι οίκτου ή λύπης για αυτή την υπέροχη άγνωστη που λάτρεψα. Για τον πατέρα που φάνταζε μορφή από αρχαία τραγωδία.
Τα λιγοστά λόγια τα είπε όταν την αποχαιρετήσαμε μέσα σε έντονα συναισθηματική φόρτιση:
– «Όταν θα κάνετε το πρώτο ταξίδι, να θυμηθείτε την Ελευθερία»
– Ναι, θα σε θυμάμαι, Ελευθερία, σε όλα τα ταξίδια της ζωής μου. Στο υπόσχομαι. Σ’ αγάπησα σαν να σε ήξερα χρόνια. Σ‘ ευγνωμονώ που με τη σιωπή γέννησες περιστέρια στην ψυχή, κι άνοιξες δρόμους στις αδιέξοδες ελπίδες μας. …]
Κώστας Βασιλάκος