«Ένας Δεκέμβρης…»
* * * * * * * * * *
Πως να καλωσορίσεις ένα φυλακισμένο Δεκέμβρη,
ένα Δεκέμβρη που εσύ χρωμάτισες μαβί;
Μπαίνει απ’ τις γρίλιες σου συννεφιασμένος.
Θυμάσαι;
Πολλούς Δεκέμβρηδες καλωσόρισες.
Μα, τους καλωσόρισες ή απλά τους προσπέρασες
μέσα από καθημερινότητες και συνήθειες βουβές,
επαναληπτικές και κούφιες;
Να λοιπόν ένας Δεκέμβρης με λουκέτα
που ονομάζουμε κωδικούς, έξι είναι ο πιο αρεστός.
Και τι να κάνεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς;
Μα αλήθεια, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς
ή όταν μπορούσες να κάνεις, πλάγιαζες στο κρεββάτι
με γεμάτο το στομάχι ατομισμό και τυφλοπάνια,
τον καναπέ του βολέματος,
της αναβολής, του ωχαδερφισμού.
Κι άλλα παιδιά φέτος στους δρόμους,
κι άλλη κόκα στα σχολεία,
κι άλλο κρέμασμα ανθρώπων που δεν πλήρωσαν εφορία,
κι άλλοι άστεγοι στις καβάτζες των δρόμων,
κι άλλα αδέσποτα κι αστείρωτα ζωντανά.
Κι εμείς καμαρώνουμε τα όμορφα σπίτια μας,
τα γυαλιστερά αυτοκίνητα κι’ ακριβά κινητά.
Κοιτάς από το ανοιχτό παράθυρο και τίποτε δεν μοιάζει ίδιο.
Ο αέρας κι αυτός απαγορευμένος.
Μάσκες κεντημένες, πολύχρωμες, ασπρόμαυρες.
Σε ανάμνηση πάντα του αγαπημένου παιχνιδιού
που δεν θέλουμε να δούμε κατάματα.
Μιας ζωής σε εγκλεισμό, σε ψεύτικες ελπίδες,
σε αγνόηση του εαυτού και του άλλου.
Φέτος αυτοί που δεν έχουν λαμπιόνια και δέντρο
θ’ ανάψουν τα όνειρά τους.
Η έχουν γίνει στάχτη κι αυτά
προσάναμμα στην ψεύτικη φωτιά;
Αυτά τα ξεχασμένα στο πατάρι,
στο παλιό μπαούλο της συνειδητοποίησης.
Αυτά που είναι δίπλα στον παλιό νεροχύτη
και τον χαλασμένο θερμοσίφωνα, εκεί στο πατάρι,
δίπλα από τις υγρές παραιτήσεις που κάναμε
δίχως δύναμη να τις παλέψουμε στ’ αλήθεια.
Άραγε θ’ ανάψουν;…
Ν’ ανάψουν!
Όλγα Π. Αχειμάστου