«Χατζηάχριστος»
* * * * * * * * * * * * * * * * *
Μία ψυχὴ κουρελιασμένη ἀπ’ τὰ συμπλέγματα κατωτερότητας καὶ τὶς στερήσεις μπορεῖ ν’ ἀποβῇ καταστροφικὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ θάχουν τὴν ἀτυχία νὰ βρεθοῦν στὸν δρόμο της. Κι ἂν μία τέτοια ψυχὴ ἔχει τὴν ἀρρωστημένη φιλοδοξία νὰ φτάσῃ τὰ ψηλότερα σκαλιὰ τοῦ θρόνου, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὴν χθαμαλότητα καὶ τὴ φτώχια της καὶ θὰ ξεπεράσῃ τὰ συμπλέγματα ποὺ τὴν κατατρύχουν, τότε εἶναι διατεθειμένη, ἐλαφρὰ τῇ καρδίᾳ, νὰ ἐξαφανίσῃ ἀπὸ μπροστά της τὸν κάθε κακορίζικο τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ἐμπόδιο στὴν πραγμάτωση τῆς ὑπέρτατης εὐτυχίας. Ὅμως, σχεδὸν πάντα, οἱ κακομοιριές, οἱ μικρότητες κι ὅλα τ’ ἄλλα συμπλέγματα ποὺ μπορεῖ νὰ κουβαλάῃ ἡ ψυχὴ δὲν ξεπερνιοῦνται μὲ τέτοιου εἴδους ἀναρριχήσεις ἅμα αὐτὴ ἡ ψυχὴ δὲν ἔχῃ πάρει, ἐγκαίρως, τὴ βεβαίωση καὶ τὴν ἔγκριση τῆς ἀξίας της ἀπ’ τὸ μέσα της. Ὅ,τι βοῦλες καὶ νὰ ἐξασφαλίσῃ ἀπ’ τοὺς «ἀπ’ ἔξω» κατὰ τὴ διάρκεια μίας ἀναρρίχησης της πρὸς τὸ ὅποιο θρόνο, δὲν εἶν’ ἀρκετὸ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπ’ τὰ δεσμὰ τῶν συμπλεγμάτων της. Ἴσως τὸ μόνο ποὺ θὰ καταφέρῃ, κι ἀφοῦ θάχῃ ταλαιπωρήσει πολλοὺς ἁγνοὺς κι ἀνυποψίαστους, εἶναι νὰ συνεχίζῃ νὰ βασανίζεται φριχτὰ ἀπὸ ἔγνοιες, φόβους καὶ καχυποψίες ὅτι ἴσως κάποια στιγμὴ θὰ χάσῃ τ’ ἀξιώματα καὶ τὶς βοῦλες. Κι ἂν δὲν εἶναι τυχερὴ θὰ μάθῃ, μὲ τίμημα τὴν τιμωρία ἀπ’ τὴ θεία δίκη, ὅτι τὸ δηλητήριο τῆς ἀχαριστίας καὶ τῆς ὕβρεως πίνεται μέσα στὰ χρυσὰ κύπελλα τῶν καλοστρωμένων καὶ πλουσιοπάροχων τραπεζιῶν τῆς ἐξουσίας.
Μία τέτοια ψυχὴ ἦταν ὁ Χατζηάχριστος· μεγαλωμένος στὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας, μέσα σ’ ἀνέχεια ἀπερίγραπτη, ἄκουγε ἀπὸ τότε ποὺ ἄνοιξε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μάτια του τὴ μόνιμη ἐπῳδὸ τοῦ ἀγράμματου πατέρα του: «Εἶσαι βλάκας κι ἄχρηστος». Εἶναι περιττὸ ν’ ἀναφερθοῦν οἱ καρπαζιὲς καὶ τὸ ξύλο ποὺ ἔπεφταν σύννεφο μέσα στὸ σπίτι κάθε φορὰ ποὺ ὁ πατέρας νόμιζε ὅτι τὰ πράγματα δὲν γίνονταν ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Ἔτσι, ὁ Χατζηάχριστος ἔμαθε ἀπὸ μικρὸς (κι ἐμπέδωσε γιὰ τὰ καλά) δυὸ πράγματα· ὅτι ἡ βία, εἴτε σωματικὴ εἴτε ψυχολογική, εἶναι τὸ ἀποτελεσματικότερο μέσο γιὰ νὰ κάνῃς τὴ δουλειά σου καὶ νὰ πετύχῃς τοὺς σκοπούς σου κι ὅτι ἀφοῦ ὁ πατέρας τὸν ἀνέβαζε καὶ τὸν κατέβαζε βλάκα κι ἄχρηστο, ἔτσι ἦταν κιόλας! Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο λίκνο «ἀνατροφῆς» ἡ καρδιά του στέγνωνε μὲ τὸν καιρὸ καὶ τ’ ἀπωθημένα γιγαντώνονταν στὴν πληγωμένη ψυχή του. Ὡστόσο, τὸ μῖσος ποὺ ἔπρεπε νὰ τρέφῃ γιὰ τὸν πατέρα του καὶ γιὰ τὴν μοῖρα ποὺ τοῦ ’λαχε νὰ γεννηθῇ μέσα σὲ μία «στρούγκα» τὸ κατάπινε γρήγορα γιατί ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὁ φόβος πρὸς τὴν πατρικὴ φιγούρα κι ἡ ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀλάθητου τῶν γονέων δὲν ἄφηναν περιθώρια γι’ ἀντιδράσεις καὶ ξεσπάσματα τῶν παιδιῶν μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὅμως ἡ ψυχὴ ἔβραζε . . . .
Στὴν ὕστερη ἐφηβεία του ἀσπάστηκε μία δῆθεν κοινωνιοκεντρικὴ ἰδεολογία ποὺ ὁραματιζόταν ἕναν καλύτερο κόσμο χωρὶς ἀδικία καὶ καταπίεση. Στοὺς κόλπους της βρῆκε θαλπωρὴ καὶ παρηγοριὰ κι ἀποφάσισε νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ στὸ ἐφεξῆς ὄχι τόσο γιὰ ν’ «ἀλλάξῃ» τὸν κόσμο (ἤξερε πὼς αὐτὰ εἶν’ ἀνοησίες) καὶ νὰ κάνῃ καλὸ στοὺς συνανθρώπους τους ἀλλὰ γιὰ νὰ νιώσῃ ὅτι ἀπωθεῖ τὶς ἄσχημες παιδικές του μνῆμες (ἔτσι πίστευε) ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν σὰν ἐρινύες ἢ ὅτι ἀναλαμβάνει ἕναν θεάρεστο ρόλο ἱκανὸ νὰ τὸν ἀναδείξῃ στὶς συνειδήσεις τῶν ἄλλων σὲ πρόσωπο σημαῖνον καὶ ξεχωριστό. Καὶ ξεκίνησε τὸν «ἀγῶνα» ὑπὲρ ἑνὸς καλύτερου κόσμου μὲ φωνασκίες, συμμετοχὴ σ’ ἐκεῖνες τὶς πάντα ἄκαρπες συγκεντρώσεις, ποὺ εἶναι καταδικασμένες νὰ καταπνίγονται στὸ τέλος ἀπ’ τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ καπέλωμα, καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα στὸν προσηλυτισμὸ τῶν συνανθρώπων του μὲ σοφιστεῖες καὶ ψευτοεπιχειρήματα ποὺ τοῦ εἶχαν διδάξει οἱ πατερούληδες του. Σιγά-σιγὰ αἰσθανόταν ὅτι ὅλα του τὰ συμπλέγματα θεραπεύονταν μέσ’ ἀπ’ τὴν ἀνάδειξή του σὲ ὁδηγητὴ κι ἔτσι βάλθηκε ν’ ἀναδειχτῇ καὶ στὸν ἐπαγγελματικὸ στίβο.
Μέχρι τότε δούλευε ὡς δασκαλάκος σὲ σχολεῖα κι αὐτὸ ἦταν ταπεινωτικὸ καὶ ὑποτιμητικὸ γιαυτὸν δεδομένης τῆς ἀπαξίωσης τοῦ ἐπαγγέλματος τούτου ἀπ’ τὴν κοινωνία (πολῖτες τρίτης κατηγορίας τοὺς λέγανε τοὺς δασκάλους) καὶ τῆς ἄλλης κοινωνικῆς του δράσης ποὺ δὲν συμβάδιζε μὲ τὴ χαμηλὴ ἐκτίμηση τῆς κοινωνίας γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ποὺ διακονοῦσε. Μὲ κάτι γαλιφιὲς καὶ ρεβεράντζες κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσῃ ὑποτροφία γιὰ νὰ κάνῃ ἀνώτατες σπουδὲς στὶς χῶρες προέλευσης τῆς ἀγαπημένης του ἰδεολογίας, μὲ τίμημα τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στοὺς ἡγήτορές του καὶ τὴν ἐφ’ ὅρου ζωῆς διάδοση μ’ ὅποια μέθοδο τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεῶν τους. Γυρίζοντας στὸν τόπο του στέφθηκε μὲ μεγάλη ἄνεση καὶ χωρὶς ἐμπόδια «ἀκαδημαϊκὸς» (μὲ τὶς εὐλογίες βεβαίως τῆς ἡγεσίας) κι ἄρχισε νὰ διδάσκῃ στὸ πανεπιστήμιο – κάποιες ἀντιδράσεις τοῦ πανεπιστημιακοῦ κατεστημένου, μὲ δῆθεν ἀντίθετες ἰδεοληψίες ἀπ’ τὶς δικές του, γιὰ τὸν διορισμό του δὲν καρποφόρησαν γιατὶ ἁπλῶς ἐκδηλώθηκαν γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου προκειμένου νὰ δείξουν οἱ ἤδη κατεστημένοι ἀγωνιστικὸ πνεῦμα στοὺς δικούς τους ἡγήτορες!
Ὁ «ἀκαδημαϊκός», πλέον, Χατζηάχριστος ἐκπλήρωνε ἐπιτέλους τὸ ἰδανικό του. Γέμιζε μὲ νόημα καὶ σκοπὸ τὴ ζωή του καὶ τὸ κενό του ταυτόχρονα, παίρνοντας τὰ εὔσημα καὶ τὶς βοῦλες ὄχι μόνον ἀπ’ τὸν πολιτικὸ στίβο τῶν κοινωνικῶν «ἀγώνων» ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸν ἐπαγγελματικό του χῶρο καὶ τὴν κοινωνία, γενικότερα. Ὅμως, οἱ κακομοιριὲς τῆς ψυχῆς καὶ τ’ ἀπωθημένα δὲν καταπολεμοῦνται μὲ τέτοια. Ἀντίθετα, κι εἰς πεῖσμα σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς μάταιες προσπάθειες ἐξάλειψής τους, πάντα καραδοκοῦν γιὰ νὰ ἐκδηλωθοῦν μὲ τὴν ἀπαίσια μορφὴ τῆς ἐμπάθειας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς εἰρωνείας ἀπέναντι στοὺς θεωρούμενους ὡς ἀντίγνωμους, στοὺς ἐκτάκτως ἱκανοὺς κι ἔχοντες προσωπικὴ ἄποψη.
Ἡ θητεία του ξεκίνησε καὶ συνεχίστηκε μέχρι τέλους μὲ ἀνεκδιήγητη γκρίνια γιὰ ὁτιδήποτε δὲν γινόταν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του (ἐδῶ θύμιζε τὸν πατέρα του) καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα μὲ τὴν ἰδεολογία του. Ἔτσι, οἱ συνεργάτες του ἔπρεπε νὰ παίρνουν ἄδεια ἀκόμα καὶ γιὰ τὶς ἀσημαντότερες πράξεις τους μέσα στὸν χῶρο τοῦ πανεπιστήμιο προκειμένου νὰ μὴν βρεθοῦν στὴ δυσάρεστη θέση ν’ ἀντιμετωπίσουν τὴν μῆνιν του, ὅπως γιὰ παράδειγμα πῶς θὰ τοποθετήσουν στὸ γραφεῖο του τὰ βιβλία ποὺ δανειζόντουσαν ἀπ’ αὐτὸν ἢ ποιοὺς συναδέλφους θὰ συναναστρέφονται (ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἀντιφρονοῦντες συνάδελφοι ἀποκλείονταν ἀπὸ κάθε ἐπαφή). Ὅσο γιὰ τὶς σοβαρὲς ὑποθέσεις, ὅπως γιὰ συνεργασίες πάνω σ’ ἐπιστημονικὰ θέματα, ἡ ἄδεια ἀπ’ αὐτὸν ἦταν ὅρος ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ.
Τὰ μεγαλύτερα θύματά του ἦταν οἱ φοιτητὲς ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα, ἐνθυμούμενοι τὴν στάση του ἀπέναντί τους, φτύνουν τὸν κόρφο τους στὴν καλύτερη περίπτωση καὶ στὴν χειρότερη τὸν στολίζουν μὲ τὶς πιὸ ἀνήκουστες ὕβρεις. Ἀκόμα μνημονεύουν τὴν ἀρρωστημένη ἐπιθυμία του νὰ στέκονται προσοχὴ μπροστά του, ἐνῷ ὅσοι δὲν τηροῦσαν τὴ στρατιωτικὴ πειθαρχία ποὺ ἀπαιτοῦσε ὅταν ἔμπαιναν στὸ γραφεῖο του, ὑποβάλλονταν στὸ καψόνι τῆς ἐπανάληψης ὅλης τῆς εἰσόδου τους στὸ γραφεῖο του μὲ τὸν προσήκοντα τρόπο! Μιλοῦσε πάντα ἀπότομα κι αὐταρχικὰ ἀσκῶντας ὅλη τήν, ἀπορρέουσα ἀπ’ τὴ θέση τοῦ καθηγητῆ, ἐξουσία πάνω στοὺς φοιτητὲς κι εἰδικὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἦταν μελετηροί. Ἔτρεμε μόνον ὅσους φοιτητὲς προέρχονταν ἀπὸ ἀντίπαλα ἰδεολογικὰ στρατόπεδα (ποὺ ἦταν κι οἱ περσότεροι) καὶ πάντα φρόντιζε νὰ τοὺς ταλαιπωρῇ λίγο ἕως καθόλου γιατί ἤξερε καλὰ ὅτι κι ἀπ’ αὐτοὺς ἐξαρτιόταν ἡ ἐπαγγελματική του ἐξέλιξη – τὰ ἰδεολογικὰ στρατόπεδα εἶχαν, βλέπετε, σκαρφιστῆ μύριες μεθόδους γιὰ νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸν χῶρο τῶν «πνευματικῶν» ἱδρυμάτων. Ὅσο γιὰ τοὺς «δικούς» του φοιτητὲς φρόντιζε πάντα γιὰ εὔκολο προβιβασμὸ κι ἀκούραστη κτήση πτυχίου προκειμένου νὰ ἱκανοποιῇ καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἰδεολογικό του στρατόπεδο.
Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν θυμοῦνταν νὰ περιφέρεται ἀπὸ γραφεῖο σὲ γραφεῖο κι ἀπὸ διάδρομο σὲ διάδρομο γιὰ νὰ διαλαλῇ τὶς ἀρχὲς τῆς ἰδεολογίας του καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ πείσῃ γιὰ τὸ πόσο πάνσοφη καὶ σωτήρια εἶναι, κάνοντας ἀκριβῶς τὴν ἴδια πλύση ἐγκεφάλου ποὺ κάνουν τὰ ἱερατεῖα στοὺς πιστούς τους. Ἑπομένως, ποῦ καιρὸς νὰ βρεθῇ γιὰ σοβαρὴ ἐργασία κι οὐσιαστικὴ ἐπιστημονικὴ δουλειά; Πράγματι, τὸ ἔργο του ἦταν τόσο μικρὸ καὶ σὲ ποιότητα καὶ σὲ ποσότητα ποὺ δὲν μνημονεύεται πλέον ἀπὸ κανέναν. Τὸ βιογραφικό του σημείωμα δὲν εἶχε δημοσιοποιηθῆ ποτὲ καὶ τότε ἔσπευδαν οἱ ὁμοφρονοῦντες συνάδελφοί του κι ὅσοι τὸν εἶχαν ἀνάγκη νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι τὸ ἔκανε ἀπὸ σεμνότητα καὶ μετριοφροσύνη. Ὅλοι γνώριζαν, ὅμως, ὅτι τὸ ἔκανε λόγῳ τῆς μετριότητας τῆς δουλειᾶς του ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν κοινοποιῇ στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα. Ὅ,τι γνώριζε προέκυπτε ἀπὸ κάποια διαβάσματα ποὺ εἶχε κάνει νέος κι ἀπ’ τὰ πασαλείμματα στὰ ὁποῖα ἐπιδόθηκε ἀργότερα ὅταν ἔνιωθε ὅτι εἶχε ξεπεραστῆ ἀπ’ τὶς ἐξελίξεις καὶ εἶχε μουδιάσει ἀπ’ τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν συμμετοχὴ στοὺς κοινωνικοὺς «ἀγῶνες». Ὅπως ἔλεγε, ἦταν καιρὸς πιὰ ν’ ἀναλάβουν οἱ νέοι ἐπιστήμονες, μιᾶς κι αὐτὸς εἶχε κάνει στὸ ἔπακρον τὸ καθῆκον του!
Ὅσο ὅμως διατυμπάνιζε τὰ περὶ προώθησης τῶν νέων ἐπιστημόνων ἄλλο τόσο, ἴσως καὶ περσότερο, πίστευε ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ διοριστῇ στὴ δική του ἕδρα, τουλάχιστον γιὰ ὅσο καιρὸ θὰ ἐργαζόταν στὸ πανεπιστήμιο. Κι εἰδικὰ ἂν αὐτὸς ὁ ἄλλος δὲν ἦταν κατώτερος σ’ ἐπιστημονικὴ ἀξία κι ἐργατικότητα ἀπ’ αὐτὸν καί, πάν’ ἀπ’ ὅλα, ἂν ἀνῆκε σ’ ἀντίπαλο ἰδεολογικὸ στρατόπεδο. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ οἱ πάντα προσωρινοὶ συνεργάτες του ἔπρεπε νὰ μὴν ἔχουν λόγο γιὰ τίποτα, νὰ συμφωνοῦν πάντα μαζί του καὶ νάναι κατώτεροί του σ’ ἐπαγγελματικὰ προσόντα. Γιαυτὸ καὶ τὸ ἐργαστήριο του ἦταν ἐκ τῶν χειροτέρων ὅλου τοῦ πανεπιστημίου.
Ὅταν κάποτε ἐμφανίστηκε κάποιος μικρὸς «Θερσίτης» μὲ ὄρεξη γιὰ δουλειὰ καὶ μ’ ἀνοδικὴ πορεία στὸν χῶρο, φρόντισε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὶς ἱκανότητές του ὑποχρεώνοντάς τον νὰ κάνῃ τοῦ κόσμου τὶς ἐργασίες, τὶς ὁποῖες πρόβαλε ἀργότερα ὡς δικά του κατορθώματα. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ νέος «Θερσίτης» τὸν ἔφερνε πρὸ τῶν εὐθυνῶν του ἢ τοῦ ὑπέβαλλε ἐνοχλητικὰ ἐρωτήματα, ἐνῷ ἄλλες φορές, ἐκπαιδευμένος ὡς ἦταν στὴν ἀντιλογία, τὸν ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση μὲ τὶς καθαρὰ προσωπικές του ἀπόψεις. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ φόβος γιὰ τὴν διαδοχή του ἀπ’ αὐτὸν τὸν νέο ἐπιστήμονα κρεμόταν ἀπὸ πάνω του σὰν τὴ δαμόκλειο σπάθη καὶ τοῦ χάλαγε τὸ κέφι καὶ τὸ προαιώνιο βόλεμά του, αποφάσισε να τὸν «ἐξολοθρεύσῃ» μ’ ἐκείνη τὴν καλὰ δοκιμασμένη τακτικὴ ποὺ τοῦ εἶχαν μάθει στὸ ἰδεολογικό του στρατόπεδο: Τ ὴ ν π ε ρ ί φ η μ η σ υ ν ο μ ω σ ί α τ ῆ ς σ ι ω π ῆ ς! Ὁ Χατζηάχριστος γνώριζε καλὰ ὅτι γιὰ νὰ καταστρέψῃς ἕναν ἄνθρωπο, φτάνει νὰ τὸν πείσῃς ὅτι ἐπαγγελματικὰ δὲν ἀξίζει τίποτα· κι ἡ παραπάνω δόλια τακτικὴ ἦταν τὸ κατάλληλο μέσο πρὸς ἐπίτευξη ἑνὸς τέτοιου σκοποῦ.
Ὅση ἀγνωμοσύνη εἶχε δείξει στοὺς συνεργάτες του, ἄλλη τόση ἦταν ἡ ὑποκρισία του ποὺ χαραχτηρίζει ἔτσι κι ἀλλιῶς τὴ συμπεριφορὰ ὅλων ὅσων ἐξαρτῶνται ἀπὸ τρίτους γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ὀνείρων τους. Πόσες φορὲς εἶχε διαπληκτιστῆ μὲ συναδέλφους του γιὰ ἀκαδημαϊκὰ ἢ ἰδεολογικὰ ζητήματα κι ὕστερα παρουσιαζόταν μὲ φιλικὲς διαθέσεις πρὸς αὐτοὺς κι εὐνοϊκὲς κρίσεις γιὰ τὸ πρόσωπό τους! Δὲν μποροῦσε νὰ κάνῃ κι ἀλλιῶς γιατί ἡ ἀναρρίχηση πρὸς τὴν τελευταία καθηγητικὴ βαθμίδα ἦταν ἐξασφαλισμένη μόνο μὲ ὀσφυοκαμψίες, δωροδοκίες, χάρες παντὸς εἴδους κι ἄλλους ἐξευτελιστικοὺς συμβιβασμοὺς ποὺ συρρικνώνουν τὴν ψυχὴ καὶ κάνουν τὴν καρδιὰ καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴ ζωὴ τὴν ἴδια ξίκικη. Ἦταν γελοῖο τὸ θέαμα νὰ τὸν βλέπῃς νὰ κλαίῃ σὰν μυξιάρικο μωρὸ, ἐν ὄψει τῆς τελικής κρίσης γιὰ τὴ βαθμίδα τοῦ τακτικοῦ καθηγητῆ, μπᾶς καὶ τὸν λυπηθοῦν οἱ ἄλλοι κι ἐπειδὴ φοβόταν μήπως καὶ δὲν τὸν ψηφίσει τὸ ὑπόλοιπο καθηγητικὸ σκυλολόι ποὺ πάντα ἐπέκρινε καὶ κατηγοροῦσε ὅταν ἀκολουθοῦσε παρόμοιες τακτικές!
Ὁ Χατζηάχριστος ψόφησε πρὶν τῆς ὥρας του λίγο μετὰ τὸ ἔμπα μίας Ἄνοιξης, ἀφοῦ πρῶτα ταλαιπωρήθηκε φρικτὰ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ἀπὸ ἀρρώστια τῶν ἐντέρων. Ὅλοι εἶπαν τότε ὅτι ἔφταιγε ἡ κακή του ψυχολογία ποὺ κουβαλοῦσε μία ζωή, δηλαδὴ τὸ ἄγχος του, ἡ δυσαρέσκειά του κι ἡ στεναχώρια του. Σ’ ὅλους ὅμως διέφυγε ἡ ἁπλούστερη καὶ μοναδικὴ ἴσως ἐξήγηση γιὰ τὸν θάνατό του: Ὁ Χατζηάχριστος ἀνῆκε σ’ ἐκείνη την αγέλη τῶν δίποδων ποὺ ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ὑβριστὲς σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους, ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ μία πρόνοια, νὰ πληρώσουν γιὰ τὰ κρίματά τους καὶ τὶς ἀδικίες ποὺ διέπραξαν. Στὴν ταφὴ ἔσπευσαν ὅλοι, φίλοι κι ἐχθροί, νὰ κλάψουν καὶ νὰ ἐκφωνήσουν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λόγους ποὺ κανεὶς δὲν πιστεύει ἢ δὲν δίνει σημασία τὴν ὥρα τῆς ἐκφώνησής τους. Γιατί ἂν λίγο πρόσεχες τί ἔλεγαν, θὰ ἀηδίαζες γιὰ τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν προσποίηση ἐπικηδείων ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἀχανῆ μηδενικά, ὅπως ὁ «ἀκαδημαϊκὸς» Χατζηάχριστος.
Κωνσταντῖνος Κ. Χατούπης
( Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης κατάγεται από την Κόρινθο αλλά γεννήθηκε και έζησε στα Χανιά. Εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολεία εξαρτώμενα από το Υπ. Παιδείας.)