Ο Περικλής στο χθες και στο σήμερα – Γιώργος Αναγνωστόπουλος
«Εντός των τειχών»

Ας μην ανατρέχουμε συνεχώς στο παρελθόν για συμβουλές.
Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος φέρνει στο παρόν τον Περικλή, σε μια λογογραφία όπως αυτός την φαντάστηκε.
Ένας ακόμη προβληματισμός στο «Εντός των τειχών»



Ο Περικλής στο χθες και στο σήμερα

Ο Περικλής γεννήθηκε στον Δήμο Χολαργού, βόρεια της Αθήνας, γύρω στο 495 π.Χ. Η καταγωγή του ήταν αριστοκρατική, ήταν γιος της Αγαρίστης και του Ξάνθιππου, ο οποίος διετέλεσε πολιτικός και στρατηγός στις αρχές του 5ου αιώνα.

Ο Περικλής ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή και ήταν συγγενής με τους Αλκμεωνίδες, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε ν’ ακολουθήσει το κόμμα του Εφιάλτη, που σαν ιδεολογία του είχε την ισότητα όλων των πολιτών.

Στο σπίτι του δεχόταν φίλους, σοφούς και καλλιτέχνες, όπως τον περίφημο αγαλματοποιό Φειδία, τους ποιητές Ευριπίδη και Σοφοκλή, τους φιλοσόφους Πρωταγόρα, Αναξαγόρα, Σωκράτη κ.ά.

Ήταν ο πρώτος πολιτικός πού αναγνώρισε τη μεγάλη σημασία που έχει η φιλοσοφία για έναν που προορίζεται να χειριστεί τα κοινά. Μελετούσε για χρόνια τις λεπτές αποχρώσεις της Ελεατικής φιλοσοφίας, πίσω από το λιγοστό φως ενός κεριού -όπως ξέρετε δεν είχανε ακόμη ηλεκτρικό- κάτω από την άμεση καθοδήγηση του Ζήνωνα του Ελεάτη, που οι συλλογισμοί του για το χρόνο, το διάστημα και την κίνηση γέννησαν αργότερα την ατομική θεωρία του Λευκίππου

Ο φιλόσοφος όμως που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω στη σκέψη του και που συντέλεσε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ήταν ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Νους είναι η αρχή των πάντων και η αιτία διακόσμησης του αρχικού χάους. Γι’ αυτό άλλωστε όταν τον βλέπανε να περνάει από κάπου λέγανε περιπαικτικά ότι περνάει ο Νους.

Σε αυτόν όφειλε ο Περικλής το χαρακτήρα και την ευγλωττία του.
Για την τρομερή του αυτή ρητορική δεινότητα, οι Αθηναίοι τον ονόμασαν Ολύμπιο.

Λέγανε μάλιστα ότι κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης ρώτησε το Θουκυδίδη (όχι τον ιστορικό) που ήταν πολιτικός του αντίπαλος, αν έχει παλέψει μαζί του και ποιος από τους δύο τους είχε νικήσει.

 «Να παλέψω με τον Περικλή; Απάντησε ο Θουκυδίδης.
Αποκλείεται, γιατί οπωσδήποτε θα με νικήσει.
Είναι λοιπόν τόσο δυνατός;
ρώτησε ο βασιλιάς της Σπάρτης.
Αμφιβάλλω αν είναι δυνατότερος από μένα.
Τότε, πώς θα σε νικήσει;
Με το στόμα του! απάντησε ο Θουκυδίδης.
Έστω και αν τον νικήσω, θα καταφέρει να πείσει τους θεατές ότι με νίκησε εκείνος!».

Μ’ αυτά τα λόγια, ο Θουκυδίδης ήθελε να τονίσει τη δύναμη της ευγλωττίας του.
Κάτι σαν τους πολιτικούς που έχουμε και εμείς σήμερα. Την οποία όμως χρησιμοποιούν πάντα προς όφελός τους.

Μάλιστα αν ζούσε στην εποχή μας ο Περικλής, θα έμενε έκπληκτος με το πώς κατάφεραν αρκετές φορές να μας πείσουν χάρη στην ευγλωττία τους, ότι για τα ανύπαρκτα εισοδήματα της απλήρωτης εργασίας μας, το αφορολόγητο πρέπει να πέσει ακόμη πιο χαμηλά ή το πώς μας πείθουν πως πρέπει να περάσουν δρακόντια μέτρα καθολικής απαγόρευσης, χωρίς ουσιαστικό διάλογο, βάζοντας στο γύψο μία ολόκληρη κοινωνία, παρόλο που οι αποφάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι αντίθετες προς αυτή την κατεύθυνση, λόγω των άμεσων αλλά και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από τα lockdown.

Στη γλώσσα τους κρύβεται ο επαγγελματισμός της μακρόχρονης προπαγάνδας τους. Τα λόγια τους μοιάζουν σαν μεγάλες ασιδέρωτες σημαίες που μέσα στις ραφές τους έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση και η σιωπή. Σίγουρα θα τους έλεγε, εάν ερχόταν στην εποχή μας, πως θέλει διόρθωση η γλώσσα που μεταπολιτευτικά μάθανε να παπαγαλίζουν όλοι τους σαν σιδερωμένο σάβανο.

Γιατί ο Περικλής, αντίθετα με τους πολιτικούς σήμερα, κατάφερε με την ευγλωττία του να κερδίσει τη γνώμη της κοινωνίας καταργώντας τις εξουσίες του Αρείου Πάγου, τις οποίες μετέφερε στην Εκκλησία του Δήμου, έδωσε γη σε όλους τους ακτήμονες και καθιέρωσε τα θεωρικά για την δωρεάν εκπαίδευση όλων των κατοίκων της Αττικής μέσα από τα θέατρα.

Έτσι, αν και ήταν γόνος αριστοκρατίας απαρνήθηκε την τάξη του και ακολούθησε δημοκρατικές και ριζοσπαστικές ιδέες.
Μάλιστα, όταν ήταν νέος ήταν αρκετά ντροπαλός και λιγομίλητος κι απέφευγε τον κόσμο. Δεν είχε καμιά διάθεση ν’ ασχοληθεί με την πολιτική, γιατί η οικογένεια του είχε ποτιστεί εξαιτίας της με αρκετές πίκρες.

Ο παππούς του ο Μεγακλής και ο πατέρας του ο Ξάνθιππος, που πολέμησε στα περσικά και νίκησε τους πέρσες το 479 π.Χ. στη Μυκάλη, είχαν πάρει και οι δυο τους το δρόμο της εξορίας, εξοστρακισμένοι από την Εκκλησία του Δήμου. Το ίδιο φοβόταν ότι θα πάθαινε και ο ίδιος αν ασχολούνταν με την πολιτική. Φαίνεται όμως πως τον επηρέασε ο δημοκρατικός Εφιάλτης με τον ακέραιο χαρακτήρα του, την τιμιότητα του και τις όμορφες ιδέες του για την πολιτική ισότητα και την οικονομική ανακούφιση των φτωχών πολιτών. Αργότερα όταν ο Εφιάλτης δολοφονήθηκε από τους ολιγαρχικούς, ο Περικλής προώθησε με νόμους τις ιδέες του.

Για την τερατώδη ψυχραιμία του δε, θα σας διηγηθώ μια σχετική ιστορία, αν και δεν είναι γνωστή σε πολλούς:

[ … Μια μέρα λοιπόν, ένας Αθηναίος, που είχε πολύ άσχημη γλώσσα, άρχισε να τον βρίζει με τα χειρότερα λόγια στη μέση της αγοράς. Όπως βρίζουνε σήμερα τους πολιτικούς. Ο Περικλής δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία. Ούτε του είπε ότι ανήκει σε κάποια ακραία παράταξη ή ότι μαζί τα φάγανε.
Όταν νύχτωσε και ξεκίνησε για το σπίτι του, ο ενοχλητικός πολίτης τον ακολούθησε συνεχίζοντας τις βρισιές του. Φτάνοντας στο σπίτι είπε στον υπηρέτη του, που του άνοιξε την πόρτα: “Σε παρακαλώ, οδήγησε με το φανάρι σου αυτόν εδώ ως το σπίτι του, γιατί δεν θα βλέπει να περπατήσει με τόσο πυκνό σκοτάδι.” …]

Αλλά θα θελα να προβληματιστείτε, πόσοι σύγχρονοι πολιτικοί θα κάνανε αυτό που έκανε ο Περικλής; Δεν είχε σωματοφύλακες, ούτε αστυνόμους γύρω του ή γύρω από το σπίτι του να τον φυλάνε. Όπως κάνουν οι δικοί μας πολιτικοί σήμερα και μετά μιλάνε για δημοκρατία, λες και είναι κάποιο ρούχο που μπορεί ο καθένας να το φορέσει πάνω του και να το κόψει στα μέτρα της εξουσίας που διαθέτει.

Γι’ αυτό ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Περικλή, ο οποίος  αν και έχει πεθάνει εδώ και 2500 χιλιάδες χρόνια, σίγουρα θα έχει να μας πει πολλά ακόμα και σήμερα, μιας και διακρινόταν για την τέχνη του λόγου του. Μιας και κατάφερε να διαλεχθεί πολλές φορές με αυτό τον άγνωστο συνομιλητή (το θάνατο) που όλοι μας κάποια στιγμή θα βρεθούμε απέναντί του χάνοντας τα λόγια μας. Μάλιστα του ζήτησα να μου δώσει συνέντευξη αλλά δεν δέχτηκε. Εμείς στη δική μου εποχή μάθαμε μου λέει να επιχειρηματολογούμε και όχι να δίνουμε έτοιμες απαντήσεις.

Ίσως και γι’ αυτό, αν ο Περικλής ερχόταν σήμερα  και έβγαζε ένα νέο επιτάφιο λόγο κάπου στον Κεραμικό, για τα θύματα της οικονομικής κρίσης από τα μνημόνια, την πανδημία ή του υποχρεωτικού εγκλεισμού μας να άρχιζε την ομιλία του κάπως έτσι:

[… Έχω ταξιδέψει μέσα στο χρόνο, για να φτάσω ως εδώ, από νύχτα σε νύχτα. Μετά από τόσα χρόνια ξαναβαδίζοντας και πάλι εδώ, πάνω στα ίδια χώματα, βλέπω από μακριά την  Αθήνα, την Αθήνα μου, το κέντρο του πολιτισμού μας, να ενσωματώνει πολλά ερείπια της εποχής μου και θλίβομαι. Βλέπω σπασμένα μνημεία και αγάλματα. Βλέπω μία πόλη, χαοτική, αποπνικτική από το νέφος και τα σκουπίδια, μ’ ένα πληθυσμό σχεδόν 5 εκατομμυρίων ανθρώπων, ανάμνηση του δικού μου κόσμου που χάθηκε. Με μία ακρόπολη ξεγυμνωμένη από τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα, που κι αυτήν ακόμη που απέμεινε, απ’ ότι μαθαίνω τη βάλατε εγγύηση για τα χρέη σας.

Τώρα βέβαια ξέρω τι θα θέλατε να με ρωτήσετε: Που βρισκόμαστε, που πάμε, ο εγκλεισμός, τα δάνεια, τα χρέη, οι τράπεζες;
Τι προοπτικές έχουμε για το μέλλον σαν χώρα;
Αν και τα αντιμετώπισα και εγώ πριν 2500 χιλιάδες χρόνια μαζί με την οικογένειά μου πολύ χειρότερα από εσάς, ε πραγματικά δεν ξέρω τι να πω.
Τι μπορεί να περιμένει μία απατημένη σύζυγος από τον άντρα της; Τι μπορεί να περιμένει μία κοινωνία από ένα κοινοβουλευτικό αστικό δικομματισμό που έχει διαφθαρεί;  Από μικρά κόμματα που λαϊκίζουν και επενδύουν στο χάος;

Είμαι παιδί των περσικών πολέμων, της κατοχής, της πολιορκίας μας μέσα στα μακρά τείχη, που εγώ έδωσα εντολή να φτιαχτούν, για την φύλαξή μας από τους Λακεδαιμόνιους. Έζησα το λοιμό που αποδεκάτισε τους κατοίκους της πόλης μας. Ξέρω τι θα πει πείνα, δυστυχία, ανέχεια! Δεν έκανα πολιτική από το εξωτερικό ή από την τηλεόραση. Δεν έπαιρνα επτά χιλιάδες ευρώ από το σπίτι. Τ’ αντιμετώπισα!

Έχω χάσει από το λοιμό την αδερφή μου και τους δυο μου γιούς. Τον Ξάνθιππο και τον αγαπημένο μου Πάραλο. Με το θάνατο του Πάραλου δεν άντεξα. Έπεσα πάνω στη νεκρική του κλίνη και σπάραζα ώρες ολόκληρες.

Έχω διαλεχτεί και γω πολλές φορές με αυτόν τον άγνωστο συνομιλητή, το θάνατο.

Οι Αθηναίοι όμως που αντιμετώπιζαν τη φρίκη του πολέμου και τον πανικό της επιδημίας, άρχισαν να με κατηγορούν ότι εγώ ήμουν η αιτία για τα φοβερά δεινά που αντιμετώπιζε η πόλη μας.

Παρουσιάστηκα στους δικαστές τσακισμένος από το πένθος και την επιδημία που με βασάνιζε εδώ και αρκετό καιρό. Υπερασπίστηκα με σθένος τον εαυτό μου και την πολιτική μου και κατάφερα να τους πείσω ότι την ευθύνη του πολέμου την έφερνε η Σπάρτη και όχι η Αθήνα.

Το ίδιο έκανα και όταν κατηγορήσανε άδικα, οι πολιτικοί μου αντίπαλοι, την Ασπασία. Έπεσα στα γόνατα και έπεισα τους δικαστές με επιχειρήματα ότι ήταν αθώα. Αργότερα οι Αθηναίοι για να αποκαταστήσουν το λάθος τους, έδωσαν πολιτικά δικαιώματα στον γιο μας τον Περικλή (το νεότερο).

Αλήθεια εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;
Πόσοι πολιτικοί έχουν να σας πουν κάτι γι’ αυτό;
Πόσοι πολιτικοί σας έχουν τις δικές μου εμπειρίες;

Θυμάμαι ο λοιμός εμφανίστηκε πρώτα στο λιμάνι του Πειραιά και σύντομα εξαπλώθηκε στην πόλη αφήνοντας αμέτρητους νεκρούς, οι οποίοι έμεναν άταφοι.

Όλοι οι ναοί ήταν γεμάτοι από πτώματα και οι δημόσιες υπηρεσίες δεν λειτουργούσαν. Η επιδημία αποδεκάτισε το ένα τρίτο του αττικού πληθυσμού! Εγώ και οι συμπολίτες μου μάταια ζητούσαμε από τους Λακεδαιμόνιους ανακωχή.

Ήταν τέτοιος ο λοιμός που όλοι οι νόμοι που ίσχυαν για τις ταφές καταργήθηκαν και γινόταν ομαδικές ταφές. Προπαντός όμως θυμάμαι τι θα πει ελπίδα και ορμή αντίστασης.

Παρά το πλήγμα του λοιμού δεν το βάλαμε κάτω, δεν παραδώσαμε την πόλη μας στους Σπαρτιάτες.

Είχαμε μάλιστα και επιτυχίες. Καταστρέψαμε την πόλη της Πρασίας στην ακτή της Λακωνίας, καταλάβαμε την Ποτίδαια και παρά το ότι οι Λακεδαιμόνιοι συνέχισαν να χρηματοδοτούνται από τους εχθρούς μας, τους Πέρσες και κατέστρεφαν τα περίχωρα της πόλης και τις σοδιές μας, εμείς συνεχίσαμε να πολεμάμε. Όπως και οι σύμμαχοι μας οι Πλαταιείς, οι οποίοι προτίμησαν να λιμοκτονήσουν παρά να παραδώσουν την πόλη τους. 

Μάλιστα έπρεπε να πείσω τον αγροτικό πληθυσμό της Αττικής να εγκαταλείψει τα χωράφια και τις περιουσίες του, δίνοντας τους εγώ πρώτος το παράδειγμα.  Έπρεπε να δώσω αμέσως λύση! Τι έκανα; Τους υποσχέθηκα πως εάν ο εχθρός δεν κατέστρεφε την ακίνητη περιουσία μου, που βρισκόταν έξω από τα τείχη, τότε θα την παραχωρούσα εγώ ο ίδιος στο κράτος.

Εσείς, δεν σεβαστήκατε τους ήρωες του ΄21, τους αφορίσατε. Δεν σεβαστήκατε τον Καποδίστρια και τον Πλαστήρα και τώρα έρχεστε να σας γλυτώσουν οι Ευρωπαίοι; Οι φαρμακευτικές εταιρείες που επιδίδονται σε αγώνα δρόμου μεταξύ τους για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Τι να γλυτώσουν; Ποιον να γλυτώσουν;

Οι αιώνες δουλείας σας στους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς και τους Οθωμανούς σας διέφθειραν, γίνατε υπήκοοι, χάσατε τον αυτοσεβασμό σας, όχι απέναντι σε μας τους αρχαίους, που είστε παιδιά μας, αλλά απέναντι στον καθρέφτη που κοιτάζεται κάθε πρωί τον εαυτό σας.

Όμως θα σας πω κάτι που το αντιμετώπισα και εγώ πριν 2500 χιλιάδες χρόνια.
Αν πάντοτε πετυχαίναμε κάτι εμείς οι Έλληνες , το πετυχαίναμε μόνο ενωμένοι.
Ο πελοποννησιακός πόλεμος αποδεκάτισε τις πόλεις μας, οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποδεκατίστηκαν μεταξύ τους, οι μικροκομματικές διαμάχες οδήγησαν στην μικρασιατική καταστροφή.
Αν θέλετε να κερδίσετε θα πρέπει να  καλλιεργήσατε εκείνο τον λόγο που θα ενώνει.
Εκείνο το λόγο που θα σας κάνει να δείτε το γείτονά σας αλλιώς, ο οποίος για χρόνια σας έχει χαρακτηρίσει με διάφορους τρόπους. Να δείτε αλλιώς ένα δημόσιο πρόσωπο που το μισείτε, που όποτε βγαίνει στην τηλεόραση το μουντζώνεται.

Σας συμβαίνει αυτό;
Μιλάτε με την τηλεόραση;
Τώρα μάλιστα με τους υποχρεωτικούς εγκλεισμούς είμαι σίγουρος πως μιλάτε πολύ.

Έχω δει πάρα πολύ κόσμο που μιλάει με την τηλεόραση. Που μουντζώνει τον απέναντι οδηγό, που βρίζει την παίχτη της ομάδας του που δεν κατάφερε να βάλει την μπάλα στα δίχτυα, που ζηλεύει το γείτονα του, που όποτε περνάει δίπλα του δεν λέει καλημέρα, που παίρνει αντικαταθλιπτικά, που έχουν αυξηθεί τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας κλπ κλπ.

Και τώρα έρχεται η τέχνη του λόγου και λέει ότι θα πρέπει να βρεις το κοινό που σε ενώνει με τους άλλους και τον εαυτό σου, που είναι τόσο εύκολο να το κατακρίνεις. Είναι τόσο εύκολο να δεις την αδυναμία του, τόσο όσο τη δικιά σου τη βλέπουν όλοι οι άλλοι.

Για να δω όμως το διαφορετικό θα πρέπει ανάμεσα στη θέση και στην αντίθεση να κάνω αυτό που στη διαλεκτική ονομάζεται υπόθεση. Πρέπει να υποθέσω εμένα και αυτόν τον τόσο αποκρουστικό μπροστά μου – έτσι τουλάχιστον τον βλέπω ή με βλέπει – να τον υποθέσω στο τώρα, γιατί στο τώρα είμαστε όλοι αθώοι και να συναντηθώ, να κάνω αυτή την εφαπτομένη με τον άλλο στο τώρα του, με μία καθαρότητα που ξεχνάω τι έχει συμβεί ή τι προσδοκώ απ’ αυτόν. Τότε η τέχνη του λόγου γίνεται μία πραγματική άσκηση πολιτικής δράσης. 

Ο Μεταξάς μετά την μικρασιατική καταστροφή είπε το Όχι απέναντι στον Γερμανο-Ιταλικό  άξονα, την ίδια περίοδο που στα απομνημονεύματα του έγραφε ότι «είπα το Όχι μόνο για την τιμή, εν πλήρη γνώση ότι θα χάσουμε», η ιστορία τον διέψευσε και την ίδια στιγμή ο Ζαχαριάδης από την Κέρκυρα στάθηκε στο πλευρό του Μεταξά.

Ο Λεωνίδας πολέμησε στις Θερμοπύλες για την τιμή.

Όταν αντισταθήκαμε στον Μαραθώνα, στο δεσποτισμό της ανατολής. Οι προγονοί μου οι Αθηναίοι λέγανε
«δεν πολεμήσαμε εδώ μόνο για την Ελλάδα, αλλά περί την Ευρώπη σύμπασα».

Μάλιστα πολλούς αιώνες αργότερα, το 1810, έμαθα ότι ο φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Βύρων, λίγο προτού φθάσει στο Μεσολόγγι, είχε επισκεφθεί τον Μαραθώνα και έγραψε:

«Τα βουνά ατενίζουν τον Μαραθώνα και ο Μαραθώνας κοιτά τη θάλασσα.
Μόνος για λίγο με τις σκέψεις μου εκεί, την Ελλάδα ονειρεύτηκα ελεύθερη.
Γιατί στεκόμουνα στου Πέρση τον τάφο και δεν θεωρούσα τον εαυτό μου σκλάβο».

Για ποιά Ευρώπη του Καρλομάγνου, λοιπόν, σας μιλάνε σήμερα οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι; Γιατί δεν τους είπατε για ποιούς πολεμήσαμε στην μάχη του Μαραθώνα; Γιατί δεν τους είπατε πως η Ευρώπη είναι γυναίκα του Διός και κόρη του Δαναού;

Μάλιστα γελάω πολύ από τότε που έμαθα ότι το Βραβείο Καρλομάγνος απονέμεται κάθε χρόνο, στην πόλη Άαχεν της Γερμανίας, σε άτομα για τη συνεισφορά τους στην ιδέα της Ευρώπης και για την ειρήνη στην περιοχή.

Θα έπρεπε να δίνεται το βραβείο Μαραθώνα, ή τουλάχιστον το βραβείο Μιλτιάδη! Και το λέω αυτό, ασχέτως του ότι ο γιος του ο Κίμων υπήρξε πολιτικός μου αντίπαλος.

Ή το βραβείο Θεμιστοκλή, ο οποίος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας έσωσε την Ελλάδα, και σε μία χρονική προέκταση την Ευρώπη, από την δεύτερη εισβολή των περσών και κατάφερε να αναδείξει την υπεροχή του λαού με την μετατόπιση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος, από την καλλιέργεια της γης, στην θάλασσα κλονίζοντας έτσι τα θεμέλια της εξουσίας των ευγενών που κατείχαν τη γη, οι οποίοι συνασπίστηκαν κάτω υπό την ηγεσία του Αριστείδη προσπαθώντας να ματαιώσουν τα σχέδιά του.

Δυστυχώς όμως σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο μνημείο που να τιμάτε το έργο του. Υπάρχει όμως το άγαλμα του Χάρι Τρούμαν σε πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας,  στη συμβολή της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου με την οδό Βασιλέως Γεωργίου Β΄ στο κέντρο της Αθήνας, διότι απ’ ότι βλέπω περισσότερο τιμάτε τη βασιλεία από τη Δημοκρατία. Ενώ τους δύο δρόμους που οδηγούν στον Παρθενώνα της παλλάδος Αθηνάς, που θα έπρεπε να λέγονται οδός παλλάδος Αθηνάς και οδός Παρθενώνος τους ονομάσατε Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αποστόλου Παύλου.

Για να καταλάβετε επειδή μιλάμε για λόγο, για ζωντανή πνευματική παράδοση, αν μπορεί ποτέ σ’ ένα λαό που δεν τιμά τέτοιες μνήμες να έρθει η Δημοκρατία; 

Όμως κι εγώ όταν κλήθηκα να μιλήσω στον Κεραμικό το 330 π.Χ. για τους πρώτους νεκρούς μας στον πελοποννησιακό πόλεμο, επικαλέστηκα τους προγόνους μας και μετά επικαλέστηκα την ενότητα, την τιμή και την αξιοπρέπεια των συμπολιτών μου, καθώς και την σημασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, για το οποίο οι ίδιοι εμείς οι Αθηναίοι είχαμε επίγνωση της συμβολής μας στην εγκαθίδρυση του.

Εμείς πιστέψαμε στην άμεση Δημοκρατία και στην Κλήρωση,      

Οι δικιά σας κοινωνία όμως δεν προσφέρει πλούτο συμμετοχής στον πολίτη, και ύστερα περιμένετε να αγαπήσει κανείς και να παλέψει γι’ αυτήν την κοινωνία.

Δεν επικεντρωθήκατε στη χρήση της λογικής και της γλώσσας. Φτιάξατε μία γλώσσα προς κατανάλωση. Η γλώσσα για μας ήταν η δύναμη της σκέψης μας. Φτιάξαμε γλυπτά μνημεία, πάρκα, άλση, ειδυλλιακά νερά για περιπάτους και μία παγκόσμια μυθολογία που αργότερα εξελίχθηκε σε θρησκεία μας.

Φτιάξαμε μία γλώσσα χωρίς σκιά, όλο φως!
Εσείς αντίθετα έχετε μια καθολική ασχήμια.
Ο νόμος του ομοίου προς το όμοιο βρίσκεται σε αντιπαράθεση, ανάμεσα στον δικό μας πολιτισμό και τη δική σας βαρβαρότητα.

Πάντως εάν είναι να επιλέξετε, τουλάχιστον επιλέξτε εκείνους που θα θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο σύνταγμα, το οποίο θα εδράζεται στην λαϊκή κυριαρχία. Εκείνο το σύνταγμα όπου η πολιτική σταδιοδρομία δεν θα είναι επαναλήψιμη, αλλά ένας στίβος εκπαίδευσης για όλους τους πολίτες και θα αντιτείνεται απέναντι στην ολιγαρχία και την λογική των αγορών.

Στην εποχή μου αν έπαιρνε πολιτικές αποφάσεις ο πολιτικός που δεν ήταν συμβατές με την λαϊκή βούληση, με το λαϊκό συμφέρον, τις έπαιρνε πίσω και ο λαός τους προσήγαγε στη δικαιοσύνη.

Ο λαός είναι αυτός και μόνο αυτός ο οποίος έχει το απόλυτο δικαίωμα να καθορίζει τις τύχες του αντί να αφήνεται στην καλή ή κακή διαχείριση των πολιτικών που τον καταδυναστεύουν χωρίς έλεγχο.

Εγώ μετά από εδώ ίσως να μην σας θυμάμαι καθόλου και ίσως να μη με θυμάστε κι εσείς, εκείνο όμως που θα θυμάμαι για πάντα είναι αυτή η μικρή σπίθα που έχετε όλοι βαθειά μέσα στα μάτια σας, κρατήστε την αναμμένη και ίσως αύριο γίνει φλόγα που θα αλλάξει και πάλι τον κόσμο.

Οδηγήστε τον εαυτό σας στην αυτοπραγμάτωση του,
γιατί όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης «ἡ φύσις οὐδὲν ποιεῖ μάτην».

Γιώργος Αναγνωστόπουλος

Συμμετοχή στα πλαίσια του συλλογικού λευκώματος: «Εντός των τειχών» e-musa.gr.


Γιώργος Αναγνωστόπουλος (Συγγραφέας) – Βιογραφία