Επέστρεφε – Ειρήνη Γαβαλά
«Εντός των τειχών»

Πηγή φωτογραφίας: https://www.amorgos-news.gr

Επέστρεφε

Αποκαλόκαιρο. Απομεσήμερο. Ο ήλιος πορφυρός,διστακτικός κοντοστέκεται για λίγο πριν βουτήξει στο Αιγαίο.

Οι τελευταίοι ηλιοκαμένοι κολυμβητές μαζεύουν τις πετσέτες , τις ρακέτες και με την αλμύρα στο σώμα φεύγουν απ΄την παραλία γελώντας δυνατά, προσέχοντας να μη χαλάσουν τους αυτοσχέδιους πύργους, τις αμμουδένιες καρδιές με τα αρχικά τους, τις καρδιές τις εφήμερες  που ένα κύμα θα΄χει μισοσβήσει  μέχρι το πρωί. Οι έρωτες του καλοκαιριού όμορφοι και πρόσκαιροι όχι όπως ο δικός τους…

Η Harley Davidson περνάει μουγκρίζοντας απ΄τον παραλιακό δρόμο. Κάτω απ΄το κόκκινο μαντήλι μακριά γκρίζα μαλλιά,μούσι, μουστάκι, σκούρα γυαλιά, το κράνος στο χέρι, πέτσινο μπουφάν με κρόσια,φθαρμένες καουμπόικες μπότες. Ανεβαίνει τον στριφογυριστό δρόμο, περνάει δίπλα από τις ταβέρνες, τις καφετέριες, τα μαγαζάκια με τα κοσμήματα, τα  ρούχα, τα αναμνηστικά… Τότε δεν υπήρχε τίποτα από αυτά. Ένα μικρό ξενοδοχείο μόνο στην άκρη του γκρεμού που έμοιαζε να αιωρείται πάνω από το απέραντο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο, η ταβέρνα του καπετάν Νικήτα με τα φρέσκα ψάρια, οι λουκουμάδες με ντόπιο μέλι της κυρα-Ρήνης. Συνεχίζει τον δρόμο τον ανηφορικό, οι αναμνήσεις τον πνίγουν, θέλει να πάρει αέρα, να αναπνεύσει. Πρέπει να τη δει μια τελευταία φορά πριν φύγει. Τα μάτια μουσκεμένα απ΄τα δάκρυα κι απ΄τον ιδρώτα τσούζουν. Βιάζεται, το μόνο που θέλει είναι να τη δει, να της μιλήσει, προσπερνά μαρσάροντας το τουριστικό λεωφορείο. Στην τελευταία στροφή του δρόμου προβάλλει η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, παρκάρει τη Harley στο πλάτωμα, τότε είχαν φτάσει με ένα σκουτεράκι που αγκομαχούσε πάνω στο χωμάτινο κακοτράχαλο μονοπάτι.. Κάτι ρωτάει τον ταβερνιάρη και κατευθύνεται τρέχοντας στην άκρη του χωριού.Ίσα που προλαβαίνει, σε λίγο η πόρτα θα κλείσει.

Τότε ήταν κολλημένη επάνω του σφιχτά σε όλη  την διαδρομή,γελούσαν, τραγουδούσαν μαζί το Power of Love, Ι’m your lady,  you are my man, τον κορόιδευε γιατί ήταν φάλτσος και τα μαλλιά της μακρυά σγουρά κυμάτιζαν σαν σημαία στον αέρα.

Μπαίνει μέσα σπρώχνοντας το μικρό μισοχαλασμένο πορτάκι, η καμπάνα χτυπάει για τον εσπερινό, με βιαστικό βήμα πλησιάζει το μοναδικό κυπαρίσσι που στέκεται πίσω της, ακοίμητος πιστός σωματοφύλακας.

Το μάρμαρο έχει μαυρίσει απ΄την πολυκαιρία, το καντηλάκι σβηστό, η καντηλήθρα με το φυτίλι κολλημένα αχρησιμοποίητα εδώ και χρόνια. Δεν κάνει τον κόπο να το ανάψει. Βγάζει μέσα απ΄το μπουφάν τον βασιλικό και τα γαρυφαλάκια που τόσο αγαπούσε και τα αποθέτει δίπλα στην ξεθωριασμένη φωτογραφία της. Κάτω απ΄τον σταυρό, στη γυάλινη θήκη με το μισοσπασμένο τζάμι βλέπει το κοχυλάκι που της είχε χαρίσει για να ακούει, της είχε πει, τους ψίθυρους της καρδιάς του…

Γαλάτεια Πεφάνη 15/8/1985
Ετών 20

Έχει πετρώσει, θέλει να κλάψει, θέλει να θυμηθεί, θέλει να πεθάνει. Όμως το μόνο που τελικά καταφέρνει είναι να ψιθυρίσει

Γαλάτεια… Αγάπη μου… Συγχώρεσέ με…

Κι ήταν εκείνη η ώρα που ο αιμάτινος ήλιος βυθιζόταν στης Αμοργού το απέραντο γαλάζιο…

Ειρήνη Γαβαλά

Συμμετοχή στα πλαίσια του συλλογικού λευκώματος: «Εντός των τειχών» e-musa.gr.