Έσω κτύπος -Ηλίας Παπακωνσταντίνου
«Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης 21 Μαρτίου 2021»

 

Έσω κτύπος

Ούτε ένα ποίημα δεν προλάβαμε ν’ ακούσουμε,

ούτε ένα ήλιο δεν προλάβαμε στη τσέπη μας να βάλουμε,

και η λαχτάρα έπεσε απ’ τα χέρια μας και χάθηκε,

κι ούτε ένα στάχυ δεν περίσσεψε στην παλάμη μας.

Γενναίες σχισμές καμάρωναν τα μάλλινα

που κείτονταν στα κορμιά μας.

Σε τούτο εδώ τον πόλεμο ματώσαμε

μα τώρα λείπει η αφεντιά μας,

κι αντί παρατεταμένο χειροκρότημα να πάρουμε

ήταν στα χέρια μας που πρόσταζαν να δώσουμε.

Και κείνα τα χακί καπέλα μας τριγύριζαν

και τα μαύρα δίναν το παρόν,

ολόλευκα φαινόντουσαν στους τρόπους τους,

πριν λίγο το καμιόνι τους είχε πατήσει ένα σωρό.

Πήγαιναν κι έρχονταν πειθαρχημένες μπότες,

δάχτυλα δείχναν και φωνές που μοιάζαν με ανθρώπινες.

Μάτια κρυμμένα στα παράθυρα φόβους ανθίζανε

και κάτι κτίρια δωρικά, πως μένανε και σήμερα ακίνητα,

πως δεν κινούσαν λίθους;

Το μάρμαρο το παλαιϊκό

έγειρε ακόμα λίγο, ώσπου να ‘ρθει

κι άλλος ένα κρότος τουφεκιού

έσβησε από το βράχο, ήταν βαρύ,

τέτοια ντροπή να ‘λειπε από την ιστορία του.

Κι ο αγέρας ακόμη λιγοψυχούσε,

σ’ όλον αυτό τον κουρνιαχτό

δεν έβρισκε ψυχή ν’ αρθρώσει μια, δυο, λέξεις,

μον’ κάτι όλμοι βαρετοί, ανιαροί, δεν ξέραν που χτυπούσαν.

Στου κότσυφα το πέταγμα σπουργιτόσφαιρες λαλούσαν.

Δυο χρώματα παίζανε σε τούτο το καμβά,

άλλοτε χαμηλά το κόκκινο άλλοτε το γκρι ψηλά,

κι ανάποδα, όπως σάρκες σε εκείνα τα σκοινιά,

κι αλαλαγμοί και χαλασμός και ηρωισμός.

Να, βλέπω μια μάνα που τρυπά τις σφαίρες,

παραμερίζει τα καμιόνια, κλωτσάει κανόνια,

σκοτώνει με το ουρλιαχτό τούτη τη διχόνοια.

Κι άλλες μανάδες βγήκανε στο μάρμαρο πιασμένες,

βροντοπατάει βυθίζεται οργιές η γη πιο κάτω,

χορεύουνε το δειλινό τραγούδι της φωτιάς,

ο χορός τις πήγαινε εμπρός, κείνες πισωπατούσαν.

Δειλά ήρθαν και δύο πουλιά,

τσαλαπετεινοί πανέμορφοι θαρρώ

και κύλισε ο σκοπός τους,

η λαλιά τους κέρασμα στις μάνες,

και σ’ αλαργινές ψυχές.

Τρίτο πουλί κάθισε στης βελανιδιάς την κλάδα, 

ήταν παπαγάλος ξωτικός όμως απ’ τον βορρά είχε έρθει,

κι όπως οι τσαλαπετεινοί άρχισαν και μάλωναν

κόσμους χωρίζαν κόσμους ενώναν,

πως ο παπαγάλος βρέθηκε ανάμεσα στους δύο;

Ο ένας κινά για όγκο ορεινό το ψύχος και ζεστάνει

κι ο άλλος τραβά προς το γιαλό να νίψει αμαρτίες.

Εκείνο που δεν πέταγε στο μυαλό ώρες ώρες

εκεί στου φτερού την άκρη,

είναι του τόπου μας σύνθημα, το πόσο εύκολα ξεχνώ.

Αλλά και η λαλιά του Μακρυγιάννη

“είς το εμείς; είς το εγώ;”

μπερδεύτηκα κι εγώ.

βλέπεις είναι και η συνήθεια ότι μου φταιν’ οι άλλοι.

Δεν έγινε αγρανάπαυση σε τούτο δω το χώμα

βιαζότανε πολύ και έφτασε ως το γιόμα.

Ηλίας Παπακωνσταντίνου
(Από την ποιητική συλλογή  “Από πέτρα και σάρκα”)

Ηλίας Παπακωνσταντίνου (Συγγραφέας) – Βιογραφία