Άνθρωπε -Ηλίας Παπακωνσταντίνου
Άνθρωπε
Άνθρωπε της κλεισμένης πόρτας
άνθρωπε της υγρής καλημέρας
άνθρωπε του μοναχικού δωματίου
άνθρωπε μοναδικέ και άσημε.
Χτυπώ την πόρτα σου
ακούω φωνές σιωπής
σου λέω καλημέρα
κοιτάς το λασπωμένο άστρο.
Κατεβαίνεις στους δρόμους
με τα παράθυρα στους ώμους
πίνεις όλη την βροχή
ενός ανείπωτου έρωτα.
Οι ειδήσεις ξέχασαν
να πουν τον θάνατό σου
κι εσύ που δεν ανήκεις πια
χαζεύεις το λεύτερο κορμί σου.
Άνθρωπε της σφαλισμένης πόρτας
άνθρωπε του κόπου, της οργής
άνθρωπε ενός άλλου κόσμου
άνθρωπε συγχώρα μας για την λύπη σου.
Χθες στον δρόμο περπατούσα,
σε είδα πάλι άνθρωπε
να ψάχνεις δίκιο στον παράδεισο
κι ένα ημερομίσθιο σωστό.
Αύριο κάποιος θα σε θυμηθεί
στην κοίτη ενός μεσημεριού
μαζί με τις απορίες σου
και το ποδήλατό σου κρεμασμένο.
Σήμερα οι ένοχοι κρύφτηκαν
πίσω από έναν νόμο με καπέλο
κι εσύ πάντα ξέσκεπος και γυμνός
απέναντι από την απληστία.
Άνθρωπε της φτωχευμένης πόλης.
Άνθρωπε της στοχευμένης υποψίας.
Άνθρωπε της γειτονιάς των παιδιών.
Άνθρωπε των ανεκπλήρωτων ερώτων.
Τα λόγια σου μισοειπωμένα
τα θέλω σου αντίκρυ στον ήλιο δεμένα
τα χέρια σου πάντα ζαρωμένα
τα μάτια σου που νοσταλγούν εσένα.
Σφιγμένο σώμα μέσα ο νους,
έτσι χάθηκαν τα λόγια στο γυαλί,
την πόρτα που σε γέννησε χτυπάς
κι όλο κλεισμένη πάντα θα την βρίσκεις.
Έσβησες την φωτιά της φαντασίας
που ήρθε με κύματα εχθές,
με δόσεις δίνονται ίχνη από θαύματα
κι εσύ φυλάς πόρτες ανοιχτές.
Άνθρωπε ξεχασμένε από τα θαύματα.
Άνθρωπε με τον αριθμό στο πέτο.
Άνθρωπε του χέρσου χωραφιού.
Άνθρωπε ακριβό μηχάνημα της γης.
Τα χέρια σου τα βρήκα στον κάματο
βαθιά ριγμένα και καθαρά
τα πόδια σου σαν δέντρα έφηβα
περιμένοντας να βλαστήσεις για μας.
Τώρα τρίζει το παράθυρό σου
κι ο σκύλος σου ξανά γαυγίζει
έναν νεκρό ζητάνε τα δωμάτια
αυτόν που δεν έκλαψε ποτέ κανένας.
Μέθυσες και χόρευες στον ύπνο σου
έφτιαχνες λέει ένα καράβι από κρασί
αλλόκοτες στιγμές κι εμμονές στον χάρτη σου
ήθελες να ΄χες μονάχα ένα παιδί.
Άνθρωπε του νοητού ορίζοντα.
Άνθρωπε με τον σκυφτό χρόνο στην ψυχή.
Άνθρωπε που σε έγειρε η δουλειά που μισούσες.
Άνθρωπε στις παρυφές της αναξιοπρέπειας.
Πέντε νομάτοι σε συνόδευσαν
κι ο σκύλος το ξύλο να δαγκώνει
έκλαψε όλη πόλη σαν τον είδανε
τι τύχη μέσα στην νεκρή την ζώνη.
Δεν χωράς σε μια θάλασσα κρασί
για να μεθύσεις τη μέρα σου ως να φύγει
περισσεύεις σε μια πλατεία με κενά
κι αβγαταίνουν οι συνήθειες των κάστρων.
Όλη την μέρα δάκρυα κι όλη νύχτα γέλια
ευτυχισμένη μοναξιά σε πέντε τοίχους
ανήκει ο κόσμος έλεγες στους τυχερούς
και σ΄ όσους τόλμησαν απόψε να πεθάνουν.
Άνθρωπε που ράγισες τον ουρανό
κι ανέπνευσε ο κόσμος στην φωτιά.
Άνθρωπε κανένα ταξίδι δεν σε χώρεσε
κι ας έγινες πανί, φτερό και θάλασσα.
Άνθρωπε στο χνώτο σου ξενυχτάν οι ανάγκες τους
ξέχασες χθες και σήμερα που ήθελες να πας.
Άνθρωπε δώσε την σιγή στο πολυβόλο τους
στο δειλινό σε βλέπω με ένα άστρο να μεθάς.
Ηλίας Παπακωνσταντίνου
(Το ποίημα αυτό αποτελεί απόσπασμα του ανέκδοτου ποιήματος “‘Ανθρωπε”)
Ποίηση: Ηλίας Δ. Παπακωνσταντίνου
Απαγγελία / οπτικοακουστική επεξεργασία: Ευασία Κουτουλάκη
Φωτογραφίες: Τάσος Δ. Παπακωνσταντίνου