XX+ΧΥ – Ειρήνη Γαβαλά
«Εντός των τειχών»



XX+ΧΥ

Παραμονή Χριστουγέννων. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Το μικρό έλατο στολισμένο στη γωνιά του καθιστικού πάνω στην παλιά ραπτομηχανή Singer, με τα λαμπιόνια του να αναβοσβήνουν. Ο Ερμής και η Αφροδίτη ενωμένοι σε ένα ερωτικό σύμπλεγμα πάνω στο τραπεζάκι  δίπλα στην τούρτα του με γλάσο σοκολάτας και τα δύο κόκκινα κεράκια. Κλείνει τα 35. Σε λίγο θα τα σβήσει. Μόνος…

Από το κάτω διαμέρισμα φωνές, μουσική δυνατή, τσουγκρίσματα ποτηριών, γέλια, ευχές, τραγούδια. Αυτός ο φάλτσος του δίνει στα νεύρα… Ευθυμία φτιαχτή, ζορισμένη λόγω των ημερών.

Ο δρόμος φωτισμένος με αυτά τα κιτς διακοσμητικά φώτα του Δήμου. Θεέ μου πόση κακογουστιά! Στην απέναντι πολυκατοικία όλα τα μπαλκόνια με φωτάκια. Ένας Αη Βασίλης  σκαρφαλώνει και του έχει γυρισμένη την πλάτη. Θα μείνει εκεί κοκαλωμένος με την άδεια σακούλα του μέχρι να τον μαζέψουν και να τον χώσουν στην αποθήκη.

Σαρώνει με το βλέμμα του το χώρο. Ναι είναι όλα όπως τα έχει σχεδιάσει, σε λίγο θα στείλει το τελευταίο του SMS στον Σταύρο με τις οδηγίες. Ο Σταύρος ο μόνος άνθρωπος που τον είχε πλησιάσει τόσο, ο μόνος που προσπάθησε να τον καταλάβει. Και να πεις ότι ήταν μορφωμένος, διαβασμένος. Όχι. Είχε σταματήσει στην Τρίτη Γυμνασίου γιατί δεν τάπαιρνε τα γράμματα, γιατί η χήρα μάνα του δεν τάβγαζε πέρα. Όμως είχε μια καρδιά, μια ψυχή που όμοιά της δεν είχε συναντήσει. Όταν χωρίσανε, πάνε τρία χρόνια, του χε πει.

-Μάξιμε εγώ θα είμαι εδώ πάντα για σένα, για ό,τι χρειαστείς.

Κυττάει το ρολόι στον τοίχο, κοντεύει δωδεκάμιση. Μια ώρα ακόμα για να σβήσει τα κεράκια. Πηγαίνει στην  κρεβατοκάμαρα, ελέγχει ξανά τα ρούχα που θα βάλει. Τα ετοίμαζε καιρό τώρα. Είχε μόνος του σχεδιάσει το πατρόν, είχε διαλέξει τα υφάσματα. Του τα είχε ράψει ένας φίλος του στυλίστας. Μαύρο βελούδο και λευκό μετάξι Το αγγίζει, ανατριχιάζει. Σατέν λευκό γοβάκι για το δεξί του πόδι, λουστρίνι μαύρο σκαρπίνι για το αριστερό.

Μπαίνει στο μπάνιο, ξυρίζει μόνο το δεξί του μάγουλο, αυτή θα είναι η θηλυκή του πλευρά και φοράει την κομμένη στη μέση μακριά ξανθιά περούκα, βάφει μόνο το δεξί του μάτι, βάζει ψεύτικες βλεφαρίδες, παίρνει το κατακόκκινο κραγιόν και βάφει τα μισά του χείλη. Βάζει μπριγιαντίνη στα κοντοκουρεμένα του μαλλιά στην αντρική του πλευρά κυττάει τα γένια του. Χαμογελάει. Παίρνει δύο μπουκαλάκια ένα Αfter shave και το αγαπημένο του γυναικείο άρωμα. Τα ρίχνει ανάκατα απάνω του. Η μυρωδιά τον λιγώνει, από μικρός ήταν ευαίσθητος στις μυρωδιές.

Αρχίζει να ντύνεται αργά, τελετουργικά. Το λευκό μετάξι γλιστράει απαλά στο σώμα του. Αναδεικνύει το στητό του στήθος ,δεν φοράει εσώρουχο γιατί θέλει όλοι να τον δουν εκεί και να καταλάβουν. Το μαύρο βελούδινο σακάκι και το παντελόνι ραμμένα μαζί αγκαλιάζουν ταυτόχρονα με το μετάξι το σώμα του, ερεθίζεται… Βάζει το σατέν δωδεκάποντο γοβάκι. Η πωλήτρια της είχε ευχηθεί η ώρα η καλή όταν το αγόρασε. Της είχε χαμογελάσει με το ζόρι. Ναι πλησιάζει η ώρα η καλή…Φοράει το λουστρίνι στο αριστερό του πόδι πλησιάζει κουτσαίνοντας και κυττάζεται στον ολόσωμο καθρέφτη. Γυρνάει αριστερά ένας κομψός νεαρός, γυρνάει δεξιά μια εντυπωσιακή ψηλόλιγνη ξανθιά, γυρνάει ανφάς φρίκη, φρίκη, φρίκη. Φρίκη ή θαύμα; Ρίχνει μια ματιά στο πορσελάνινο σύμπλεγμα πάνω στο τραπεζάκι.

Γεννήθηκε ξεχωριστός, σπάνιος αλλά κανείς δεν το έβλεπε αυτό ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας του. Η μάνα του ήθελε κοριτσάκι, ο πατέρας του γιο. Και αυτός ήταν και τα δυο. Η μητέρα του την έντυνε κοριτσίστικα της στόλιζε τα μαλλιά  με κοκκαλάκια, της μάθαινε να κεντάει. Ο πατέρας πέταγε τα κοκκαλάκια και τα φουστανάκια, του έβαζε παντελόνι, του κούρευε τις μπούκλες και όλο αυτό κράτησε μέχρι τα τρία του χρόνια. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποιο φύλο υπερτερούσε, οι γονείς του μάλωναν συνέχεια, μέχρι που ο πατέρας του πήρε των ομματιών του και δεν τον ξανάδανε ποτέ.

Η μάνα του αποφάσισε ότι ήταν κορίτσι κι έτσι πορεύτηκε μέχρι τα 12 του μέχρι που του γυάλισε μια όμορφη μελαχρινούλα συμμαθήτριά του και της έβαλε χέρι πίσω απ΄ το πεύκο της αυλής. Χαμός στο σχολείο! Τον πήρε η μάνα του άρον άρον και ήρθαν στην Αθήνα.

Πάτησε τότε πόδι και της είπε πως ήθελε να είναι αγόρι. Τρεχάματα για τα γραφειοκρατικά αλλαγή ονόματος. Η Μαγδαληνή έγινε Μάξιμος. Επισκέψεις σε παθολόγους, σεξολόγους, ψυχολόγους. Τον βγάλανε και φωτογραφίες για επιστημονική χρήση. Οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά έκαναν πάταγο.Τέτοια τέλεια ισορροπία ανδρικών και γυναικείων γεννητικών χαρακτηριστικών δεν είχαν ξαναδεί. Φαινόμενο σπάνιο. Έμφυλος δυϊσμός.

Εκείνος τότε το διασκέδαζε, τους έκανε χάζι, δεν είχαν ακόμα αρχίσει τα προβλήματα. Πολλοί τον συμβούλεψαν να εγχειριστεί και να αφήσει μόνο το ένα φύλο όμως αυτός δεν μπορούσε να αποφασίσει. Αγαπούσε και τα δύο του φύλα. Οι άλλοι τον έβλεπαν σαν τέρας δεν ανήκε πουθενά, δεν ήταν straight δεν ήταν gay ήταν μια κατηγορία μόνος του. Ζούσε άλλοτε σαν άντρας, άλλοτε σαν γυναίκα. Ναι ήταν ερμαφρόδιτος αλλά δεν ήθελε να βγάλει λεφτά από αυτό. Του είχαν προτείνει φωτογραφίσεις, ταινίες. Ήθελε να τον αποδεχτούν γι΄αυτό που ήταν. Στην αρχαιότητα θα τον λάτρευαν σαν θεό, το τέλειο ον.

Ο Σταύρος ήταν ο μόνος που τον αγάπησε όπως πραγματικά ήταν. Κι από ένα καπρίτσιο τον άφησε να φύγει…

Ξανακυττάει το ρολόι, είναι η ώρα να στείλει το μήνυμα.

-Έχω ανάγκη να σε δω, έλα από το σπίτι σε μία ώρα. Θα έχω αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Μάξιμος

Σβήνει τα κεράκια. Πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Πάνω στο κομοδίνο δίπλα στη φωτογραφία του Σταύρου  το σωληνάριο με τα υπνωτικά χάπια, το αδειάζει στη χούφτα του, τα καταπίνει και ξαπλώνει στο διπλό κρεβάτι. Στο μαξιλάρι του ένας μεγάλος κίτρινος φάκελος. Για τον Σταύρο. Και μέσα η διαθήκη του: Ο Εφιάλτης του Ονείρου μου -[η αυτοβιογραφία ενός ερμαφρόδιτου].

Ειρήνη Γαβαλά

Συμμετοχή στα πλαίσια του συλλογικού λευκώματος: «Εντός των τειχών» e-musa.gr.