«Αντίο στο ασαφές!»
Μην τα ρωτάς.
Αντίο στα αόριστα λέω και ταξιδεύω με πάθος
οπισθοφυλακή άνεμος… του μέλλοντος.
Και παράκληση κάνω στις κρυψώνες των κοχυλιών,
να αποκρυπτογραφηθούν τα όνειρα.
Χύνεται παντού η καλοσύνη της καρδιάς.
Ζωή παραμυθένια.
Η χάρη του Θεού που ραντίζει με μύρο τα σώματα.
Και τα ώριμα φρούτα δεν δύουν ποτέ από ανέλπιδο ήλιο.
Κερασμένη τροφή στο πιάτο μου,
προς διεκπεραίωση της προικός μου,
επιστροφή στο επίκεντρο των φροντιστών,
και ο μύλος γυρίζει με τη φύση ανάλαφρο περιβόλι.
Από τη χρόνια μνήμη επωνυμίας της πέτρας,
για το γιορτάσι της ψυχής, και της δίκης.
Κορμιά τυλιγμένα στα χρυσάφια του ήλιου
και λαμποκοπούν τα πόδια
στο χαλίκι, στο χώμα και στην άμμο.
Πρωτόπλαστες ζωές
που κρατούν τον κόσμο αναγαλλιάζοντα ρόδα.
Ω! Ξαναζωντάνεμα στον ήλιο των πλασμάτων,
τα φρούτα, οι τέχνες και τα μέτωπα.
Ο άνθρωπος άπλωσε το χέρι του
στην ανθρώπινη φιγούρα της κατολίσθησής του.
Να ταξινομηθεί στην ατμόσφαιρα του ουρανού.
Κι ο καλπασμός ξυπνάει το ανυπότακτο μονοπάτι των αγγέλων.
Μην τα ρωτάς για αυτό το ταξίδι που ανεβαίνει από γκρεμό.
Ενδύομαι σπίθα άγνωστη κι αγνώριστη,
και λέω αντίο στα αόριστα που περιπλανώνται
στη σαφήνεια του άχρονου χρόνου.