«Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Ίσαρη»

από τον Βασίλη Κοκκώνη

Χειμώνας κατέλαβε το μυαλό και
μαράθηκαν μονομιάς τα γεράνια του γέλιου.
Τα μάτια έσβησαν, όπως τις νύχτες
τις συννεφιασμένες σβήνει ο
ουρανός από τ΄ άστρα κι ο ίσκιος
που έξαφνα μεγάλωσε έπνιξε τον χρόνο.
Χτύπησα το πόδι στη γη κι εκείνη,
αντιγύρισε την οδύνη.

 

«Έφυγε ο Αλέξανδρος» και η φωνή που πήγε σαν σε τύμπνανο χτύπησε, επέστρεψε πίσω αλλαγμένη. Ήταν η στιγμή που ο Αλέξανδρος Ίσαρης, με έναν στεναγμό ψυχής, πήρε τον δρόμο για τα αστέρια.
Το τέλος δεν κρύβει τις πληγές του. Όποια μάχη ήταν να δοθεί, δόθηκε.
Όποια λέξη ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε.
Μαχαίρι και φωτιά.
Κι ο αγέρας που γίνηκε πια πιο πικρός.
Για κάποιους ήταν ένα ποίημα, ένα έργο ζωγραφικό, μια μετάφραση, μια φωτογραφία, ένα λογοτεχνικό κείμενο, μια αρχιτεκτονική ιδέα, μια φωνή στο ραδιόφωνο, μια γραφιστική αποτύπωση, ένας πνευματικός άνθρωπος του τόπου. Για εμένα, ένας αγαπημένος φίλος. Και πόσα προνόμια δεν προσφέρει μια τέτοια φιλία. Οπλίζει την ιστορία με χάρη, τη γνώση με συναίσθημα, λειώνει το σκληρό σίδερο της καθημερινότητας, το μεταπλάθει, σε κάνει να προσμένεις να προσδοκάς.
Γνωριστήκαμε στην «Gallery 7», σε μια έκθεση ζωγραφικής που έκανε. Ήταν ευγενής, ευδιάθετος και ταπεινός. Η συζήτησή μας για την τέχνη σταμάτησε τον χρόνο.
«Θέλουμε να σου κάνουμε ποιητικό αφιέρωμα στο ατελιέ μου». Δέχτηκε δίχως δισταγμό.
Ήρθε, συνάντησε την παρέα, διαβάσαμε ποίησή του, διατρέξαμε τη ζωή του μονορούφι, τραγουδήσαμε, διασκεδάσαμε. Κι αυτή ήταν η αρχή. Βρισκόμασταν τον πρώτο καιρό σχεδόν κάθε εβδομάδα. Στο σπίτι του, έξω.
Ήμασταν πάντα ανοιχτοί με διάθεση εφηβική. Ήταν η σύνδεση, ο συναισθηματικός δεσμός μου με τους μεγάλους ποιητές της γενιάς του ΄30, με λογοτέχνες, ζωγράφους, μουσικούς, ανθρώπους τν τεχνών και των γραμμάτων που γνώρισε. Με έφερε σε επαφή με την ταπεινοφροσύνη του Ελύτη, με την ευρηματικότητα και τις διαστάσεις του Μάνου Χατζιδάκι, που συνεργάστηκαν στο 3ο Πρόγραμμα, με τον Αναγνωστάκη, τον Γκάτσο, τον Καββαδία, τη Ρουκ, τον Χειμωνά, τον Ταχτσή, τον Μπότσογλου, τον Ψυχοπαίδη, με τον Χόρν…

Πεισματικά σπουδαίος υποστηρικτής και λάτρης κάθε μορφής τέχνης, μέσα από τη σκληρή πρακτική στέρησης κάθε μόνιμης συντροφιάς. Για ετούτο και τον αποκάλεσαν «Κοσμοπολίτη της Μοναξιάς».

Τον απασχολούσαν τόσο πολύ οι λεπτομέρειες στα πράγματα, η τελειότητα της γραμμής, της υφής, του χρώματος, η σωστή ερμηνεία και αποκρυπτογράφηση των νοημάτων. Μουζίλ, Τόμας Μαν, Σνίτσλερ, Μπέρνχαρτ, Χάντκε, Μαξ Φρις, Μπύχνερ, Κανέττι και προς το τέλος εκείνη η περίφημη μετάφραση του βιβλίου του Ρίλκε «Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε», στην οποία τόσο τον απασχόλησαν η ποιητικότητα, ο ρυθμός, το ύφος, η ακρίβεια, που του πήρε σχεδόν τέσσερα χρόνια γεμάτα πείσμα και αφοσίωση για να την πραγματοποιήσει. «Ξύπναγα τις νύχτες, πεταγόμουν», μου έλεγε, «από την αγωνία ετούτης της μετάφρασης. Τηλεφωνούσα σε φίλους στη Γερμανία. Σαν να έγραφα το βιβλίο εγώ». Επίσης μετέφρασε μουσικά έργα του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Βάγκνερ, του Μάλερ και του Χάυδν και τιμήθηκε πολλές φορές. Με το Βραβείο Μαρίας Ράλλη, το κρατικό Βραβείο Μετάφρασης και δυο Βραβεία από το ΕΚΕΜΕΛ. Το 2011 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το «Βίνκελμαν, το πεπρωμένο» και ανακηρύχτηκε και ως συγγραφέας  της χρονιάς από το περιοδικό «Status», καθώς ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο Public για το ποιητικό του βιβλίο «Εγώ ένας ξένος», ενώ έλαβε και πολλές ακόμη διακρίσεις.

Δεν ξεχνώ την εποχή που τον συνόδευσα στην Πράγα σε μια έκθεση ζωγραφικής που έκανε εκεί και την οργάνωσε με πολλή αγάπη η φίλη του και συγγραφέας Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη. Την ανάγκη του να αγκαλιάσει  ο κόσμος την τέχνη του, να δικαιωθεί η έκθεση, όπως κάθεταπεινός και οραματιστής καλλιτέχνης. Τους περιπάτους με έναν επίσης αγαπημένο φίλο μας κατά μήκος του Μολδάβα, στην πόλη, τις πρωινές κουβέντες μας στο σπίτι. «Λες να πάει καλάς» με ρωτούσε με αγωνία.  «Είμαι βέβαιος, Αλέξανδρε», του απαντούσα πάντοτε με πίστη στο έργο του.

Για να περιγράψεις μια ζωή πλούσια σαν του Αλέξανδρου, δεν φτάνουν 100 ζωές.
Ο Γιάννης Δημητριάδης (Αλέξανδρος Ίσαρης, όπως τον γνώριζε ο κόσμος) ήταν δέντρο γερμένο από τις ανησυχίες και τους ανέμους της ζωής, της τέχνης, των ανθρώπων.
Περιείχε εντός του τη μεταφυσική μουσική των ιδεών και των χρωμάτων. Ένα μοναστήρι θαυμάτων.
Έτσι όπως τινάζεται η μνήμη, όπως συσπάτει μες στο φως ως το έμβρυο στη μήτρα και λερώνει τους φόβους και την αγωνία με αγάπη, είναι να απορεί κανείς πώς ένας τέτοιος αυθύπαρκτος πολιτισμός είναι ποτέ να αγνοηθεί από τον υπάρχοντα πολιτισμό, πως ετούτο το φως να μην ψηλαφηθεί με τα χέρια, ακόμη κι αν κάποιος αποφασίσει να το αντικρύσει, έστω στο τέλος, με τα μάτια κλειστά. Και πώς να μην παραμείνει εντός μας, για πάντα φωτεινός…

Ο Αλέξανδρος Ίσαρης, λογοτέχνης, μεταφραστής και ζωγράφος, έφυγε από τη ζωή στις 24 Φεβρουαρίου 2022.

Εργογραφία Αλέξανδρου Ίσαρη