Βοήθειά σας!
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
Ἡ ἐκκλησία μὲ τοὺς ἱερωμένους της ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἡ ὑποκριτικότερη θιασώτρια τῆς προσήλωσης στὴν τρέχουσα ἠθική. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάνουν ἐντύπωση τὰ παραστρατήματα τῶν παπάδων, ἰδιαίτερα στὸ Βυζάντιο ὅπου ὁ φαρισαϊσμός τους ἦταν πολὺ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅ,τι στὶς μέρες μας. Μιὰ ματιὰ σὲ μερικὰ ἔγγραφα τῶν Acta et diplomata Graeca medii aevi sacra et profana et edita μπορεῖ νὰ κάνῃ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς σας νὰ σηκωθοῦν. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ διδαχὲς κι οἱ παραινέσεις τοῦ κλήρου ἀφοροῦν μόνον στὸ ποίμνιο καὶ ποτὲ στοὺς ἴδιους τοὺς ἱερωμένους. Γιατί, βέβαια, οἱ παπάδες θεωροῦν ὅτι ἔχουν a priori ἐξασφαλισμένη μία θεσούλα στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐνῷ τὸ ἐκκλησίασμα ἂν θέλῃ νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του, ὀφείλει νὰ καταβάλλῃ φιλότιμες προσπάθειες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὲς τὸν ὀβολό του! Ὁ κακὸς ποὺ περνάει γιὰ καλὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ κακὸ δίχως νὰ βρῇ τὸν μπελά του, μᾶς λέει ὁ σοφὸς λαός, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀποδεικνύεται ἐντελῶς βλὰξ ὅταν δὲν μπαίνει στὸν κόπο νὰ δῇ τί πραγματικὰ κρύβεται κάτ’ ἀπ’ τὰ ράσα. Τὸ εἰρημένο γνωμικὸ μοῦ δίνει τὸ ἔναυσμα γιὰ ν’ ἀναφερθῶ σὲ κάποια περιστατικὰ ποὺ εἶν’ ἀληθινὰ ἢ ἔστω θὰ μποροῦσαν νάν’ ἀληθινά.
Ἡ μοναδικὴ ἐκκλησία τῆς Ἀλχανίας ἦταν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Τρυπιοσάκουλου τοῦ Μπουρμᾶ, χτισμένος κάπου στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ ἐπίνειου, ἀπέχων λίγα μόνο λεπτὰ ἀπ’ τὴ θάλασσα. Ἡ εἴσοδός του ἦταν σφηνωμένη στὸ τέλος ἑνὸς σκοτεινοῦ στενοσόκακου, ἀπ’ τὰ δεκάδες ἐκεῖνα ποὺ ὑπῆρχαν στὸ λιμάνι, ὅπου οἱ ἀκαθαρσίες σάπιζαν στὰ βουλωμένα λούκια κι ὅλη ἡ ἀτμοσφαῖρα φαινόταν μολυσμένη ἀπ’ τὴν ἀφροντισιά. Στὸ μαρμαρένιο ἀνώφλι ἦταν χαραγμένη ἀπὸ κάποιο χέρι τοῦ μεσαίωνα, ἴσως, ἡ ἐπιγραφὴ CAVE CAVE DOMINUS VIDET.
Βλέποντας κανεὶς τὴν μικρὴ καὶ σαρακοφαγωμένη, ξύλινη θύρα τοῦ ναοῦ καὶ τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο ἦταν χτισμένος τοῦ δινόταν ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἦταν εὐρύχωρος καὶ ζήτημα νὰ χωροῦσε μία ντουζίνα ἀνθρώπους. Δρασκελίζοντας ὅμως τὸ κατώφλι καὶ μπαίνοντας στὸν νάρθηκα κι ὕστερα στὴν κύρια αἴθουσα, ἔμενε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό (καὶ τοῦτο ἀποτελοῦσε πάντα τὸ μέγα μυστήριο γιὰ τοὺς «πιστούς» της Ἀλχανίας): Οἱ χῶροι του ἦταν τόσο μεγάλοι ποὺ χωροῦσαν μὲ λίγο στρίμωγμα σχεδὸν ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ ἐπίνειου. Αὐτό, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ λιγοστὰ καὶ μικροσκοπικὰ παράθυρα, τὰ διακοσμημένα μὲ ὑαλογραφίες ποὺ δὲν ἄφηναν νὰ μπαίνει ἀρκετὸ φῶς στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, δημιουργοῦσαν μία μαυρίλα σ’ ὅλο τὸν χῶρο δίχως ὅρια.
Μεγάλο κι ἄλυτο μυστήριο ἦταν, ἐπίσης, κι ἡ διακόσμηση τῆς ἐσωτερικῆς πρόσοψης τῶν τοίχων τοῦ ναοῦ. Ἐνῶ ἄλλοι ναοὶ ἦσαν γιομάτοι τοιχογραφίες μ’ ἁγίους κι ἁγίες ποὺ ἀναπαρίσταναν διάφορες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Τρυπιοσάκουλου διακοσμεῖτο μόνον μὲ φρικιαστικὲς σκηνὲς ἀναφερόμενες στὸν ἐκπεσμὸ τῶν ψυχῶν καὶ στὰ διάφορα βασανιστήρια ποὺ ὑποβάλλονταν.
Σύμφωνα μὲ τὴ θεματολογία τῶν τοιχογραφιῶν αὐτῶν τραγόμορφοι καὶ κατάμαυροι δαίμονες μὲ γαμψὰ νύχια καὶ καμπουριασμένοι καὶ γυμνοὶ ἁμαρτωλοὶ προειδοποιοῦσαν γιὰ τὸ μετὰ θάνατον κολαστήριο τῶν ἐκπεσόντων. Μάγισσες, πόρνοι καὶ πόρνες, ζωοκλέφτες, ὁ μυλωνὰς ποὺ κλέβει στὸ ζύγι, φονιάδες κι ἕνα σωρὸ ἄλλες ἀξιοθρήνητες φιγοῦρες ὁδηγοῦνταν ἀπὸ δαίμονες μὲ τρίαινες σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Κοιτῶντας αὐτὲς τὶς τοιχογραφίες ἐρχόντουσαν στὸ νοῦ σου ἀμέσως τὰ σχετικὰ τρίπτυχα τοῦ Jheronimus Bosch.
Ἀξιοπαρατήρητο ἦταν ὅτι προχωρῶντας ἀπ’ τὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ πρὸς τὰ ἐνδότερα οἱ ἀποχρώσεις τῆς φρίκης σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς τοιχογραφίες κλιμακώνονταν σταθερά, μ’ ἀποτέλεσμα μέχρι νὰ φτάσῃς στὸ τέμπλο εἶχε κλιμακωθῆ καὶ μέσα σου ἀναλόγῳς τὸ δέος κι ἡ ἀνατριχίλα μπροστὰ σ’ αὐτὰ ποὺ σὲ περίμεναν σὲ περίπτωση ἀπόκλισης ἀπ’ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς διδαχὲς τῆς ἐκκλησίας.
Τὸ μυστήριο τῆς συγκεκριμένης διακόσμησης μπορεῖ νὰ ἦταν ἄλυτο γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ ἐπίνειου, ποὺ ἦσαν ἀγράμματοι καὶ θεοφοβούμενοι, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἄλυτο γιὰ ἕναν ὁποιονδήποτε ἱερωμένο ποὺ ἂν τὸν ρωτοῦσες θὰ σοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ σκοπός της ἦταν νὰ ἐνθυμήσῃ τὴ φιληδονία καὶ τὴν φιλαργυρία τῶν κατοίκων τοῦ ἐπίνειου, καθὼς καὶ τοὺς βασανισμοὺς ποὺ θὰ ὑποστοῦν μετὰ θάνατον ἐάν, γιὰ παράδειγμα, κλέβουν στὴ ζυγαριά, κάνουν μάγια, πορνεύουν, ἐὰν εἶναι γιδοκλέφτες, ἢ ἂν κουβεντιάζουν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὥστε νὰ ἔχουν τὸν φόβο τοῦ Ναζωραίου.
Τὸ ἴδιο θὰ σοῦ ἔλεγε βέβαια κι ὁ πάτερ Θεοφύλακτος, ὁ ἀρχιδιάκονος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τρυπιοσάκουλου τοῦ Μπουρμᾶ. Ἕνας ἱερέας λιπόσαρκος, κορακομύτης, γύρω στὰ ἑξῆντα, πάντα σκυθρωπὸς καὶ βαρὺς καὶ ταυτόχρονα ἐπιβλητικὸς κι αἰνιγματώδης, ποὺ μπροστά του ἔτρεμαν οἱ νεωκόροι, οἱ ἱεροψάλτες καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς ὅλος ὁ ὄχλος τῆς Ἀλχανίας.
Τὸ πρόσωπό του εἶχε μία θαμπωμένη λευκότητα, τρυπημένο ἀπὸ δυὸ μεγάλα μάτια ποὺ βάραιναν κάτ’ ἀπ’ τὴν πίεση τῶν παχιῶν καὶ πλούσιων φρυδιῶν του. Ἡ θωριά του εἶχε πάντα κάτι ἀπ’ τὴν κρύα ἀπαθοσύνη τοῦ χάρου. Τὸ μέτωπό του τὸ διέσχιζαν ἕνα σωρὸ ρυτίδες σὰν χαραγματιὲς πάνω σὲ παλιὲς πέτρες τοίχου, ἐνῷ τὰ χείλια ἦταν τόσο λεπτὰ καὶ στραμμένα πρὸς τὰ μέσα ποὺ νόμιζες ὅτι τοῦ ἔλειπαν. Τὸ ποίμνιο πάντως θεωροῦσε ὅτι ὅποιος ζωγράφος ἤθελε ν’ ἀνιστορήσῃ τὸν σατανᾶ, θὰ ἔπρεπε νάχε κατὰ νοῦ τὸν πατέρα Θεοφύλακτο.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τριῶν-τεσσάρων μεγάλων ἐτήσιων θρησκευτικῶν γιορτῶν ἕνα ποτάμι κεφαλιῶν ἔρρεε στὸ σκοτεινὸ στενοσόκακο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν παλιὰ θύρα τῆς ἐκκλησίας κι ἀπὸ ἐκεῖ διακλαδιζόταν μέσα σ’ ὅλον τὸν ναό. Τότε ἔβλεπες νὰ στριμώχνονται παντοῦ ἕνα σωρὸ «πιστοί» μὲ διαφορὲς σημαντικὲς στὸ ντύσιμο, στὴν στάση καὶ στὴν ἰδιαίτερη ἔκφραση τῶν χαραχτηριστικῶν· ἀπὸ ἐμπόρους, νοταρίους καὶ ντοτόρους μέχρι ψαράδες, ἀγρότες καὶ χτίστες. Ἀνάμεσα σ’ ὅλους αὐτοὺς μποροῦσες νὰ διακρίνῃς χαρτοπαῖχτες, ἀλκοολικούς, πορτοφολάδες, καταρρακωμένους σακάτηδες καὶ φυσικὰ ἄψογες καλλονές, ρυτιδιασμένες γριὲς κι ἀσχημάτιστες παιδοῦλες, κάποιες ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ξεσκολισμένες σὲ διάφορες βδελυρὲς τέχνες. Κι ὅλοι τους ἐπιδίωκαν ν’ ἁπλώσουν ἕνα ἐλαφρὺ χαμόγελο μὲ τάξη σύμμετρη στὰ μοῦτρα τους καὶ ταυτόχρονα πάσχιζαν νὰ φαίνονται εὐυπόληπτοι.
Ὅσοι δὲν ἔβρισκαν στασίδια ἢ καρέκλες γιὰ νὰ κάτσουν ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ ὑποστοῦν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα τὸ μαρτύριο τῆς ὀρθοστασίας. Ἐξίσου μεγάλο μαρτύριο ἦταν κι οἱ στριγκὲς φωνὲς τῶν ψαλτάδων, ποὺ ἀντηχοῦσαν παντοῦ κι ἔκαναν τ’ αὐτιὰ ὅλων τῶν «πιστῶν» νὰ βουίζουν βασανιστικὰ καὶ νὰ φέρνουν μετ’ ἀπὸ λίγο πόνο στὰ μάτια τους, καθὼς καὶ τὸ λιβάνι ποὺ ντουμάνιαζε τὸν τόπο καὶ προκαλοῦσε μία ἐλαφριὰ ἀποβλάκωση. Ὅμως, τὰ μαρτύρια τοῦτα ὁ λαουτζίκος τὰ ξεχνοῦσε κάπως γατὶ ὑπῆρχαν δυὸ πράγματα ποὺ τοῦ ἀποσποῦσαν τὴν προσοχὴ ἀπ’ αὐτά.
Πρῶτον, ἡ μάζωξη στὸν ναὸ ἀποτελοῦσε γιὰ τ’ ἄξεστα ὑποκείμενα τῆς Ἀλχανίας περσότερο ἀφορμὴ γιὰ ἐπίδειξη (ἐρχόντουσαν στὸν ναὸ σενιαρισμένα καὶ φτιασιδωμένα μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ κάνουν τοὺς ἄλλους νὰ σκάσουν ἀπ’ τὴ ζήλια τους) καὶ κουτσομπολιό, παρὰ γιὰ συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία καὶ στὸ μυστήριο τῆς πίστεώς τους. Ἐξάλλου, οἱ ὕμνοι ποὺ ψέλνονταν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας καὶ τὰ λόγια τῶν ἱερῶν κειμένων, γενικότερα, δὲν μποροῦσαν νὰ γίνουν κατανοητὰ ἀπ’ τοὺς «πιστούς» κι ἔτσι ἡ ἴδια ἡ λειτουργία τοὺς προξενοῦσε βαρεμάρα.
Δεύτερον, οἱ φρικιαστικὲς τοιχογραφίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἔκανα λόγο νωρίτερα, τοὺς γέμιζαν μ’ ἀπερίγραπτο φόβο κι ἔτσι δὲν εἶχαν μυαλὸ νὰ σκεφτοῦν τὰ εἰρημένα μαρτύρια. Ὁ πάτερ Θεοφύλακτος γνωρίζε καλὰ ὅτι τὰ μεγάλα πλήθη δὲν ἐλέγχονται παρὰ μόνον μέσῳ τοῦ ἐκφοβισμοῦ· ταυτόχρονα ὁ ὄχλος τῆς Ἀλχανίας ἐνέδιδε σ’ αὐτὸν τὸν ἐκφοβισμὸ ἀκριβῶς γιατὶ υἱοθετοῦσε τὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ φ ό β ο ς φ υ λ ά ε ι τ ὰ ἔ ρ η μ α! Μάλιστα, γιὰ νὰ τραβήξῃ τὴν προσοχὴ τοῦ θεοφοβούμενο ποιμνίου στὶς τοιχογραφίες, φρόντιζε νὰ τοποθετῇ ὅλα τὰ μανουάλια δίπλα τους προκειμένου νὰ λάμπουν ἔντονα καὶ ν’ ἀναδεικνύονται μέσα στὸ σκότος τοῦ ναοῦ ἀπ’ τὸ φῶς ποὺ χύνανε οἱ λαμπάδες καὶ τὰ κεριά!
Ὅταν τελείωναν οἱ ψαλμουδιὲς καὶ τὰ πατερμά, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου καὶ πέρναγε ὁ π ά ν τ α ἀ π α ρ α ί τ η τ ο ς δ ί σ κ ο ς μέσ’ ἀπ’ τὸ ποίμνιο, ὁ ἀρχιδιάκονος Θεοφύλακτος, γεμάτος μεγαλοπρέπεια καὶ στοχαστικότητα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ τὸ κεφάλι γερμένο, ἀνέβαινε στὸν ἄμβωνα κι ἄρχιζε νὰ λαλῇ. Στὰ μάτια τοῦ ψοφοδεοῦς ὄχλου φαινόταν τότε ὡς ἕνα κήρυκας μίας ἠθικότητας ποὺ κούναγε τὸ δάχτυλό της ἀπειλητικὰ στὸ παρευρισκομένους. Κι ὅταν ἔφτανε σὲ φράσεις ὅπως τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοὶς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοὶ ἢ τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν! τονίζοντας ἐκεῖνο τὸ ὀλίγοι μὲ φωνὴ βροντερὴ καὶ κοιτάζοντας τοὺς πιστοὺς μὲ μάτια γουρλωμένα, τὸ πολυάνθρωπο ἐκκλησίασμα κατάπινε θέλοντας καὶ μὴ τὶς μεγάλες ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ Θεοφύλακτου (καὶ μαζί της ἐκκλησίας) κάνοντας γονυκλισίες καὶ κλαίγοντας τὰ πάθη τοῦ Ναζωραίου.
Ὅλη αὐτὴ ἡ φοβέρα τοῦ ἀρχιδιάκονου, τὸ ἴδιο τὸ παρουσιαστικό του κι οἱ συνεχεῖς προτροπὲς σ’ ἐξιλασμοὺς κι ἀποχές, προκειμένου νὰ γλυτώσουν τὴν κόλαση, εἶχαν τ’ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα στοὺς «πιστούς». Κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν κακολογήσῃ, πόσω μᾶλλον νὰ τὸν ἀψηφήσῃ, ἐνῷ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος τῆς Ἀλχανίας ποὺ δὲν ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο κουτσομπολιοῦ, τουλάχιστον ἀρνητικοῦ.
Ἐπιπλέον, ὅλοι ἐμπιστεύονταν τὰ χρήματά τους σ’ αὐτὸν καὶ δὲν ὑπῆρχε διαθήκη ποὺ νὰ μὴν διεκπεραιωθῇ ἀπ’ τὸν Θεοφύλακτο. Ἦταν ὁ ἐξομολογητὴς κι ὁ σύμβουλος τῶν ἀθώων ἀρνίων τῆς Ἀλχανίας. Ὅμως τ’ ἀθῶα ἀρνία τῆς Ἀλχανίας δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀθῶα κι ἀφελῆ ὅσο φαινόντουσαν· καὶ τοῦτο γιατὶ πάντα ὑπῆρχε μέσα τους ἡ καχυποψία ὅτι ἦταν κάπως ἀδύνατο, ἐπειδὴ σκέπασε ὁ πάτερ τοὺς ὤμους του μὲ μαῦρα ράσα, νὰ πάψῃ νάναι ἄντρας ποὺ δὲν αἰσθάνεται πιὰ κανέναν ἀπ’ τοὺς ἀνδρικοὺς πόθους ἢ ὅτι ἡ ἀφοσίωση στὰ θεῖα καὶ ἡ μοναχικὴ κι ἀργόσχολη ζωὴ τὸν μεταμόρφωσε σὲ πέτρα.
Παρόμοιες ὑποψίες ἔτρεφε, ὅμως, κι ὁ Θεφύλακτος γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ἀλχανίας. Θεωροῦσε, δηλαδή, ὅτι βγαίνοντας ἀπ’ τὴν ἐκκλησία ξεχνᾶνε τὰ περὶ ἁμαρτίας κι ἐκπεσμοῦ καὶ μετατρέπονται ἀπὸ ψυχὲς στὸ ἀποχείλωμα τῆς γῆς, ἕτοιμες νὰ ἀφεθοῦν στὴν ἄβυσσο ξεχασμένες, σ’ ἄξεστους χωριάτες μὲ σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τάση γιὰ ἔκκλητο βίο, γιὰ ἕνα βίο δηλαδὴ στὸν ὁποῖο ἦταν ἐθισμένοι ἔτσι κι ἀλλιῶς, χωρὶς καμμία ἀπολύτως τύψη.
Τὸν Θεοφύλακτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἐὰν τελικὰ στὴν καθημερινότητά του ὁ καθένας θ’ ἀκολουθοῦσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἢ θὰ ἔβλεπε τὴν πραγματικότητα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πίστεώς του. Αὐτὸ ποὺ τὸν ἔκαιγε ἦταν νὰ ντιντινίζουν σὲ ἡμερήσια βάση τὰ κέρματα μὲς στὸ παγκάρι καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα ν’ ἀσχολεῖται ἐπιτυχῶς μὲ κάτι ἄλλες πιὸ ἐπείγουσες καὶ σοβαρὲς ὑποθέσεις ἀπ’ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου!
Στὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ὁ Θεοφύλακτος ἀρχιδιάκονος τοῦ ναοῦ, εἶχε πέσει ἀκρίδα κι ὁ τόπος στέναζε ἀπ’ τὴν ἀνέχεια καὶ τὴ φτώχια. Ἀρκετοὶ κάτοικοι δὲν εἶχαν τὸν περσότερο καιρὸ οὔτε τ’ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζήσουν. Εἶχαν, ὅμως, θυγατέρες ὑπέρτατου κάλλους καὶ μπροστὰ στὸ φάσμα τῆς πείνας ἡ ἀνάγκη γινόταν ἀδήριτη καὶ φορτικὴ σὲ βαθμὸ ποὺ τοὺς ὑποχρέωνε νὰ κλείσουν τὰ μάτια καὶ νὰ κάνουν ὅ,τι περνάει ἀπ’ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν.
Ἔτσι, στέλνανε, μὲ τὸ ἀζημίωτο, τὶς θυγατέρες τους στὸν ναὸ γιὰ νὰ τὶς «ἐξομολογήσῃ» ὁ ἀρχιδιάκονος. Γνώριζαν ὅλοι βέβαια ποιὲς ἦταν οἱ ἀδυναμίες του καὶ τὰ πάθη του προτοῦ γίνῃ ἱερωμένος καὶ θεώρησαν ὅτι ἴσως νὰ κάνῃ τὰ στραβὰ μάτια ὁ καλὸς Θεούλης τὴ φορὰ τούτη ποὺ θὰ δοκιμάσῃ ὁ Θεοφύλακτος νὰ ἐπιδοθῇ σ’ αὐτὰ τὰ πάθη, προκειμένου νὰ σωθῇ τὸ ποίμνιο ἀπ’ τὴν πείνα!
Κάθε βράδυ, ἀφοῦ ἔκλεινε ἡ σαρακοφαγωμένη θύρα τοῦ ναοῦ, ἄνοιγε ἡ πορτούλα ποὺ ὁδηγοῦσε πίσ’ ἀπ’ τὸ ἱερό, ὅπου ὑπῆρχε μία μικρούλα κάμαρα, κι ἔμπαινε ὁ ἀρχιδιάκονος μὲ τὴν ἑκάστοτε κακορίζικη θυγατέρα γιὰ τὴν «ἐξομολόγηση». Κι ἀφοῦ ἔβρισκε ἔδαφος πρόσφορο γιὰ τὸ ὑνί του, ἔπεφτε πάνω της σὰν σιχαμερὸ ἔντομο, ὅσο ἡ φλόγα τοῦ καντηλιοῦ, τοῦ κρεμάμενου πάν’ ἀπ’ τὴν κλίνη, ἔριχνε τὸ δειλό της φῶς πάνω στὰ κορμιά.
Οἱ «ἐξομολογήσεις» συνεχίστηκαν γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κι ἔτσι ὁ Θεοφύλακτος διένυε μία περίοδο γνωριμίας μὲ ὑπέρτατες ἡδονές. Μόνο τὰ δύστυχα πλάσματα γύριζαν ἐξαθλιωμένα στὰ σπίτια τους γεμάτα ἐνοχὲς ποὺ δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ φανερώσουν τὸ τρομερὸ μυστικό. Μὲ τὴν παρότρυνση τῶν οἰκογενειῶν τους κράτησαν στὴ σιωπὴ θαμμένο τὸν ἐφιάλτη ποὺ ζοῦσαν τότε. Νὰ μὴν ξεχάσω νὰ πῶ ὅτι στὶς «ἐξομολογήσεις» τοῦτες πήγαιναν πρόθυμα κι ὁρισμένες μανάδες αὐτῶν τῶν θυγατέρων, καθὼς ὡς γνωστὸ στὶς ὤριμες γυναῖκες τῆς Ἀλχανίας ὅσο ἐκλεκτὸ ἦταν τ’ ἀπέξω τους, ἄλλο τόσο βοῦρκος ἦταν τ’ ἀπὸ μέσα τους.
Ἐκτὸς ἀπ’ τὶς «ἐξομολογήσεις» ὁ Θεοφύλακτος εἶχε ἐπιδοθῆ καὶ σ’ ἄλλες δραστηριότητες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πιὸ θεαματικὴ ἦταν ἡ ὑφαρπαγὴ ἱερῶν λειψάνων ἁγίων κι ἡ ἀπαίτηση καταβολῆς λύτρων ἀπ’ τὴν τοπικὴ ἐπισκοπὴ προκειμένου νὰ ἐπιστραφοῦν! Θὰ πήγαινε μακριὰ ἡ βαλίτσα ἂν ἀναφερόμουν ἀναλυτικὰ καὶ στὶς ἄλλες ἐπικερδεὶς πομπὲς τοῦ ἀρχιδιάκονου.
Ἐν τούτοις ὅλες αὐτὲς οἱ παλιανθρωπιές του γίνονταν σιγὰ σιγὰ γνωστὲς στὸ ἐπίνειο, καθότι ὁ τόπος μικρὸς κι ἡ περιέργεια μεγάλη, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ κατηγορήσῃ ἀνοικτὰ τὸν Θεοφύλακτο μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι ἦταν ἕνας ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχαν κι αὐτοὶ ποὺ φοβόντουσαν νὰ ποῦν ὁτιδήποτε γιὰ νὰ μὴν θεωρηθοῦν καταδότες ἀπ’ τοὺς ὑπολοίπους καὶ γίνουν ἔτσι δακτυλοδεικτούμενοι. Ἐξάλλου, θεωροῦσαν ὅτι οὔτε λόγος τοὺς ἔπεφτε, οὔτε καὶ τοὺς ἐνδιέφερε ἐὰν ὁ πάτερ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦταν γιατί σ’ ἀνάλογα παραπτώματα εἶχαν πέσει κι οἱ ἴδιοι κι ἄρα ἦταν δύσκολο νὰ κατηγοροῦν δημόσια αὐτὰ ποὺ κι ἴδιοι ἔκανα, ἰδιαίτερα ὅταν ἦταν γνωστὰ τοῖς πάσι!
Ὁ ἀρχιδιάκονος συνέχιζε, φυσικά, νὰ κάνῃ λειτουργίες καὶ νὰ τελῇ τὰ θεῖα μυστήρια σὰν νὰ μὴν συνέβαινε τίποτα. Μάλιστα, ὕστερα ἀπὸ κάθε στραβοπάτημά του, γινόταν ἀκόμα πιὸ διαπρύσιος κήρυκας τῶν ἀρχῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ πιὸ αὐστηρὸς κριτὴς τῶν «πιστῶν» τῆς Ἀλχανίας. Ὅλοι τους, ποίμνιο κι ἱερωμένος, φρόντιζαν νὰ παίζουν τὸν ρόλο τους ἄψογα χωρὶς παρεκκλίσεις καὶ διαθέσεις γιὰ βαβοῦρες καὶ ξεβολέματα.
Ἕνα πρωὶ τὰ μάζεψε κι ἔφυγε ἀπ’ τὴν Ἀλχανία, ἀφοῦ φρόντισε πρῶτα νὰ πουλήσῃ τ’ ἄμφια καὶ τὰ ράσα στὸν ἀντικαταστάτη του! Κανεὶς δὲν κατάλαβε γιατὶ ἔτσι ξαφνικὰ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ προσώπου γῆς.
Κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ πάτερ Θεοφύλακτος κατέφυγε στὴν Μονὴ Τούσκουλου, ὅπου ἔζησε ἐνάρετα τὰ ὑπόλοιπα λίγα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπαρνούμενος τὸν ἔκλυτο βίο του καὶ μετανοῶντας γιὰ τὰ κρίματά του. Ἂν τελικῶς πῆγε στοὺς οὐράνιους παραδείσους ἢ εἶχε τὴν τύχη τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ ἔβλεπαν οἱ «πιστoί» στὶς τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ, ποτὲ κανεὶς δὲν τὸ ἔμαθε. Οἱ θεολόγοι, πάντως, ἀκόμα δὲν ἔχουν ἀποφανθῆ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόσο κρίσιμου θέματος, ἀλλὰ θ’ ἀποφανθοῦν κάποια στιγμή!
Κωνσταντῖνος Κ. Χατούπης
( Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης κατάγεται από την Κόρινθο αλλά γεννήθηκε και έζησε στα Χανιά.
Εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολεία εξαρτώμενα από το Υπ. Παιδείας.)