«Η παράτολμη ελπίδα»


Έτσι όπως στέκεσαι με το ένα πόδι στα νερά

και το βλέμμα σου να αντιφεγγίζει σαν ερωτευμένο άστρο,

είσαι σαν ένα τσουβαλάκι σ’ αγαπώ,

ακουμπισμένο στους αστραγάλους του πρωινού.

Ρωμαϊκά κυκλάμινα τα χέρια σου,

που φύονται σε τσόφλια ελπίδων,

χέρια που κινούνται ελεύθερα σαν άτακτα όνειρα

και στροβιλίζονται γύρω από τα παρεκκλήσια των προσευχών.

Κι έπειτα ενώνονται ταπεινά και σκαρφαλώνουν απ’ το Άγιο Όρος των στεναγμών,

ως τα πάλλευκα δάχτυλα του Θεού.

Κι όταν κοιτάς το σκαθάρι και την ακρίδα και τους λες, καλημέρα,

κι όταν στου γαλάζιου τις γωνιές φιλιέσαι με τα άτακτα σύννεφα

κι εκείνα διαλύονται σε ένα αδιόρατο τσαφ,

μοιάζει η εικόνα ετούτη στα μάτια μου με μετάληψη ή με θαύμα.

Τότε εγώ γονατίζω και σου φιλώ τα πόδια και κάπου,

σε κάποια απόμερη γωνιά του Ατλαντικού, ένα μικρό νησί γεννιέται.

Αντιτάχθηκες στον άνεμο, την πλάτη σου γύρισες στη ματαιότητα, επαναστάτησες.

Με έναν σου αναστεναγμό αντίστροφα γύρισες

τους δείκτες του ρολογιού του Κόσμου

και τώρα μικραίνεις, μικραίνεις κι όλο μικραίνεις,

ως την μέγιστη έκσταση της εξαφάνισής σου σε ένα αχ!

ως τον αδιόρατο ψαλμό των Χερουβείμ,

ως τους αγέννητους μήνες και τα τσίνορα των χελιδονιών,

ως την ολοκληρωτική παράδοση.

Η λεπτότητα των κινήσεών σου είναι σκαρφάλωμα πόας,

που παραμερίζει το χώμα δίχως να το πληγώνει.

Το χνώτο σου είναι χνώτο έλατου,

ενώ τα μάτια σου, είναι πάντα μάτια ταξιδιού,

έξω απ’ το πρεβάζι της μνήμης.

Ποτέ δεν προσπάθησες να με πείσεις για την σωστή αρχιτεκτονική των ουρανών,

μήτε δυσκολεύτηκες να επιλέξεις περιτύλιγμα,

για το δώρο του πετάγματος που μου χάρισες.

ήρθαν όλα τόσο φυσικά, όσο η βροχή επάνω από την άνυδρη γη

και ο καρπός, σε ένα οπωροφόρο όλο υγεία.

Έτσι όπως φυσικά γεννήθηκε και ετούτη η παράτολμη ελπίδα,

πως σε ένα φιλί σου, κάποτε, θα χαθώ.

Βασίλης Κοκκώνης

 

Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφία