Ο φαροφύλακας
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης



Ο φαροφύλακας

 διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν 
Γένεσις 3:5

            Νοτιοανατολικά τής νήσου Έλενας, πάν’ απ’ τη μακρύτερη παραλία της, σ’ έναν πλάτωμα απλωμένο σ’ όλο το μήκος της, η άκρη τού οποίου υψωνόταν περίπου δέκα μέτρα απ’ την αμμουδιά, ήταν χτισμένο το Λευκάρι, ένα ψαροχώρι με όχι παραπάνω από εκατό κατοίκους. Η πρόσβαση στο Λευκάρι, απ’ την πλευρά τής παραλίας, γινόταν μέσω ενός μονοπατιού, ευρισκόμενο στο νοτιότερο σημείο της, δίπλα σ’ έναν μικρό όρμο που σχημάτιζε φυσικό λιμένα. Από εκεί ο διαβάτης ανηφόριζε και μετά από μισή ώρα δρόμο έφτανε στα πρώτα σπίτια τού χωρίου που βρισκόντουσαν στο χείλος τού πλατώματος.
            Το Λευκάρι ήταν φτωχό χωριό που έδινε στον επισκέπτη την εικόνα εγκατάλειψης. Οι πετρόκτιστες, δίπατες οικίες, με κεραμωτές στέγες σα σουβλιά, ήταν ατάκτως ερριμένες εκατέρωθεν στραβόστενων, φιδωτών σοκακιών που τα έτρωγε η βρώμα κι η λάσπη. Όταν οι καταρράκτες τ’ ουρανού πνίγαν το χωριό, όλα τα νερά, ενωμένα σε βαθύ χείμαρρο, πέρναγαν μετά φοβερού πάταγου απ’ τα στενά αφήνοντας πίσω τους δύσβατο τέλμα.
            Τούτο ήταν ο μέγας βραχνάς των κατοίκων γιατί το σάρωμα τής λάσπης και το καθάρισμα των σοκακιών αποτελούσε επαχθές καθήκον απ’ το οποίο κανείς δεν ξέφευγε. Κι ήταν το θέαμα θλιβερό να τους βλέπει κανείς, πάνω στο ζόρι τους και την επίμονη προσπάθεια, άλλους να πέφτουν, γλιστρώντας στα βουρκιασμένα νερά, και να κείτονται εκεί με την κοιλιά προς τον ουρανό, σαν αναποδογυρισμένα ζωύφια κι άλλους να μπουσουλάνε σαν βρέφη μέσα στη βρόμα προσπαθώντας να πιαστούν από κάπου για να σηκωθούν. Για ώρες ασχολιόντουσαν με τη μετατροπή τού τέλματος σ’ ευκολοδιάβατο δρόμο αφήνοντας άλλες ζωτικής σημασίας ασχολίες, όπως το ψάρεμα ή την καλλιέργεια τής γης, που μόλις και μετά βίας εξασφάλιζε την επιβίωση τους.
            Λέω «μόλις και μετά βίας» γιατί το μεγαλύτερο μερτικό τού κόπου τους  περιερχόταν στην κατοχή τού Ουριάννα. Αυτό οφειλόταν στην δεσποτική και καταπιεστική του στάση απέναντι στους ψαράδες και τους αγρότες τού χωριού απ’ τους οποίους απαιτούσε να καταβάλλουν υψηλό φόρο σε μηνιαία βάση.
            Ο Ουριάννας θα είχε ένα ήρεμο, σχεδόν γλυκό, παρουσιαστικό, εάν ο σατανάς δεν φώτιζε το βλέμμα του κι αν δεν στριφογύριζε πέρα δώθε για να βρει το κακό, ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχε. Ήταν γύρω στα εξήντα, λιπόσαρκος, με μια μύτη σαν πλώρη πλοίου, φορτωμένη με μεγάλα κοκάλινα γυαλιά που προσέδιδαν μια ψυχρή αυστηρότητα στο μακρόστενο, σχεδόν αλογίσιο, πρόσωπό του. Στο δεξί του πόδι ήταν χωλός κι οι χωρικοί τον αποκαλούσαν περιπαικτικά, στις διάφορες κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, λ υ κ ο φ α γ ω μ έ ν ο!
            Ο Ουριάννας έχοντας τον τίτλο τού Πατρικίου ήταν κάτι σαν άρχοντας τού Λευκαρίου, επωμισμένος με την διευθέτηση τής ζωής όλου τού χωριού. Τρόπος τού λέγειν «επωμισμένος» γιατί στην πραγματικότητα επωμισμένοι με τις σχετικές υποθέσεις ήσαν τα διάφορα φερέφωνά του που, επειδή σκάμπαζαν από διοικητικά κι οικονομικά, είχαν διοριστεί απ’ τον Ουριάννα για να τις φέρουν εις πέρας.
            Όλοι αυτοί απάρτιζαν το συμβούλιο τού χωριού και παρασιτούσαν εις βάρος του Ουριάννα στον ίδιο χώρο που παρασιτούσε κι ο Ουριάννας εις βάρος των χωρικών. Δηλαδή, σε μια τεράστια έπαυλη χτισμένη από αιώνες σε σημείο περίοπτο, απέχον δέκα λεπτά με τα πόδια απ’ το χωριό. Από εκεί η θέα προς το Λευκάρι και πέρα απ’ αυτό, προς το πέλαγος, ήταν πανοραμική.
            Ο κήπος τής έπαυλης ήταν μια τεράστια έκταση περιτριγυρισμένη από δάση κι ανθόσπαρτους αγρούς. Ένθεν κακείθεν ξεπρόβαλαν πράσινες πλαγιές βελούδινες, καταρράχτες πάνω σε βράχια και πίδακες λογής-λογής. Σ’ αυτό τον χώρο τρέχαν κι έβοσκαν ελεύθερα ελάφια κι άλογα κάτ’ απ’ το πέταγμα πλουμιστών και ποικίλων πτηνών· επομένως, ήταν ιδανικός τόπος για ραχάτι και ρέμβη. Μέσα σ’ αυτόν τον κήπο των επίγειων απολαύσεων ο Ουριάννας έκανε τον λάθος στοχασμό ότι μπορεί να κάνει δύο δουλειές πολύ καλά: και να κυβερνά και να καλοπερνά!
            Μέσα στ’ άμεσα σχέδια του ήταν να χτίσει και μια άνετη βιλίτσα σε μυστικό σημείο αυτού του κήπου για να βολεύει τις νόστιμες ερωμένες του, μακριά απ’ τα βλέμματα των συμβούλων του και της γυναίκας του, της Πανδωρίδας!
            Μια γυναίκα πρησμένη απ’ το λίπος και πασαλειμμένη στο πρόσωπο με ολόκληρους «σοβάδες» καλλωπίσματος για να καλύπτεται το πυκνό δίχτυ από ρυτίδες. Ωστόσο, τα μούτρα της δεν παίρναν και καμιά ιδιαίτερη βελτίωση, όσα τέτοια πασαλείμματα κι αν έκανε, γιατί η φύση την είχε αδικήσει. Πλατσομύτα, με σαγόνια πυγμάχου και με μια λεπτή σχισμή για χείλια, περιφερόταν ολημερίς στην έπαυλη σκοτώνοντας το χρόνο της με κάθε είδους ανούσια ενασχόληση και κυρίως με το κουτσομπολιό, το οποίο ετροφοδοτείτο απ’ τους περίεργους συμβούλους τού Ουριάννα. Ναι, τους συμβούλους γιατί ξέχασα να πω ότι οι σύμβουλοι ως άνθρωποι τού κόσμου και των συναναστροφών γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα κι έτσι αποτελούσαν ιδανικές περιπτώσεις για συναναστροφή με σκοπό τον κακόβουλο σχολιασμό.
            Ό,τι της έλειπε σε κάλλος, αναπληρωνόταν από πονηριά και πανουργία, δύο χαραχτηριστικά της που ζωντάνευαν το ειδεχθές παρουσιαστικό της και την κάναν γοητευτική στα μάτια τού Ουριάννα και των συμβούλων. Αυτά τα χαραχτηριστικά επιστράτευε όταν οι χωρικοί εξεγείρονταν εναντίον τού Ουριάννα για την άδικη μεταχείριση κι εκμετάλλευσή τους.
            Φυσικά, οι φασαρίες στο χωριό εξαιτίας της δεσποτικής στάσης τού Πατρικίου γινόντουσαν σπάνια γιατί όταν εργάζεται κανείς σαν είλωτας δεν έχει περιθώριο να σκέφτεται, κοινώς να ξυπνάει και να διεκδικεί το δικαίωμά του στη ζωή.
            Τότε ζητούσε απ’ την Πανδωρίδα να βρει μια λύση προτού κινήσει όλη αυτή η πλέμπα προς την έπαυλη και τα κάνει γης μαδιάμ. Η φρουρά που διέθετε μπορούσε ν’ αποκρούσει τους εξεγερθέντες αλλά ο Πατρίκιος γνώριζε καλά ότι φωνή λαού, οργή Θεού, κάτι που τον αναστάτωνε ιδιαιτέρως κι έτσι φρόντιζε να καταπνίγει σιργουλευτά τις εξεγέρσεις εν τη γενέσει τους.
            Όταν μυριζόταν, λοιπόν, αναμπουμπούλα στις τάξεις των χωρικών έδινε εντολή ναρθούν από τη χώρα περιοδεύοντες θίασοι ακροβατών, σαλτιμπάγκων και μάγων για να τους διασκεδάσουν και να κατευνάσουν το θυμό τους. Τότε ήταν που το χωριό μετατρεπόταν σε τσίρκο. Μετατρεπόμενο σε τσίρκο, όμως, όλα τα κακά λησμονιούνταν διαμιάς: οι φόροι, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η φτώχια και πάν’ απ’ όλα ο δεσποτισμός κι η εκμετάλλευση τού Ουριάννα. Άλλες πάλι φορές καλούσε μαργιόλικα θηλυκά, ξεσκολισμένα στην εκτόνωση των ανδρών, πολλά εκ των οποίων ήσαν επιστήθιες φίλες τής Πανδωρίδας, για να προσφέρουν τα κάλλη τους στους κουρασμένους κι αγανακτισμένους χωρικούς!
            Αλλ’ αυτό που είχε την μεγαλύτερη επίδραση στη λήθη των κατοίκων, μεγαλύτερη κι απ’ το νερό τής Άρνης, ήταν τα τσιμπούσια στα οποία επικρατούσε η κρεατοφαγία. Πάνω σε ξύλινες τάβλες απλωνόταν αχνιστό κρέας, αφού είχε πρώτα βραστεί σε μεγάλα και βρώμικα καζάνια, περιμένοντας τους φουκαράδες και πεινασμένους να το καταβροχθίσουν. Κανείς δεν νοιαζόταν για τις άθλιες, κατά την προετοιμασία τού κρέατος, συνθήκες υγιεινής γιατί ή πείνα ήταν μεγάλη. Όπως δεν νοιαζόταν για τις κρεατόμυγες που πήγαιναν και φώλιαζαν στο, προσφερόμενο απ’ την Πανδωρίδα, κρέας για να γεννήσουν. Σημειωτέον ότι οι χωριάτες στερούνταν το κρέας καθώς δεν μπορούσαν να το βρουν εύκολα. Αντιθέτως, όλο τον χρόνο βολευόντουσαν με κάνα ψάρι (όταν δεν τους το υφάρπαζε ο Ουριάννας) και με χορταρικά ή όσπρια, από εκείνα που φύτευαν.
            Οι άνθρωποι, λοιπόν, σ’ αρμονική συνύπαρξη με τις κρεατόμυγες ήσαν εκείνες τις στιγμές δοσμένοι στην ηδονή τού λάρυγγα και μόνον όταν εμφανιζόταν από μακριά ο Πατρίκιος για να δει τα αποτελέσματα των μεθοδεύσεων τής Πανδωρίδας, σταματούσαν το άλεσμα τής τροφής, κάνανε έναν απαίσιο μορφασμό, βγάζαν τη γλώσσα, γλείφαν τη μουσούδα τους σαν τα βόδια και σήκωναν τα μπροστινά τους μέλη για να ζητωκραυγάσουν, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη τους.
            Ο μόνος που δε συμμετείχε σ’ όλα αυτά γιατί αηδίαζε ήταν ο Αλεωρής, ο φαροφύλακας τής περιοχής. Ίσως ήταν ο μόνος που αντιλαμβανόταν τις ανειλικρινείς μεθοδεύσεις τού Ουριάννα και της Πανδωρίδας για τον αποπροσανατολισμό των χωρικών απ’ τα βάσανά τους και την κοροϊδία. Στην πραγματικότητα, σιχαινόταν και τον ίδιο τον Ουριάννα όχι μόνον για όλες αυτές τις ραδιουργίες που μηχανευόταν εις βάρος αγνών κι αβοήθητων ανθρώπων με νου απλοικό, βυθισμένο στην άβυσσο της άγνοιας, δηλαδή υπάρξεων που εύκολα παρασυρόντουσαν σε κακοτοπιές και παγίδες, αλλά και για έναν άλλο λόγο.
            Ο Αλεωρής είχε μεσολαβήσει παλιότερα για να πάρει ο Ουριάννας τον τίτλο του Πατρικίου, πείθοντας τα ανάκτορα για τις ικανότητές του στη διοίκηση. Ήταν οι εποχές που οι δύο άνδρες είχαν στενές φιλικές σχέσεις. Με το πέρασμα όμως τού χρόνου ο Ουριάννας έδειχνε σιγά-σιγά το μοχθηρό του πρόσωπο κι οι σχέσεις μεταξύ τους διακόπηκαν απότομα. Τώρα ο Αλεωρής δεν ήθελε να αντικρίζει ούτε τον Ουριάννα αλλά ούτε και τους χωρικούς γιατί κάποτε τον είχαν εμπιστευτεί, όταν στήριζε τον Ουριάννα, και τώρα από ντροπή για τα αίσχη τού Πατρικίου εις βάρος τους, τους απέφευγε.
            Ο Αλεωρής ήταν ένας ηλιοκαής και μικρόσωμος αλλά σβέλτος στο κορμί και στον νου άνθρωπος. Το πρόσωπό του ήταν μονίμως ρεμβώδες και μελαγχολικό και σ’ αυτή του τη ρέμβη και τη μελαγχολία δεν συνέτεινε μόνον η φύση του αλλά κι ο τρόπος ζωής του. Ως φαροφύλακας έπρεπε να περνάει όλη του τη ζωή στον φάρο χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ανάπαυλας και διαμονής έστω και για λίγο στο Λευκάρι. Κάποιος όφειλε να φροντίζει επί μονίμου βάσεως για τον φάρο και πάν’ απ’ όλα για το φώς του που έπρεπε να παραμένει άσβεστο τις νύχτες, όπως ο ήλιος παραμένει άσβεστος όταν φωτίζει την πλάση.
            Κανείς απ’ το χωρίο δεν ήθελε ν’ αναλάβει αυτό το επαχθές καθήκον κι επειδή ο Αλεωρής δεν μπορούσε να βλέπει απ’ τη μια μεριά τα μούτρα τού απατεώνα Ουριάννα και της πονηρής γυναίκας του κι από την άλλη να βιώνει τη δυστυχία, τη φτώχεια και την εκμετάλλευση των συγχωριανών του απ’ τον Πατρίκιο, αποφάσισε ν’ αναλάβει αυτός τον ρόλο τού φαροφύλακα και να μην ξαναπατήσει στο χωριό.
            Ο εν λόγω φάρος ήταν χτισμένος πάνω στην άκρη ενός βράχου που απ’ τη μία μεριά, εκεί όπου υψωνόταν ο φάρος, προεξείχε γύρω στα πέντε μέτρα πάν’ απ’ την επιφάνεια τού νερού ενώ απ’ την άλλη έμπαινε, κατηφορίζοντας απότομα, μες στο νερό. Ο βράχος βρισκόταν δύο μίλια ανατολικά τής Έλενας, ενώ ανατολικότερα τού βράχου τα νερά περιέλουζαν μια μακρόστενη βραχονησίδα. Επομένως, μεταξύ της βραχονησίδας και των ακτών σχηματιζόταν ένα μπουγάζι.
            Γύρ’ απ’ τον βράχο και σε μια ακτίνα περίπου μισού μιλίου απλωνόντουσαν απότομες προεξοχές βράχων, ορατές από κάποια απόσταση, όχι όμως κι ο ύφαλος, μήκους διακοσίων μέτρων και πλάτους εκατό, απλωμένος στη μέση τού μπουγαζιού. Αυτό σε συνδυασμό με τ’ αβαθή προς την παραλία τής Έλενας καθιστούσαν το μπουγάζι άκρως επικίνδυνο για την ναυσιπλοΐα.
            Για αιώνες ο ύφαλος καταξέσκιζε τις τρόπιδες πολλών περαστικών πλοίων που έπεφταν πάνω του λόγω κακοκαιρίας ή έλλειψης ορατότητας. Ιδιαίτερα τον χειμώνα, βοηθούντων των ισχυρών βοριάδων, η θάλασσα αγρίευε και τ’ ανηλεή κύματα  έπλητταν μανιωδώς τους βράχους απ’ τη μια μεριά και την ακτή απ’ την άλλη, κατακαλύπτοντας και την ακτή και τους βράχους. Τότ’ έμοιαζε η γη να μικραίνει και το πέλαγος να μεγαλώνει. Μέσα σ’ αυτήν την αναστάτωση και την ταραχή τα πλεούμενα μοιάζανε με φελλούς παραδομένα στη μοίρα τους, δηλαδή στις κοφτερές σαν λεπίδες προεξοχές των βράχων. Ένα σωρό έρμα και σαπρά ξύλα, λείψανα παλιών ναυαγίων, κείτονταν είτε στην άμμο τής ακτής είτε πάνω στις ξέρες· μάρτυρες συμφορών, πνιγμών κι ολέθρου.
             Ο λίθινος πύργος τού φάρου, ύψους είκοσι μέτρων, αποτελείτο από τρία τμήματα στην κορφή των οποίων υπήρχε διάζωμα, ενώ οι όψεις κάτ’ από κάθε διάζωμα ήταν διακοσμημένες ανάγλυφα μ’ Έχιδνες και Τυφώνες σε διάφορες στάσεις, προσδίδοντας έτσι μια ζοφερή όψη στο οικοδόμημα και προκαλώντας φόβο σε όποιον τις έβλεπε. Τι δουλειά είχαν αυτές οι μορφές πάνω στον φάρο ήταν ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε ποτέ.
            Κάτ’ απ’ το δωμάτιο με το φωτιστικό μηχάνημα υπήρχε χώρος όπου τοποθετούνταν τα καύσιμα κι οι προμήθειες καθώς κι ο μηχανισμός για το κούρδισμα τής λάμπας. Εφαπτόμενη στον πύργο τού φάρου υπήρχε κατοικία κεραμοσκεπής όπου ο Αλεωρής περνούσε μεγάλο μέρος τής μέρας παρέα με τον μοναδικό του σύντροφο, τον Προμηθέα. Ένας σκύλος που τον ακολούθησε οικειοθελώς στη βάρκα με την οποία ο Αλεωρής πήγε πριν από τριανταπέντε χρόνια, για πρώτη φορά, στον φάρο.
            Τη μέρα ο Αλεωρής φρόντιζε για την καθαριότητα τού φάρου, την προετοιμασία τού φαγητού, το κούρδισμα τής φωτιστικής εστίας και τον έλεγχο τού φωτιστικού μηχανήματος. Τις νύχτες ανέβαινε στον κρυστάλλινο θάλαμο με το φανάρι και κρατούσε τη φλόγα άσβεστη καθώς και τις ελπίδες των ναυτικών. Οι νύχτες ήταν πάντα δύσκολες όχι τόσο λόγω της αγρύπνιας όσο του μεγέθους τού δωματίου που τον χώραγε με δυσκολία παρά την ισχνότητα τού κορμιού του. Εκεί, σαν τον κούκο στο κλουβί, ζαρουκλιαζόταν κάτ’ απ’ το φωτιστικό μηχάνημα και περίμενε να ξημερώσει, αγωνιώντας για τις ψυχές των ναυβατών.
            Όταν ο καιρός ήταν αίθριος ασχολιόταν με το ψάρεμα ενώ κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν ο αέρας ξαμολιότανε μ’ ένα ουρλιαχτό και τα κύματα ξεσπούσαν και θραύονταν αρχικά χαμηλά στον βράχο μα όταν η αντάρα μεγάλωνε, ψηλά μέχρι το μέσο τού φάρου που τυλιγόταν από πελώριες υδάτινες μάζες, ο Αλεωρής έμενε κλεισμένος μέσα μέχρι να κοπάσει ο καιρός. Αλλά η κακοκαιρία μπορεί να διαρκούσε και βδομάδες ολόκληρες και τότε ήταν που έμπαινε σε μεγάλες δοκιμασίες καθώς τα τρόφιμα λιγόστευαν και συν τοις άλλοις δεν μπορούσε να βγει έξω για να ψαρέψει.
            Υπήρχαν φορές μάλιστα που το νερό, σαν να είχε υπερηφάνεια και θράσος μαζί, επιχειρούσε να διεισδύσει στην κατοικία του για να τον πνίξει ξεσπώντας λυσσασμένα στην ξύλινη πόρτα, την αμπαρωμένη με δυο μεγάλα σίδερα. Τότε ο Αλεωρής ανέβαινε ψηλά στον πύργο κι έμενε εκεί μέχρι τα νερά να υποχωρήσουν από κάτω.
            Αυτός ήταν ο φάρος τού Αλεωρή· ένα κτίσμα με ήρεμη, σταθερή και βωβή όψη που ερχόταν πάντα σ’ αντίθεση με τη δύναμη, την αγρύπνια και την βοή τού πελάγους και των κυμάτων του. Σύρριζα στον γκρεμνό τού βράχου όρθωνε, μαστιγωμένος απ’ τους βοριάδες και μαυρισμένος απ’ τις καταιγίδες, τ’ ανάστημα του μπροστά στην ορμή τού ορχούμενου και μανικού νερού. Κι όσο κι αν λύσσαγε το κύμα, τον φάρο που θάβρισκε μπροστά του απλώς τον προσπέρναγε χωρίς να τον καταβάλλει.
            Το φαρικό ερχόταν για ανεφοδιασμό δύο με τρεις φορές τον χρόνο κι όταν το επέτρεπε ο καιρός, βέβαια. Πλησίαζε με προσοχή τον ύφαλο κι από εκεί γεροδεμένοι άντρες δένονταν με σχοινιά κι από ξέρα σε ξέρα φτάνανε στον φάρο κουβαλώντας, με κίνδυνο να τραυματιστούν, σε μεγάλες φιάλες λάδι φάλαινας και τρόφιμα για τον Αλεωρή. Κάθε φορά που τον επισκέπτονταν, αναρωτιόντουσαν πώς είναι δυνατόν άνθρωπος να ζει μόνος και επί μακρόν πάνω σ’ αυτόν τον άνυδρο κι άξενο βράχο.
            Την απάντηση την ήξερε μόνον ο Αλεωρής και μόνον αυτός ήταν σε θέση να την ξεστομίσει. Τίποτα δεν μπορούσε να πτοήσει την μοναξιά του γιατί μέσα στην μοναξιά και στη φύση ο Αλεωρής ελευθερωνόταν κι έβρισκε τον πραγματικό του εαυτό που δεν ήταν άλλος απ’ το φως που έκαιγε ακατάπαυτα στην κορφή τού φάρου. Κι όπως το φως τούτο απλωνόταν κάθε νύχτα πάνω στις θαλάσσιες οδούς, όμοια και το πνεύμα του απλωνότανε στην απεραντοσύνη τής θάλασσας και του διαμόρφωνε συνείδηση του ύψιστου καθήκοντός του να φωτίζει τις νύχτες των καραβιών κι απώτερα τα σκοτάδια τής ανθρώπινης ζωής.
            Αυτό του το πνεύμα τον έκανε κάποτε να κινήσει για την έπαυλη τού Πατρικίου, έτσι αγανακτισμένος όπως ήταν για την κατάντια των κατοίκων τού Λευκαρίου και για τον εμπαιγμό τους απ’ τον Ουριάννα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τριανταπέντε ολάκερα χρόνια που έφευγε απ’ τον βράχο! Φτάνοντας στο χωρίο οι κάτοικοι παραξενεύτηκαν που τον είδαν ύστερ’ από τόσα χρόνια να πατάει σε γη άλλη απ’ τον βράχο. Με γοργές κινήσεις έφτασε στην έπαυλη, στην είσοδο της οποίας συνάντησε την Πανδωρίδα.
            Η γυναίκα τού Πατρικίου δεν είδε με καλό μάτι την άφιξη τού φαροφύλακα γιατί γνώριζε την παλιά έχθρα που υπήρχε μεταξύ των δύο αντρών και φοβήθηκε για φασαρίες και μεγάλη ταραχή που θα προκαλούσε η παρουσία του στο χωριό. Κι επειδή η διπροσωπία τραβούσε πάντα τα σωθικά της, έκρυψε επιμελώς την αρνητική της διάθεση και τις άσχημες σκέψεις.
            — Αλεωρή! είπε δυνατά προφανώς για να την ακούσει ο άντρας της, που εκείνη την ώρα ήταν στο ακριβώς από πάνω απ’ την είσοδο δωμάτιο και καλλωπιζόταν μπροστά στον καθρέφτη.
            — Θέλω να δω τον άντρα σου αμέσως κι ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά μπροστά από την είσοδο τής έπαυλης.
            — Τι τον θέλεις, Αλεωρή;
και προχώρησε προς το μέρος του με κάτι μαργιόλικα λυγίσματα και με μια έντονη σύσπαση των χειλιών της που κάνουν συνήθως οι άνθρωποι όταν αναγελούν τους άλλους.
            — Δουλειά σου εσύ… Πού είναι;
την ρώτησε με άγριο βλέμμα κι όψη σκοτεινή.
            — Άσ’ τονε να περάσει, Πανδωρίδα, ασ’ τονε… Η φωνή του Πατρικίου ακούστηκε αποφασιστική και σταθερή, δεικνύουσα άνθρωπο που ξέρει να βάζει στην θέση τους τούς άλλους.
            Η Πανδωρίδα άπλωσε το χέρι της προς τη μεριά τής εισόδου και μ’ ένα ψεύτικο μειδίαμα στα πρησμένα της χείλια τού έκανε νεύμα να περάσει. Ο Αλεωρής με σίγουρα και γρήγορα βήματα ανέβηκε στο δωμάτιο και σπρώχνοντας την πόρτα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απρόσμενο θέαμα. Ο Ουριάννας είχε προλάβει να κλείσει όλα τα παραθυρόφυλλα με αποτέλεσμα να σκοτεινιάσει  ο χώρος, βοηθούντος βέβαια και του καιρού εκείνης της μέρας που ήταν συννεφιασμένος και δεν επέτρεπε στον ήλιο να διεισδύει ακόμα κι απ’ τις πιο μικρές σχισμές.
            Ο Πατρίκιος κρατούσε ένα λύχνο που μετ’ από λίγο τ’ ακούμπησε πάνω σ’ ένα γραφείο, τοποθετημένο ακριβώς απέναντι απ’ την πόρτα, πίσ’ απ’ το οποίο στεκόταν αυτός. Το παλλόμενο φως τού λυχναριού έριχνε τη λάμψη του στο αλογίσιο πρόσωπο τού Πατρικίου προκαλώντας μια αίσθηση ριγηλώς φρικαλέα στον φαροφύλακα. Η φλόγα έφτανε να φωτίσει μικρό κομμάτι τού χώρου, εκεί που στεκόταν ο Πατρίκιος, ενώ όλο το υπόλοιπο δωμάτιο βρισκόταν στο σκότος.
            Ο φαροφύλακας παρέμεινε μπροστά από την κλεισμένη πόρτα χωρίς να κάνει ούτ’ ένα βήμα για να πλησιάσει τον Ουριάννα.
            — Γιατί ξανάρθες στο χωριό; Τον ρώτησε αδιάφορα προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του.
            — Γνωρίζεις πολύ καλά γιατί ήρθα. Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, του απάντησε μ’ έντονο ύφος, κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια.
            — Αυτά είναι παλιές ιστορίες τις οποίες δεν χρειάζεται ν’ ανασκαλεύουμε, του αποκρίθηκε μ’ εκείνο το γνώριμο πνεύμα του, της ψευτιάς και της απάτης. Αυτά ήταν η αιτία που εσύ έφυγες απ’ το νησί και ψυχράνθηκαν οι μεταξύ μας σχέσεις. Δεν θα ήταν καλύτερα να μην είχες αναφερθεί τότε σ’ όλες τούτες τις ανοησίες; Ούτε εσύ θα έφευγες απ’ το νησί για να κρύβεσαι στις ρωγμές και τις σπηλιές των βράχων και ν’ αναζητάς τροφή σε μουχλιασμένα βρύα και νοτισμένες πέτρες, ούτ’ εγώ θα χάλαγα τη φιλία μαζί σου.
            — Ανοησίες; Αποκάλεσες ανοησίες αυτά τα ζωτικής σημασίας θέματα απ’ τα οποία εξαρτάται η ευημερία κι η ευτυχία των κατοίκων τού Λευκαρίου; ρώτησε με θυμωμένη φωνή κι έκανε να πλησιάσει προς το γραφείο. Ο Πατρίκιος σήκωσε ήρεμα και αργά το δεξί του χέρι, φέρνοντας το παράλληλα προς το έδαφος, κι έδειξε την παλάμη του στον Αλεωρή σαν να του έλεγε να μην πλησιάσει άλλο.
            — Γιατί δεν είναι; απαντώντας με ερώτηση και διατηρώντας την ίδια ακριβώς ηρεμία που είχε απ’ την αρχή του διαλόγου τους.
            — Αποκαλείς ανοησίες την ανάγκη κι ενδεχομένως την επιθυμία τους να μάθουν;
            — Να μάθουν τι; Αυτά που ξέρουν δεν είν’ αρκετά; Η ευτυχία ενός ανθρώπου δεν εξαρτάται απ’ αυτά που ξέρει αλλ’ απ’ αυτά που έχει, αφελέστατε κύριε φαροφύλαξ. Δεν είχε προλάβει ν’ αποσώσει τη φράση του και με μια ελαφριά κίνηση τού κεφαλιού προς τα πίσω το πηγούνι του υψώθηκε ελαφρώς και τα μάτια του μισόκλεισαν, περιμένοντας την απόκριση τού Αλεωρή.
            — Να μάθουν, ναι! γιατί αυτά που ξέρουν δεν είναι αρκετά για να κάνουν πιο άνετη τη ζωή τους. Να μάθουν τους νέους τρόπους καλλιέργειας κι αλιείας για να κουράζονται λιγότερο και να τελειώνουν τις δουλειές τους πιο γρήγορα. Κοίτα τα χάλια που έχει το χωριό: Βρώμικο και παρατημένο στην κακομοιριά του. Τα σπίτια τους χρειάζονται επισκευές που θα μπορούσαν να τις κάνουν οι ίδιοι αν ήξεραν την τέχνη της ξυλουργικής και του σπασίματος πέτρας. Το χωριό είναι, επίσης, χωρίς αποχέτευση κι οι δρόμοι δύσβατοι. Συνεχίζουν να δουλεύουν με τις ίδιες αρχαίες μεθόδους που δούλευαν οι πρόγονοί τους. Κανείς δεν τους έδειξε μέχρι σήμερα τις προόδους που έχει κάνει η τεχνική. Έπειτα, το δικαίωμα τους στον ελεύθερο χρόνο δεν τους το αναγνωρίζεις; Πώς θ’ ασχοληθούν με τα παιδιά τους, με τις γυναίκες τους, με το σπιτικό τους όταν δουλεύουν συνέχεια; Πώς θα ξεκουράζονται και πώς θ’ ασχολούνται με τον ίδιο τον εαυτό τους όταν είναι βυθισμένοι στην έγνοια τής δουλειάς απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ;
            — Αυτό που βλέπω είν’ ανθρώπους που βγάζουν το καθημερνό τους, συνεπείς στην καταβολή των φόρων τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους απέναντι στο συμβούλιο. Τουλάχιστον, δεν πεθαίνουν της πείνας! συνέχισε με δογματική έμφαση· κι όσο για τον ελεύθερο χρόνο, γνωρίζεις καλά ότι η Πανδωρίδα φροντίζει συχνά για την διασκέδαση τους και το ξέδομα τους! Τόσους θιάσους κουβαλάμε κάθε χρόνο για τους χωριάτες! Μα μην ξεχνάς κάτι σημαντικό: Στη γνώση υπάρχει στενοκεφαλιά κι έπαρση ενώ στην άγνοια θαβρεί κανείς την απλότητα και την αθωότητα. Εξάλλου, οι μορφωμένοι έχουν μπόλικη ματαιοδοξία και μια τέτοια ματαιοδοξία δεν μας κάνει γιατί εύκολα μπορεί να οδηγήσει τους χωριάτες σ’ αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Οι χωριάτες πρέπει να κοιτάνε μόνον τη δουλειά τους, γιατί η δουλειά λυτρώνει τον άνθρωπο!
            Αλλά ο Πατρίκιος ένιωθε ότι η άγνοια των χωρικών εξυπηρετούσε τους δικούς του εγωιστικούς σκοπούς, γιατί όταν οι χωρικοί βλέπουν αλλά βλέπουν μάταια, ακούνε αλλά δεν ακούν και μοιάζουν με σκιές ονείρων που όλα τ’ ανακατεύουν μέσα τους όπως τύχει, καταντούν ακίνδυνοι για ενοχλητικές εξεγέρσεις εν όψει των ραδιουργιών που απεργαζόταν. Τα ίδια, όμως, ένιωθε κι ο Αλεωρής που άρχισε να γίνεται στενός κορσές στον Πατρίκιο και δεν θα τον άφηνε ήσυχο αν δεν αποσπούσε κάποιες υποσχέσεις απ’ αυτόν.
            — Η γνώση όμως είν… κι εκεί τον διέκοψε ο Πατρίκιος έκδηλα εκνευρισμένος μ’ αυτή την επιμονή τού φαροφύλακα.
            — Μπορεί η χωριάτες να είναι κατώτεροι των μορφωμένων ανθρώπων αλλά ίσως ανώτεροι στα μάτια του Θεού, αποκρίθηκε ο Πατρίκιος με βαριά και δυνατή φωνή, σχεδόν βραχνιασμένη, έχοντας χάσει πια την υπομονή του. Ανόητε, δεν καταλαβαίνεις ότι η πολύχρονη μοναξιά σου σ’ οδηγεί στην τρέλα, στον παραλογισμό, στην φρίκη; Δεν βλέπεις ότι αυτή σου η υπερβολική έγνοια για τους χωριάτες σ ο υ  τ ρ ώ ε ι  σ α ν  α ε τ ό ς  τ α  σ υ κ ώ τ ι α; κι άνοιξε την αγκαλιά του διάπλατα σα νάθελε όλο το σύμπαν, και μαζί του κι ο Αλεωρής, να περικυκλωθεί απ’ τα χέρια του και να βυθιστεί μέσα του.
            — Λέγε ό,τι θέλεις κανάγια! του είπε δυνατά κραδαίνοντας προς το μέρος του την μπουνιά τού δεξιού του χεριού. Εγώ πάντως και θα πεθάνω ακόμα, αλλά θα κάνω το παν για να τους ξυπνήσω, να τους ξεσηκώσω, να τους ανοίξω τα κλειστά μάτια! Κι αν με εμποδίσεις με τα καμώματά σου θα σβήσω το φως τού φάρου και δεν θα ξανανάψει ποτέ! Φυσικά γνωρίζεις τι θα σημάνει αυτό για σένα: Θ’ αποχαιρετίσεις ό,τι καλό κι ηδονικό εμπόρευμα σου στέλναν μέχρι τώρα απ’ τη μητρόπολη! Μια έκφραση γερακίσια και σκληρή απλώθηκε, εκείνη τη στιγμή, στην φυσιογνωμία του.
            — Χάσου από μπροστά μου άθλιε και μην τολμήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο γιατί θα σε σταυρώσω! Η φωνή τού Πατρικίου άλλαζε σταδιακά στην χροιά της, όσο μίλαγε, μ’ αποτέλεσμα ν’ ακούγεται στο τέλος πιο στριγκιά και πιο βαθιά, όμοια με ουρλιαχτό δαίμονα, ενώ τα μάτια του έδωσαν τη θέση τους σε δύο άδειους κύκλους. Ο Αλεωρής έκανε γρήγορα μεταβολή και με φόβο βγήκε γρήγορα απ’ την έπαυλη στον καθαρό αέρα και στο φως.
            Καβάλα σ’ ένα άλογο έσπευσε για τη χώρα γνωρίζοντας πως δεν έχει και πολύ χρόνο στη διάθεση του, γιατί σε λίγες ώρες θ’ άπλωνε παντού τα παγωμένα φτερά της η νύχτα κι έπρεπε να βρίσκεται στην κορφή τού φάρου για ν’ ανάψει το σωτήριο φως. Σκόπευε να ενημερώσει το μητροπολιτικό κέντρο για τις προθέσεις του προκειμένου να στείλουν με το πρώτο πλοίο αυτά που θα ζητούσε: Τεχνίτες οδοποιίας κι υδροδυναμικής, γεωπόνους, γεωλόγους, αλιεργάτες κι αλιείς, μηχανικούς κι όποιους άλλους που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τού Λευκαρίου κι ήσαν πρόθυμοι να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους σ’ αυτούς.
Αργότερα όταν τα πράγματα θ’ άλλαζαν, θα καλούσε μια φορά το μήνα και θεατρικό θίασο προκειμένου με τις παραστάσεις του ν’ ανοίγει ένα νέο παράθυρο προς τον κόσμο για τους κατοίκους που μέχρι τώρα δεν υποπτεύονταν καν ότι υπήρχε. Δεν υποπτεύονταν ότι υπήρχαν πολύ άλλοι κόσμοι πέραν αυτού που ζούσαν τους οποίους θα φώτιζε μες στον νου τους η τέχνη τής υποκριτικής. Ποια έργα θα παιζόντουσαν ήταν ένα θέμα που δεν τον απασχολούσε αυτή τη στιγμή. Άλλα πράγματα είχαν προτεραιότητα τώρα.
            Επιστρέφοντας απ’ την χώρα και πηγαίνοντας προς το φάρο συλλογιζόταν πάνω στη βάρκα ότι το αίτημά του θα ικανοποιούνταν απ’ τους αρμόδιους, γιατί ποιος, πλην του Πατρικίου, δεν θά ΄΄΄θελε ν’ αλλάξει η εικόνα τού Λευκαρίου προς το καλύτερο και να μετατραπούν οι χωρικοί από κριάρια σ’ ανθρώπους;
            Η σκέψη όμως που έσφιγγε σαν μέγγενη τον νου του είχε να κάνει με την εμμονή τού Πατρικίου να κρατάει κρυμμένο ό,τι λαχταρά η ζωή τού ανθρώπου. Κι αυτή σκέψη του τον κουρέλιαζε εδώ και χρόνια, μα τώρα, ύστερα απ’ τη λογομαχία που είχε μαζί του, επανήλθε δριμύτερη για να μείνει. Κι ίσως αυτή σκέψη τον είχε πεισμώσει και δεν τον άφηνε να παρατήσει τον αγώνα που ξεκίνησε.
            Φτάνοντας στον βράχο, ο Προμηθέας έπεσε πάνω του γλείφοντας τον όπου έβρισκε και κουνώντας την ουρά του σαν τρελός. «Εσύ τουλάχιστον με αγαπάς και με καταλαβαίνεις», του είπε κι ο σκύλος, λαλιά αν είχε, τα ίδια θα του έλεγε.
            Οι μέρες πέρναγαν μέσα στην νηνεμία και την ευδία και τίποτα δεν προμήνυε τη μεγάλη κακοκαιρία που θα ερχόταν. Τα καλά νέα είχαν ήδη φτάσει στον Αλεωρή. Το αίτημά του είχε ικανοποιηθεί απ’ την αρμόδια επιτροπή και το πλοίο θα έφτανε σύντομα στο λιμάνι της Έλενας που βρισκόταν στην βορειοδυτική μεριά τού νησιού, αρκετά μακριά, δηλαδή, απ’ το Λευκάρι.
            Κάθε πλεούμενο, για να ξεμπαρκάρει στην Έλενα, έπρεπε να περάσει απ’ τον ξυλοχάφτη, το επικίνδυνο μπουγάζι στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή. Οι ναυτικοί πάντα φοβόντουσαν τον συγκεκριμένο δίαυλο γιατί ουκ ολίγες φορές είχε απαλλάξει το διερχόμενα πλοία απ’ το βάρος τού φορτίου τους και τους ναύτες απ’ το πρόσκαιρο άχθος τής ζωής, μα ο φάρος τούς ενθάρρυνε κομμάτι γνωρίζοντας ότι ο Αλεωρής ήταν ο ακοίμητος φρουρός τής φλόγας που κάνει τη δουλειά του με συνέπεια.

            Τελικά, το πλοίο με τους τεχνίτες ήταν να φτάσει αργά τ’ απόγευμα, κατά το γέρμα, αλλά η κακοκαιρία που ερχόταν απ’ τα βορειοδυτικά, κατευθυνόμενη προς την θαλάσσια περιοχή της Έλενας, φαίνεται πως είχε καθυστερήσει σημαντικά τον απόπλου. Όταν κάποτε ξεκίνησε το πλοίο απ’ την μητρόπολη ήταν ήδη σούρουπο. Βάσει των καλύτερων προβλέψεων, θα έφτανε στην Έλενα τη νύχτα!
            Κι αυτό γέμιζε με τρομερή αγωνία τον Αλεωρή γιατί η κακοκαιρία πλησίαζε γοργά την Έλενα, πράγμα που σήμαινε ότι το πλοίο θα έπρεπε να περάσει το μπουγάζι μ’ άσχημο καιρό και μάλιστα τη νύχτα. Πόσο άσχημο καιρό θα έκανε, κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια, ούτε κι o Αλεωρής που ήξερε τους ανέμους και τη θάλασσα καλά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρατάει τη φλόγα άσβεστη όλη τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει. Όσο για τις προσευχές που κάνουν οι άνθρωποι σε στιγμές κινδύνου, αυτός δεν είχε και πού να προσευχηθεί!
            Από νωρίς είχε ανεβεί στo δωμάτιο με το φωτιστικό μηχάνημα αφού πρώτα έκαν’ έναν έλεγχο στο μηχανισμό περιστροφής τής φλόγας και στη δεξαμενή με το λάδι φάλαινας για να βεβαιωθεί ότι υπήρχε αρκετό καύσιμο να βγάλει τη νύχτα. Αφού λύγισε τα γόνατα, μέχρι ν’ ακουμπήσει η πίσω επιφάνεια των μηρών πάνω στις γάμπες, κι έφερε το στήθος πάνω στους μηρούς ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο  -έτσι μόνον χώραγε στο μικροσκοπικό δωμάτιο- περίμενε δίπλα στη φλόγα σαν ζαρωμένη γάτα μπροστά σε μια απειλή. Απ’ την απέναντι μεριά ο Προμηθέας είχε ξαπλώσει χάμω και τον κοιτούσε συνέχεια, σαν να συμμεριζόταν την αγωνία του.
            Απ’ τα τζάμια, που προστάτευαν τη φλόγα σ’ όλη την περίμετρο τού δωματίου, μπορούσε να διακρίνει ακόμα τον ορίζοντα να σκοτεινιάζει και τον ουρανό μολυβένιο και στυγνό να καλύπτεται σταδιακά από ένα πελώριο μαύρο σύννεφο που έφερνε μαζί του τις πρώτες χοντρές ψιχάλες καθώς και πύρινες αστραπές ακολουθούμενες από μπουμπουνητά, μουγκά κι απόμακρα στην αρχή, σαν αλλεπάλληλες κανονιές σε πεδίο μάχης.
            Σύντομα ο τόπος συσκοτίστηκε και τα φτερωτά κεφάλια τού αγέρα ξαμολήθηκαν σ’ έναν απαίσιο ουρλιαχτό ενώ η βροχή δυνάμωσε πέφτοντας προς όλες τις κατευθύνσεις κουβαδιές-κουβαδιές. Η αντάρα τού ανέμου προκάλεσε και την αντάρα της θάλασσας που φούσκωνε και πύργωνε κι ύστερα χαμήλωνε, σκορπώντας με λύσσα τα κύματα. Λες και τα κύματα είχαν συνείδηση τού ισχυρότερου κι αγρίεψαν μόνον και μόνον για να τού ματαιώσουν τα σχέδια!
            Όσο περνούσε η ώρα η μανία του ανέμου αύξαινε ανακατεύοντας το κύμα και προκαλώντας δίνες και στροβιλισμούς στο πέλαγος. Ο Αλεωρής δυσκολευόταν ν’ αντιληφθεί όλη την έκταση τούτης της πρωτόγνωρης και φονικής κακοκαιρίας και μόνον στιγμιαία, όταν οι αστραπές σχίζανε το πηχτό σκοτάδι και φώτιζαν την περιοχή, ήταν σε θέση να καταλάβει σε ποια δεινή θέση θα βρισκόταν το πλοίο περνώντας το μπουγάζι. Τέτοια διαολεμένη νύχτα είχε να δει ο τόπος πολλά χρόνια. Ο Αλεωρής κάποια στιγμή πίστεψε ότι το στερέωμα θα πέσει στο απέραντο κράτος του Ποσειδώνα για να ταφεί και μαζί του θα παρασύρει κι αυτόν.
           Κατά διαστήματα, όταν σταμάταγε η πολύ δυνατή βροχή, έβγαινε μπουσουλώντας απ’ τον γυάλινο πυργίσκο έξω στο κυκλικό μπαλκόνι για να απομακρύνει το νερό απ’ τα τζάμια. Και τότε εισέρεε αυτό ακράτητα μες στο δωμάτιο, έτσι όπως άνοιγε την μικρή πόρτα για να βγει έξω, και περιέλουζε τον Προμηθέα που κούρνιαζε όσο πιο μακριά γινόταν απ’ την είσοδο. Κρατώντας με το ένα χέρι το κάγκελο και με τ’ άλλο ένα πανί για να καθαρίσει τα τζάμια ώστε το φως να φαίνεται καθαρά από μακριά, έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του γιατί ο αγέρας συρίζοντας με λύσσα πάνω του εύκολα μπορούσε να τον πετάξει στην θάλασσα.
            Η ώρα πέρναγε βασανιστικά αργά και το πλοίο δεν φαινόταν. Ο Αλεωρής άρχισε να χάνει τις ελπίδες του και προς στιγμήν πίστεψε ότι το πλοίο θα είχε βυθιστεί κάπου στη διαδρομή κι ότι τόσο αυτός όσο κι ο Προμηθέας, που έτσι κάθυγροι όπως ήσαν μοιάζαν με ναυαγούς στη στεριά, δεν θα γλιτώνανε τη ζωή απόψε.
            Εκείνη τη στιγμή έστρεψε το βλέμμα του προς τον Προμηθέα και με γλώσσα θλιμμένη, καθώς η όψη του, του είπε: «Καλέ μου Προμηθέα» κι ο σκύλος ταλαιπωρημένος όπως ήταν σήκωσε με δυσκολία τα αυτιά και το κεφάλι και τον κοίταξε, «εκείνο που φοβόμουν μου συνέβη κι εκείνο που με τρόμαζε έπεσε επάνω μου. Χωρίς εμένα, τι θ’ απογίνει ο φάρος; Ποιος θ’ αντέξει τον δαίμονα τής μοναξιάς και θάρθει φύλακας στων ναυβατών την ελπίδα; Το πλοίο χάθηκε μαζί με τους τεχνίτες και τώρα ποιος θα μεριμνήσει για τους χωρικούς; Γιατί δεν πέθανα απ’ τη μήτρα και δεν εξέπνευσα όταν απ’ την κοιλιά τής μάνας μου είχα βγει; Γιατί με υποδέχθηκαν τα γόνατα της ή οι μαστοί της να θηλάσω; Γιατί δεν έσβησε μές στο σκότος η ημέρα που γεννήθηκα; Πες μου καλέ μου Προμηθέα, γιατί;» Ο σκύλος, σαν να ένιωσε την λύπη και την απόγνωση τού αφεντικού του, έβγαλε ένα σιγανό και σύντομο κλαψούρισμα.
            Αίφνης, ακούστηκε μια βοή που σκέπασε σ’ ένταση όλη τη μεγάλη χλαλοή αυτού τού κατακλυσμιαίου καιρού. Ο Αλεωρής στράφηκε προς τη μεριά που ακουγόταν αυτός αχός -ένιωθε λες και τράνταζε συθέμελα γη και πόντος μαζί- κι φρίττων ξάνοιξε ένα πελώριο κύμα, εωσφορικό σαν υδάτινο κήτος, προβάλλον αφρούς αντί για δόντια λευκά, να ξεπερνά σε ύψος τον φάρο και να πέφτει από πάνω τους σαν να θέλει να καταπιεί όλο τον πύργο και τον βράχο μαζί. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε να σπάνε τζάμια κι όλο το δωμάτιο με τη φωτιστική εστία -η κεφαλή τού φάρου- να αποκόβεται απ’ το σώμα του πύργου και να παρασύρεται απ’ αυτό το κύμα.
            «Γρήγορα κάτω, Προμηθέα» φώναξε ο Αλεωρής στον σκύλο, χωρίς όμως να προλάβει να κλείσει την καταπακτή, που οδηγούσε στο ακριβώς από κάτω δωμάτιο των προμηθειών, κι ένα χείμαρρος εισήλθε ανενδοιάστως στο εσωτερικό τού πύργου πλημμυρίζοντάς τον.
Την ίδια στιγμή και σε κοντινή απόσταση απ’ το μπουγάζι φάνηκε ένα μικρό πράσινο φως, πότε να αχνοφαίνεται και πότε να χάνεται μες στην μαυρίλα τού νερού και της νύχτας. Να ήταν το πλοίο που περίμενε ο Αλεωρής; Καταμεσής της θεομηνίας πάλευε να φτάσει κάπου, αλλά πού; Ο φάρος ήταν αποκεφαλισμένος κι έτσι ο βράχος κι ο ύφαλος δεν έδειχναν στο πεντασκόταδο, ενώ το κύμα κόχλαζε απειλητικά όλο αφρούς κι έπληττε το ασθενές σκαρί τού σκάφους.
            Πλησιάζοντας τον ύφαλο δέχτηκε σειρά ισχυρών χτυπημάτων από ραγδαίες κι ακούραστες υδάτινες μάζες, σαν να έτρεφε άμετρο μίσος η θάλασσα κατά του σκάφους, και το σκαρί του συνετρίβη λες κι ήταν φελλός, για να πέσει πάλι σε μικρά κομμάτια στα πολλά μικρά κύματα.
            Κάτι φωνές και τσιριχτά τρόμου που ακολούθησαν το γρήγορο βύθισμα τού πλοίου σβήστηκαν σύντομα, σημάδι ότι το πέλαγος είχε καταταρταρώσει τους ναυβάτες.
            Στην έπαυλη ο Ουριάννας δεν είχε ύπνο, αναλογιζόμενος την απροσδόκητη συνάντηση που είχε με τον Αλεωρή. «Κι αν ο Αλεωρής πραγματοποιήσει τις απειλές του; Ποιος θ’ αναλάβει τον φάρο; Οι χωριάτες δεν ξέρουν γρυ από φαρικές εργασίες. Πώς θα έρχονται οι παραγγελίες μου απ’ την μητρόπολη; τα πλούσια κι εξωτικά εδέσματα, τα καλλυντικά, τα ακριβά ενδύματα, τα καλλωπιστικά φυτά μου και ό,τι άλλες ηδονικές απολαύσεις; Αυτό έλειπε να δέχομαι απ’ τα βρομόχερα των χωριατών φαγητό».
            Σηκώθηκε κι ανήσυχος βγήκε στην βεράντα να τον χτυπήσει ο αέρας μπας και του άλλαζε αυτό κάπως τη διάθεση και τις μαύρες του σκέψεις. Ατενίζοντας, όμως, προς το πέλαγος διαπίστωσε ότι το φως τού φάρου είχε σβήσει. Περίμενε λίγο μήπως κι άναβε, μήπως ο Αλεωρής βρήκε βλάβη και χρειαζόταν χρόνο για να την φτιάξει. Η ώρα πέρναγε ενώ το σκοτάδι κυριαρχούσε παντού κι ο φάρος δεν έλεγε ν’ ανάψει. Ευθύς χλόμιασε και το πρόσωπό του πήρε την απειλητική μορφή αρπαχτικού, την ώρα που εφορμά για να τσακώσει το θήραμά του. «Ώστε έτσι λοιπόν, κάθαρμα, θα σε φτιάξω εγώ. Πανδωρίδα!.. Πανδωρίδααα!.. Πανδωρίδααααα!..».
            Γύρω στις πέντε το πρωί ο αέρας κόπασε και τα σύννεφα διαλύθηκαν σταδιακά. Όταν η Ηώς, διώκουσα τα σκοτάδια, έφτασε κι από ρόδινη έγινε χρυσή, η θάλασσα ήταν πλέον ευμενής. Κι ήταν θαύμα να βλέπει κανείς να γυαλίζει το πέλαγος και οι σκόπελοι από τις εωθινές αχτίνες. Η μόνη παράταιρη πινελιά σ’ αυτόν τον εξαίσιο πίνακα τής φύσης ήταν ο πληγωμένος φάρος που όλη νύχτα πάλεψε με το νερό και τον αγέρα για να μείνει όρθιος.
            Την ησυχία τού θαλάσσιου κάμπου διέκοπταν τα επίμονα γαυγίσματα τού Προμηθέα που στεκόταν στην άκρη τού βράχου κοιτώντας προς το Λευκάρι. Ο σκύλος είχε προσπαθήσει αρκετές φορές, απ’ την ανατολή του ήλιου, να κολυμπήσει προς το νησί αλλά οι πολλές ξέρες δυσκόλευαν το εγχείρημά του κι έτσι γύριζε πίσω και ξαναξεκίναγε τα γαυγίσματα.
            Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι, οπότε μια βάρκα με μερικούς χωρικούς ξεκίνησε απ’ την ακτή τού νησιού με κατεύθυνση τον φάρο. Φτάνοντας στον βράχο με δυσκολία, ανέβηκαν στον φάρο. Ο προμηθέας έτρεξε πάνω τους και με νευρικές κινήσεις τους οδήγησε πίσ’ απ’ τον φάρο, στο χείλος τού βράχου και στάθηκε εκεί κοιτώντας τους. Κάποιοι απ’ τους χωρικούς προτίμησαν ν’ ανέβουν την εσωτερική πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στην κορφή τού πύργου κι αφού αντίκρισαν την ζημιά που είχε γίνει τη νύχτα, θεώρησαν ότι ο Αλεωρής είχε πνιγεί.
            Ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει και να κουνά την ουρά και το κεφάλι πέρα δώθε ανήσυχος. Για τους χωρικούς, όμως, τίποτα δεν δικαιολογούσε αυτή την ανησυχία τού σκύλου. Δεν είχαν και πού αλλού να ψάξουν για τον Αλεωρή κι ετοιμάστηκαν να φύγουν. «Πάμε να φύγουμε, δεν είναι πουθενά εδώ γύρω! Αν υπάρχει κάπου το κουφάρι, ή θάνει στον πάτο ή θα έχει παρασυρθεί μίλια μακριά από εδώ! Φουκαρά Αλεωρή· ο Θεός ας συγχωρέσει την ψυχή σου» είπε ο Κωστημυέλας, ο γηραιότερος εκ των χωρικών κι ο εμπειρότερος στη θάλασσα και κίνησε μαζί με τους άλλους για τη βάρκα.
            Τότε ο Προμηθέας δάγκωσε το μπατζάκι του παντελονιού ενός εκ των χωρικών που είχε μείνει παραπίσω και τον τράβηξε μέχρι την άκρη τού βράχου. «Σιγά Προμηθέα, θα πέσω στη θάλασσα!», του φώναξε έντρομος.
           Έσκυψε πάνω απ’ τον γκρεμό αλλά δεν μπορούσε να δει κάτι πέρα απ’ τις ξέρες και το νερό στο βάθος, γιατί στη σημείο εκείνο ο βράχος σχημάτιζε μια ιδιαιτέρως πλατιά προεξοχή που δεν επέτρεπε σε κανέναν να δει, αν έσκυβε, το υπόλοιπο σώμα τού βράχου από εκεί που στεκόταν μέχρι το νερό.
            Εκείνη τη στιγμή σαν ν’ άκουσε να έρχονται από κάτω κάτι ασυνάρτητες λέξεις που μόλις και μετά βίας βγαίναν από στόμα ανθρώπου, κάτι σαν «Το φως!.. το φως!..», «Μην με αφήνεις», «Μάνα», «Ερμιά», «Μονάχο». «Από εδώ κάτω, γρήγορα, ελάτε!» φώναξε ο χωρικός στους υπόλοιπους που ήσαν έτοιμοι να μπουν στην βάρκα. Βιαστικά τσαλαβουτώντας από ξέρα σε ξέρα φτάσαν κάτω απ’ το βράχο στην πλευρά που ήταν ο Προμηθέας με τον συγχωριανό τους κι αντίκρισαν τον Αλεωρή -για πολύ καιρό όσοι βρέθηκαν εκείνο το μεσημέρι στον φάρο μοιάζαν με τον Λάζαρο που γύρισε απ’ τον Άδη, ενώ το γέλιο δεν ξανάσκασε στα χείλια τους!
            Ο Αλεωρής, έχοντας μάτια γεμάτα τρόμο κυνηγημένου ζώου, μουλιασμένος κι ελεεινός, γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, ήταν αλυσοδεμένος σε σχήμα σταυρού, ψηλά, πάνω στα γέρικα πλευρά τού βράχου, με μια ανοικτή πληγή λίγα εκατοστά κάτ’ απ’ το δεξί του στήθος!   

Κωνσταντῖνος Κ. Χατούπης 

( Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης κατάγεται από την Κόρινθο αλλά γεννήθηκε και έζησε στα Χανιά.
Εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολεία εξαρτώμενα από το Υπ. Παιδείας.)