«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Βροχή μου… [1/7]

 

 

Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…

Βροχή μου… [1/7]

Βρέχει πάλι, μια βροχή πλαγιαστή, σαν μαχαίρι κοφτή στα πλευρά του διάφανου αέρα, με αιχμηρές μικροσκοπικές άναρθρες ερωτότροπες κραυγές, με χτύπο ρυθμικό, ευμετάβλητο, ριπίζει τα κάγκελα, νοτίζει τους στεγνούς τοίχους, χτυπάει απαιτητικά στο τζάμι∙ τη μνήμη πάλι συνδαυλίζει αυθαίρετα με κάθε της σταγόνα, αιχμαλωτίζει το βλέμμα στο βάθος του θαμπού ορίζοντα, στη ράχη του αντικρινού βουνού, που λες κι έχει χαμηλώσει για να την καβαλικέψουν τα λάγνα σύννεφα, σαν αμαζόνες γυμνόστηθες που ανενδοίαστα τρίβουν τα τροφαντά χνουδωτά αιδοία τους με πάθος και ηδονή πρωτόφαντη μέχρι να ξεζουμιστούν εντελώς, να πλημμυρίσουν οι δρόμοι, να ξεπλυθεί η σκουριά των σκεβρωμένων αρθρώσεων.

Είναι ευεργετικό το πέρασμα της βροχής μέσ’ απ’ τη σκοτεινιά της μέρας, αφήνει πίσω μια καθαρότητα, μια γερή σπρωξιά η σκέψη να σπάσει τις αλυσίδες που την κρατούν στην απολύτως λογική ταξινόμηση των γεγονότων, να φτερουγίσει στης φαντασίας τα μονοπάτια, να φτιάξει ιστορίες επιθυμιών, όπως τότε που καθόμαστε κάτω από τη διάτρητη σιδερένια σκάλα του παλιού σπιτιού, αθέατοι από τα βαριά βήματα που την ταλαιπωρούσαν, και πλάθαμε τον κόσμο στα μέτρα μας, τον αναποδογυρίζαμε και τον ξαναφέρναμε στα ίσια του, γιατί ούτε το φόβο γνωρίζαμε ούτε την έγνοια του αύριο είχαμε.

Έτσι έρχεται πάντα, με την ίδια ανίκητη άνωση που ανταριάζει το βυθό, παρασέρνει τους αδύναμους κρίκους, τα βαρίδια της ψυχής, καταργεί την απραξία, ξεκαθαρίζει το τοπίο, αιφνιδιάζει ευχάριστα, ξεσηκώνει με φιγούρες χορευτικές, σαν το χέρι μου, που απρόσμενα χώνεται στα μαλλιά σου, τα χαϊδεύει, τ’ ανακατεύει, αγγίζει το υγρό δέρμα σου, από παντού αναβλύζει μια ευωδιά σαν εκείνη που ξεχύνεται όταν τινάζω το πρωί τα ευαίσθητα φύλλα του βασιλικού που στολίζει το παράθυρο της κουζίνας.

Ποιος μπορεί – ή θέλει – ν’ αντισταθεί στην ομορφιά, αγγίζω ελαφρά την πετούγια, τόσο όσο χρειάζεται η επιθυμητή εισβολή, οι άκρες των δαχτύλων διεγείρονται, εφάπτονται αρμονικά με τα λεπτεπίλεπτα είδωλά τους, είμαστε μαζί κάτω από τη βροχή, στο παρκάκι με την πυκνή φυλλωσιά, οι στάλες πυκνώνουν, δυναμώνουν, επιχειρούν να μπουν ανάμεσά μας με το έτσι θέλω. Γλιστράς μες στις παλάμες μου, γαντζώνεσαι στα χείλη μου, η γλώσσα μου αγκιστρώνεται στον ουρανίσκο σου, το νερό κατρακυλάει ορμητικό απ’ το μέτωπο στα βλέφαρα, στα μάγουλα, στο σαγόνι, στο αυλάκι των τεντωμένων λαιμών. Τα δάχτυλά μου πιέζουν με δύναμη τα πλήκτρα – όχι, όχι, δεν είναι τα πλήκτρα, είναι τα πλευρά σου που πάλλονται άρρυθμα, χώνω τα χέρια κάτω απ’ το βρεγμένο ρούχο σου, κινούμαι ανηφορικά, οι αντίχειρες ακολουθούν τη γραμμή του στέρνου φυλακίζοντας στις χούφτες τα στητά σου στήθη – δυο χριστουγεννιάτικες μπάλες, γυαλιστερές ολοκόκκινες, με τις διασταλμένες ρώγες – έκσταση, μεγαλοπρεπής κυριαρχία των αισθήσεων, αρμονία φυσική δίχως ενοχές και απαγορευμένες περιοχές – εισπνέω την καυτή σου ανάσα, καπνιστής αρειμάνιος, εθισμένος εκ πεποιθήσεως, ακυρώνω την εκπνοή.

Τα σώματά μας δένονται αξεχώριστα με το νήμα της οικειότητας, περιβάλλονται από λεπτό στρώμα νερού που προκαλεί υδρολίσθηση, κινούμαστε ενιαία στον χώρο και στον χρόνο, γινόμαστε συγκοινωνούντα δοχεία απαλλαγμένα από την ατομικότητα, το σύννεφο όλο και βαραίνει, οι βροχοσταλίδες πληθαίνουν – μπορεί να είναι το δάκρυ σου ή το δάκρυ μου, για την παρουσία άραγε ή για την απουσία; – όλα είναι ρευστά γύρω και μέσα μας, έχουμε αυτό που θέλουμε, κρατάμε σφιχτά στις χούφτες μας τη στιγμή, τα νύχια μπήγονται βαθιά στη σάρκα που ματώνει, η βροχή είναι πάντα εδώ, ρέει και μεριμνά για την ακηλίδωτη στιλπνότητα.

Σκέφτομαι να κλείσω την πόρτα – προσπαθώ να βάλω ανόητα όρια στην ελευθερία, να σε κρατήσω για λίγο ακόμα, ξανασκέφτομαι – πώς κινδυνεύει να χαθεί η μαγεία σε ένα κλάσμα χρόνου, πλησιάζω στο τζάμι, ανοίγω διάπλατα την πόρτα, βγαίνω ακάλυπτος στην αδιάκοπη βροχή – δεν αξίζει αλλιώς – ένα αδίστακτο λούκι με λούζει, σε νιώθω να λιώνεις – όπως εκείνο το πρώτο παγωτό μετά την εγχείρηση αμυγδαλών, που δεν ήθελα να το φάω, μόνο να το βλέπω, να το αγγίζω, να το οσφραίνομαι, να έχω την επιδεικτική βεβαιότητα ότι μπορώ να το γευτώ, ότι πια κανείς δε μπορεί να μου το στερήσει – αφήνομαι γυμνός στην τρυφερή απουσία σου, μένω έκθετος στον αρωματισμένο θρήνο του ουρανού, κρίμα όλο τούτο το δάκρυ να το καταπιεί η άλαλη γη, μένω ακίνητος όσο να κατακάτσει όλη της ψυχής η σκόνη.

Είμαστε μόνοι όταν η μνήμη πεθαίνει, όταν λησμονούμε όσους υπήρξαν, όταν αποφεύγουμε όσους μπορούν να υπάρξουν, όταν τεμαχίζουμε τον χρόνο με αναγκαστικές διαχωριστικές γραμμές και καταλήγουμε να ζούμε σε ένα κενό παρόν, όταν πυροβολούμε τις αναμνήσεις για να λυτρώσουμε τον εγωισμό μας – απαρνούμαστε ό,τι είμαστε για να γίνουμε ό,τι δε μπορούμε να είμαστε, αναρωτιόμαστε μετά πώς χάθηκε το στίγμα, πώς εκπέμπουμε σήμα κινδύνου και κανείς δεν λαμβάνει, πώς βυθιζόμαστε αβοήθητοι στο μοναχικό μας καράβι, πώς τα φώτα του ταξιδιού σβήνουν μεμιάς.

Επικαλούμαι την ιαματική βροχή να κυλήσει μέσα στις φλέβες της ψυχής, να την καθαρίσει από τα κατάλοιπά της, να ενεργοποιήσει τα αδρανή της κύτταρα, να της ψιθυρίζει έναν χαρωπό σκοπό, να την πάρει από το χέρι, να τη σεργιανίσει σε δρόμους άγνωρους, όπως τότε που τρέχαμε ανέμελα, νιάτα άγουρα, να βρούμε την πιο απόκρυφη κρυψώνα, μακριά από τα προδοτικά κίτρινα φώτα, να νιώσουμε την απαγορευμένη γεύση του έρωτα, να φιληθούμε βιαστικά στις σκοτεινές κόγχες, να σκιρτήσει το σώμα μας μ’ ένα άγγιγμα, να μη φανερωθούμε σε κανέναν – μα εκείνο το λευκό σου φόρεμα που λερώθηκε απ’ τις πιτσιλιές του δρόμου μας πρόδωσε και είπες πως δεν θα το ξαναφορέσεις πια ποτέ και ήσουν τόσο όμορφα θυμωμένη.

Βγαίνω στη βροχή με το παιδικό μου ποδήλατο – ακόμα με αντέχει αδιαμαρτύρητα ο γέρικος σκελετός του, ισορροπώ στην αστάθεια των δύο τροχών, διασχίζω με φόρα τον χωματόδρομο, τα χαλίκια τινάζονται ξαφνιασμένα, μπερδεύονται στις ακτίνες που στριφογυρίζουν και τα εκσφενδονίζουν προς κάθε κατεύθυνση, νιώθω πως χάνω λίγο τον έλεγχο, πατάω απαλά το πίσω φρένο, τόσο όσο επιτρέπεται, παίρνω ελαφρά κλίση προς τ’ αριστερά – προσοχή! πέφτω! – το πόδι ενισχύει το φρενάρισμα, αναπόφευκτη ελεγχόμενη πτώση, το μπατζάκι σκίζεται στο ύψος του γόνατου, το δέρμα υποχωρεί, ένα ξαφνικό τσούξιμο, ένα αυλάκι αίματος που αναμειγνύεται με το βροχόνερο – δώσ’ μου το μαντίλι σου, θα το πλύνει η μάνα μου, θα στο δώσω πίσω καθαρό και σιδερωμένο – όχι, έτσι το θέλω, να το κρατήσω, με σένα πάνω του – πάει, πέρασε, συνεχίζουμε, έλα μαζί μου, στάσου όρθια στην πίσω ρόδα, κρατήσου γερά απ’ τους ώμους μου, ξεκινάμε, κατευθυνόμαστε προς το Θησείο, φτάνουμε κάτω απ’ το Αστεροσκοπείο – ως εδώ πάει το όχημα, κατεβαίνουμε – ανηφόρα, βαδίζουμε πλάι-πλάι, στρώνω μια πλαστική σακούλα στο ξύλινο παγκάκι κάτω από τα δέντρα, μυρωδιά από κυπαρισσόμηλα και χώμα.

Τι κάνουμε τώρα εδώ; τι σ’ έπιασε να έρθουμε εδώ πάνω μες στη βροχή; κρυώνω, έλα πιο κοντά, πάρε με στην αγκαλιά σου, ανοίγω το μπουφάν, χώνεσαι μέσα χωρίς πρόσχημα, ακουμπάς το κεφάλι πάνω στο στήθος μου, ακούς για πρώτη φορά την καρδιά μου – δυνατή, ακατάστατη – χάνω τα λόγια μου, βγάζω το πακέτο τα «Καρέλια» – τι, καπνίζεις; – ανάβω ένα τσιγάρο, μια πρώτη βαθιά ρουφηξιά – θέλω κι εγώ! δεν πρέπει! δεν σε ρώτησα! – το παίρνεις απότομα απ’ τα χείλη μου, μια βαθιά ρουφηξιά ακόμη, μας τυλίγει ένα πυκνό σύννεφο καπνού, γελάς, γελάς δυνατά, το παίρνω απ’ το χέρι σου, το φέρνω στο στόμα – έκπληξη – τι γεύση είναι αυτή, αρωματισμένη απ’ τη νιότη σου, το παγιδεύω ανάμεσα στα δόντια, το δαγκώνω απαλά, το αφήνω να καίγεται, ένας κότσυφας που κουρνιάζει ανάμεσα στα φύλλα φτερουγίζει, οι στάλες βρίσκουν τον στόχο τους, το τσιγάρο σβήνει, δεν το πετάω, ανοίγω το πακέτο, το βάζω στην άκρη προσεκτικά. Πάμε, αργήσαμε, φίλησέ με – μαγική σιωπή – μια αστραπή χαρακώνει τον ουρανό, ο κεραυνός σκάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας, τον τράβηξε το αλεξικέραυνο, κι εσύ με τραβάς φοβισμένα μέσα στο στόμα σου κι εγώ σε θέλω ένα με το σώμα μου – σταμάτησε ο χρόνος – πέρασε πολύ η ώρα, ποιος νοιάζεται τώρα, κατηφορίζουμε αμίλητοι, τι να πούμε τώρα, φτάνουμε στην εξώπορτα του σπιτιού σου – γεια σου, αύριο!

Συνεχίζω τον δρόμο μου, δεν θέλω να πάω σπίτι, δεν θέλω να πάω πουθενά, θέλω να μείνω μόνος να σε σκέφτομαι, ν’ ακούω το γέλιο σου, να έχω τη γεύση σου στο στόμα, ζουργώνω στο κατώφλι της γειτονικής εξώπορτας, βγάζω εκείνο το αποτσίγαρο, το πακέτο έχει τραβήξει όλη την υγρασία, το απομεινάρι έχει πια αποξηρανθεί, το φέρνω κάτω από τη μύτη μου, έχει το άρωμά σου – μου θυμίζει το τρίμμα απ’ τα ξεραμένα φυλλαράκια βοτάνια που τα επιδέξια χέρια της μητέρας πασπαλίζουν το φαγητό πάνω στη φωτιά και μοσχοβολάει η γειτονιά – είσαι κι εσύ ένα βοτάνι με άρωμα μεθυστικό που μονάχα εγώ ξέρω πού φυτρώνει, μονάχα εγώ έχω γευτεί.

Πάλι βρέχει, χοντρές στάλες στιγματίζουν το πεζοδρόμιο, διώχνουν τη λάσπη πάνω απ’ τα χαλίκια, ραντίζουν το χώμα στις γλάστρες στο περβάζι – ασφαλίζω το ποδήλατο στο στέγαστρο, η λαμαρίνα εύκολα και γρήγορα σκουριάζει – πετάγομαι πάλι στον δρόμο, εγκαταλείπω τον χωματόδρομο, βγαίνω στον κεντρικό, τον ασφαλτοστρωμένο, είναι πια μονόδρομος – ενηλικιώνεται η γειτονιά – περπατώ αντίθετα στο ρεύμα του, τα λιγοστά αυτοκίνητα με αναμμένα φώτα αδιαφορούν για τη βροχή και τους πεζούς, οι οδηγοί ζουν στο δικό τους σύγχρονο καταφύγιο, τα χοντροκομμένα τους λάστιχα τσαλαβουτάνε στις αφανέρωτες λακκούβες άτσαλα καταβρέχοντας τους περαστικούς, ταχύνω το βήμα, ταχύνει και η βροχή το ρυθμικό της τραγούδι, τους εγκαταλείπουμε, επιστρέφουμε στα σιωπηλά στενά της γειτονιάς, τα πρώτα φώτα έχουν ήδη ανάψει πίσω από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες των χαμηλών παραθύρων, οι στάλες κολλάνε στα τζάμια αναζητώντας ζεστασιά – στέκομαι έξω από το παράθυρό σου, είσαι εκεί, με περιμένεις, χώνεις επιδεικτικά το δάχτυλο βαθιά στο στόμα και το ακουμπάς στο τζάμι, σε μιμούμαι, σε παίρνω μαζί μου και προχωρώ…

Έχεις στα μάτια κάτι
απ’ τη λάμψη του θλιμμένου φεγγαριού
που κυλάει σαν δάκρυ στην ακύμαντη θάλασσα
κάτω απ’ τα τρεμάμενα λυχναράκια των αστεριών
έχεις το ρίγος του δέρματος
με τη γεύση του άγουρου αγριοκέρασου
– κάτι στυφό και γλυκό συνάμα –
που αφυπνίζει μεμιάς τις απωθημένες αναμνήσεις
έχεις τα λυτά μαλλιά που ξεχύνονται
στους γυμνούς ώμους
και ανεμίζουν ξέπλεκα στο σάλπισμα του ζέφυρου
σαν ανήμερου αλόγου χαίτη
έχεις στην περπατησιά
την αρχοντιά και το σκίρτημα της ελαφίνας
τη στιγμή που σκύβει να δροσίσει
τη διψασμένη ψυχή της στην ακροποταμιά
έχεις τα κρυστάλλινα χέρια
τα τόσο εύθραυστα και διάφανα
– κ και όμως τόσο δυνατά –
που χρόνια και χρόνια νανουρίζουν
τα πιο ευαίσθητα όνειρα
έχεις το κλειδί της ζωής κρεμασμένο
πάνω στο πλατύ αθώο χαμόγελο
που ανοίγει διάπλατα κάθε πρωί
τα παράθυρα τον ήλιο
και πλημμυρίζει τις στιγμές με φως.

Προχωρώ και σφυρίζω έναν ανέμελο σκοπό, φτιαγμένο πρόχειρα για την περίσταση, μα ακούγεται τόσο γλυκός ο ήχος καθώς κελαρύζει ανάμεσα στα υγρά χείλη, έχει τη γεύση του εφηβικού κραγιόν σου, μυρίζει ξυσμένη ξυλομπογιά, κολλάει πάνω στα ακατάστατα γένια μου, αφήνει το ανεξίτηλο ίχνος του επιθυμητού, αόρατο για την όραση, ορατό για τις ευερέθιστες χορδές της αφής.

Επιστρέφω στο σπίτι – που ήσουν; πάλι χάθηκες; δε μαζεύεται αυτό το παιδί, μούσκεμα είσαι, θα πουντιάσεις, βγάλε τα ρούχα σου, σκουπίσου, άλλαξε, βάλε κάτι στο στόμα σου, πιες ένα ζεστό, ξάπλωσε, ξεκουράσου – έλεος, όχι άλλες προστακτικές, φτάνει, άλλο τρόπο επικοινωνίας εκτός από τις εντολές δεν ξέρει κανείς; – άντρας είναι, δεν παθαίνει τίποτε, σκληραγωγείται, θα του χρειαστεί, η φωνή του πατέρα από την άλλη άκρη ενός παράλληλου σύμπαντος – δεν πεινάω, καληνύχτα.

Κλείνομαι στο δωμάτιο, ανάβω το μικρό πορτατίφ πάνω στο γραφείο, με ενοχλεί το πολύ φως, κάθομαι, παίρνω ένα μικρό λευκό χαρτί από το σημειωματάριο, ανοίγω το συρτάρι, οι ξυλομπογιές στην ίδια πάντα θέση∙ μωβ, μπλε, γαλάζιο, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο∙ επαναλαμβάνω την ίδια ζωγραφιά κάμποσες φορές, πιάνεται το χέρι μου, σταματώ για λίγο και συνεχίζω, μπορώ να έχω το δικό μου ουράνιο τόξο, μπορώ να φτιάξω όσα μικρά ουράνια τόξα θέλω, να τα κολλήσω στο ταβάνι, στους τοίχους, στην πόρτα, στο παράθυρο, να τα βλέπω κάθε μέρα, κάθε ώρα, βρέχει δε βρέχει – να σε βλέπω παντού, να υπάρχεις παντού.

Απόψε θα πλαγιάσουμε μαζί στο περβόλι των ονείρων – ως το ξημέρωμα…

 

Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Βροχή μου… [1/7])

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία