«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Καλημέρα! [2/7]

 

Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…

Καλημέρα! [2/7]

Αλλιώτικο το πρωινό ξύπνημα σήμερα, εύθυμο, ανέφελο, ο ήλιος έχει ανασηκώσει τη μουντή κουρτίνα τ’ ουρανού και οι πρώτες φωτερές αχτίδες, ακάματες ταξιδιώτισσες εκατομμυρίων χιλιομέτρων, μέσα από αναρίθμητες διαθλάσεις στο στερέωμα καλημερίζουν τις γειτονιές του κόσμου, διαπερνούν τις γρίλιες των άκαμπτων παραθυρόφυλλων και σχηματίζουν μικρά παιχνιδιάρικα ορθογώνια πλαίσια φωτός πάνω στα ακατάστατα σκεπάσματα, πάνω στους τοίχους, πάνω στα έπιπλα, πάνω στα μέλη των σωμάτων που προεξέχουν και σκιρτούν νωχελικά – ίδια σαλιγκάρια που μύρισαν το βρόχινο νερό – επιβάλλουν την παρουσία τους, ελέγχουν τον περιβάλλοντα χώρο, ακτινοβολούν το αισιόδοξο μήνυμα της έλευσης της καινούριας μέρας – κι εσύ ακτινοβολείς στο διπλανό μαξιλάρι, παραδομένη ειρηνικά στην αγκαλιά του Μορφέα, το στόμα σου αρωματισμένο με μοσχοκάρφι, τα πυκνά ξέπλεκα μαλλιά αναδίδουν δροσιά θαλασσινής αύρας, η μια ράντα του νυχτικού σου κατηφορίζει απαλά απ’ την πλαγιά του ώμου αφήνοντας ανεπιτήδευτα να φανερωθεί η λαξευτή καμπύλη του στήθους σου, γεννάς επιθυμία εφηβική, απλώνω το χέρι, το εσωτερικό της παλάμης απολαμβάνει τη διαδρομή από τον γλουτό στον μηρό, στη γάμπα, στη φτέρνα, χαράζω με την ακμή των νυχιών μια απαλή γραμμή απ’ τη μια άκρη του πέλματος μέχρι την άλλη, ηλεκτρίζομαι απ’ τον ανεπαίσθητο σπασμό σου, τον φυλακίζω μέσα στις φάλαγγες των δαχτύλων μου, σκύβω, σε φιλώ στην άκρη των χειλιών, δεν θέλω να σε ξυπνήσω, μπορεί να ονειρεύεσαι, σίγουρα ονειρεύεσαι, εγώ πρέπει να σηκωθώ, έχω να κουβεντιάσω με τον ήλιο.

Εγκαταλείπω τη ζεστασιά του δέρματός σου, νυχοπατώ αποφεύγοντας τους τριγμούς των παλιών σανιδιών, ανοίγω τη βρύση του νιπτήρα, ρίχνω άφθονο κρύο νερό στο πρόσωπο, τα μάτια ανοίγουν διάπλατα, βουρτσίζω τα δόντια με επιμέλεια – ευλαβικά μπορείς να πεις– κινήσεις μηχανικά επαναλαμβανόμενες, κατευθύνομαι στην κουζίνα, το μπρίκι αποβραδίς σε θέση μάχης, ζεστό νερό, μπόλικος καφές, πολύ λίγη ζάχαρη, μικρή αναμονή για την πρώτη βράση, καλό ανακάτεμα –σαράντα φορές συνιστούσε ο παλιός τσελεμεντές – η γνώριμη εθιστική μυρωδιά πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, σερβίρισμα από ψηλά με πορεία αργή καθοδική για παχύ καϊμάκι, μετακομίζω στο σαλόνι, ανοίγω τα παράθυρα, το φως χώνεται σε κάθε γωνιά, παίρνω αναπαυτική θέση στον καναπέ, έτοιμος, πρώτη προσεκτική ρουφηξιά – καίει – πρώτη βαθιά ρουφηξιά του πρώτου πρωινού τσιγάρου, πλήρης διέγερση των εγκεφαλικών κυττάρων, ηδονική διάθεση – να το κόψεις το ρημάδι, όλα είναι στο μυαλό, έχεις αρτηρίες φραγμένες σε υψηλό ποσοστό για την ηλικία σου, οι πνεύμονές σου είναι γεμάτοι πίσσα, ανθρακωρυχείο σκέτο, μικραίνεις το νήμα της ζωής, το τραβάς και θα σπάσει, πόσα χρόνια έχουμε να ζήσουμε νομίζεις, αμέτρητα; – γιατρέ μου, φίλε μου αγαπημένε, καλό και άγιο το κήρυγμά σου, μα η ζωή δεν είναι σχολείο κατηχητικό να κάνουμε ό,τι προστάζει το υπερβατικό δόγμα ούτε κώδικας απαράβατος που επιτάσσει η επιστήμη και η λογική της, μια σβούρα είναι και στριφογυρνά με ορμή, κάνει να πέσει και πάλι ορθοποδίζει, σκαρφαλώνει στις απάτητες κορφές για να ‘ναι πιο δυνατός ο ίλιγγος της βουτιάς στο κενό, χαμογελά πλατιά κι ένα δάκρυ αυλακώνει το μάγουλο, τραγουδά τον πιο ανήμερο καημό της, αναμαλλιάζει στο πέρασμά της το γοργό τα δεντρόφυλλα και τα νερά τα στεκούμενα και, ναι, σώνεται, σβήνει, χάνεται και κάπου αλλού ξαναγεννιέται – πιο πολύ προτείνεις να ζήσω, όχι πιο καλά, πιο αργά προτείνεις να πεθάνω, όχι να ξεφύγω απ’ τη σκιά του, μα εγώ να τον ξεφοβηθώ τον θάνατο θέλω και τούτο η επιστήμη σου ποτέ, ευτυχώς, δεν θα το κάνει μπορετό, γι’ αυτό γεμίζω με λέξεις και σκέψεις τις λευκές σελίδες, γι’ αυτό κάθε μέρα γράφω, γράφω ασταμάτητα για όσα είδα κι έπαθα, για να υπάρχω και μετά…

Ακουμπώ το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο, μου αρέσει να βλέπω τα μικρά δαχτυλίδια καπνού να ξεπηδούν από την καύτρα, να ανηφορίζουν αρμονικά σε οριζόντια παράταξη, να πλαταίνουν σαν ζύμη κουλουριών πασχαλινών που την άνοιξε η μητέρα με τον πλάστη, παρατηρώ τις δέσμες των ηλιαχτίδων που περνούν από μέσα τους δίνοντας χρώμα και κίνηση στους μικροσκοπικούς κόκκους σκόνης που κυκλοφορούν ως αυθαίρετοι επισκέπτες και κατακλύζουν το χώρο – από παιδί έχω συνηθίσει τους απρόσκλητους φίλους, το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό, στο τσουκάλι πάντα ένα πιάτο ζεστό φαγητό περίσσευε στο φτωχικό μας, ο Ξένιος Ζευς ήταν πάντα ικανοποιημένος – ενθουσιασμένος θα έλεγα – από τη φιλοξενία μας, ασθενής και οδοιπόρος δικαιούνται να ξαποστάσουν, να κορέσουν την πείνα και τη δίψα τους και να συνεχίσουν τον δρόμο τους, τώρα οι άνθρωποι έγιναν δύσπιστοι, κλείνουν ερμητικά την πόρτα και την καρδιά τους, πάσχουν από βαρύτατη έλλειψη αισθημάτων και συναισθημάτων,  δεν προσφέρουν ούτε από το περίσσευμα, οι άνθρωποι έγιναν άπληστοι, σωρεύουν πλούτη για την επόμενη μέρα δίχως να ξέρουν αν θα είναι εκείνοι εκεί για να τα απολαύσουν, είναι οι σύγχρονοι μέρμηγκες, οι αδηφάγοι κουβαλητές, που στο διάβα τους κατάπιαν και τους τραγουδιστές τζίτζικες και χάθηκε το χαρωπό τραγούδι τους – ο καπνός όλο και ανεβαίνει, πλημμυρίζει το δωμάτιο, το τσιγάρο σβήνει, ανάβω το επόμενο, πίνω μια γερή γουλιά καφέ, παίρνω το σημειωματάριο και το στυλό, είναι συνήθεια παλιά να αποτυπώνω στο χαρτί τις πρώτες πρωινές σκέψεις, κάθε μέρα είναι άλλη μέρα, διαφορετική, ξεχωριστή…

Μαργαριτάρι κρυμμένο σε στρείδι του βυθού
μυστική αναλαμπή
ορατή στους μυημένους μονάχα
λευκή κηλίδα αγνότητας σε σκοτεινό φόντο
επίγεια σύναξη εκθαμβωτικών αστρικών εκρήξεων
μυροβόλος ιαματική πηγή
με αφρισμένους πίδακες τα μάτια σου
που καθρεφτίζουν το καινούριο ξημέρωμα.

Ανοίγω τη τζαμόπορτα, βγαίνω στην αυλή, περπατώ με μικρά βήματα ως την άκρη του μικρού κήπου, διαπεραστική μυρωδιά φρέσκου χώματος αιωρείται στη θαλερή ατμόσφαιρα, τα φλογερά τριαντάφυλλα με τις πορφυρές πανοπλίες και τις δροσοσταλίδες σκουλαρίκια διάφανα στις άκρες απ’ τα ροδοπέταλα καλημερίζουν τους λιγοστούς πρωινούς διαβάτες, υποδέχονται ευγενικά τις αγουροξυπνημένες εργάτριες μέλισσες, φρουροί ακοίμητοι στου κάστρου τη μπασιά, λικνίζονται δήθεν ανέμελα με φιγούρες χορευτικές πάνω σε αγκάθια σουβλερά, από τη φύση τους προορισμένα να καρφωθούν βαθιά στη γητεμένη σάρκα. Μπορεί και έτσι να μετριέται ο ανθρώπινος χρόνος, με τα αγκάθια που διαπερνούν το απροστάτευτο δέρμα της έκθετης ψυχής, σφηνώνονται με μανία ανοίγοντας μικρές σχισμές, ρωγμές, πληγές χαίνουσες, προκαλούν πόνο αφόρητο, ηδονίζονται με την αίσθηση της πτώσης, κι όσες φορές αγκιστρώνομαι τόσες κι άλλες τόσες προσπαθώ με τα χέρια, με τα νύχια, με τα δόντια να τα ξεριζώσω μαζί με τα κομμάτια της σάρκας μου, να καθαρίσω την πληγή δίχως να ξεχαστεί μέσα της – αλίμονο – κάποιο υπόλειμμα, να γλείψω τα ανοιχτά τραύματα μέχρι να επουλωθούν, να γίνουν μικρά ηχηρά καμπανάκια μέσα στα συρτάρια της μνήμης, να δονούνται προειδοποιητικά κάθε φορά που πλησιάζω επικίνδυνα – ίσως και από συνήθεια – τις αιχμηρές απολήξεις της ομορφιάς.


Πήρε να φυσάει ένα ελαφρύ βοριαδάκι, τα λιγοστά σύννεφα ανοίγουν βιαστικά τα πανιά τους, αδιάφορα ταξιδεύουν προς άγνωστη κατεύθυνση, ένα σμάρι πουλιά σηκώνονται ξάφνου μέσα από την πυκνή φυλλωσιά του απέναντι πεύκου – τι να τα τρόμαξε άραγε; – μια μέλισσα χορεύει στον αέρα και προσγειώνεται με απόλυτη ακρίβεια στην καρδιά ενός τριαντάφυλλου, ρουφάει αχόρταγα το νέκταρ, διακατέχεται από μέθη διονυσιακή, σύντομα το εγκαταλείπει και επισκέπτεται με ελιγμούς επαγγελματία πιλότου ένα άλλο, το ένα μετά το άλλο, την ώρα που  ο ήλιος ανασηκώνει το φρύδι του και σκαρφαλώνει ένα σκαλί παραπάνω στον ουρανό∙ παίρνω μια πολυθρόνα, τη στήνω καταμεσής του κήπου, κάθομαι απέναντί του, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, έχουμε καιρό να τα πούμε, ζητώ απαντήσεις στις αναπάντητες απορίες μου – γιατί χάνεσαι έτσι απροειδοποίητα; σε ποιους άγνωρους τόπους ρίχνεις το φως σου και πυρώνεις μάταια τις ανθρώπινες ελπίδες; πού σκορπίζεις ανώφελα τη θέρμη σου όταν μαργώνουν τ’ άστεγα πουλιά στα γυμνά κλαδιά; γιατί τόσο εύκολα παραχωρείς τη θέση σου στο σκοτάδι και στον φόβο; πώς μπορείς να κλείνεις τα μάτια σου, να στερείς τη λάμψη σου από τα πληγιασμένα ξυπόλητα πόδια που σπρώχνονται παραδαρμένα στους δρόμους της φυγής; – ματαιοπονώ, το στόμα σου παραμένει ερμητικά κλειστό, λέξη δε βγάζεις απ’ τα σφιγμένα χείλη σου, μόνο εικασίες μπορώ να κάνω, επιφυλάσσομαι, δεν απογοητεύομαι, δεν θυμώνω, περιμένω την επόμενη ευκαιρία, ίσως κάποια στιγμή πάρω τις απαντήσεις που ψάχνω…


Ένα απαλό άγγιγμα στους ώμους – ξύπνησες δίχως να σε καταλάβω – τα μακριά λεπτά δάχτυλα ανεβαίνουν με αργό ρυθμό προς το λαιμό μου, αγκαλιάζουν ευεργετικά τους ευερέθιστους τένοντες, τις τεντωμένες φλέβες, διαθέτουν έναν μοναδικό τρόπο να επαναφέρουν την ηρεμία, να απλώνουν τη γαλήνη, να μεταμορφώνουν την ένταση σε νηνεμία, οι αντίχειρες κατηφορίζουν με ελαφρά πίεση, οι νευρώνες μου γίνονται πειθήνια όργανα στα χέρια σου, υποκύπτουν, αδιαμαρτύρητα υπακούν στις εντολές σου, η φόρτιση υποχωρεί, ο σφυγμός μου επιβραδύνεται, θαυμάζω τη δύναμη που κρύβεται μέσα στο μικροσκοπικό σου μέγεθος, τη γνωρίζω τόσο καλά και όμως πάντα μου προκαλεί την ίδια ευχάριστη έκπληξη – πόσοι άνθρωποι γύρω μας ξεγελιούνται, ή τους βολεύει να νομίζουν έτσι, και μετρούν λάθος όσα ποτέ δεν πρόκειται να μετρηθούν με το μέτρο ή με το κιλό – πλησιάζεις και αμέσως τυλίγομαι στην αύρα σου, θέλω να υποταχτώ στην επιθυμία σου, να αφεθώ στην αίσθηση της επαφής σου, να αναχωρήσω από την ορατή πραγματικότητα, να βρω τον τρόπο να ταιριάξω τη μουσική της ύπαρξής σου με τη μουσική που λείπει από τον κόσμο, να φτιάξω μια μελωδία σαν χάρτινη σαΐτα, να της δώσω μια και να την αμολήσω στον ουρανό, να ταξιδέψει με τις δυνατές φτερούγες της, να φτάσει όσο γίνεται πιο μακριά, ως του κόσμου την άκρη, να φωλιάσει στις καρδιές των παιδιών που ζουν σκυφτά και τρομαγμένα κάτω από σωρούς ερειπίων, να γλυκάνει τις καρδιές των μανάδων που ικετεύουν ένα κομμάτι ψωμί για να πάψουν το κλάμα τα πεινασμένα στόματα, να απαλύνει τον πόνο των στρατιωτών που πυροβολούν αδιάκοπα τους ραγισμένους καθρέφτες της ψυχής τους –  μια μελωδία απ’ των δαχτύλων σου τις άκρες αφιερωμένη πάνω στην ασπρόμαυρη  σκάλα των οραμάτων φτάνει άραγε να λειάνει τα αιχμηρά αγκάθια, να στρογγυλέψει τις γωνίες τους, να ημερέψει την αγριότητά τους, να μην καρφώνονται πια κατάσαρκα στις ανθρώπινες ψυχές;


Ένας μοναχικός σπουργίτης έχει βαλθεί να με εντυπωσιάσει με την άριστη πτητική του επιδεξιότητα, εμφανίζεται από το βάθος του δρόμου χωρίς να δίνει σημασία στο όριο ταχύτητας, προσπερνά τα κάγκελα του κήπου με ένα απότομο βύθισμα και, πριν απομακρυνθεί, αλλάζει ξαφνικά πορεία, φτερουγίζει μπροστά στα μάτια μου, υψώνεται κάθετα, ξεκουράζεται προσωρινά πάνω στο μπράτσο του φωτιστικού της ξύλινης κολόνας, παίρνει στα γρήγορα μερικές βαθιές ανάσες, εποπτεύει αστραπιαία τον χώρο, αποφασίζει να συνεχίσει την επίδειξή του, με μια σύντομη πτήση βρίσκεται πάνω στο επενδυμένο ηλεκτροφόρο καλώδιο, μοιάζει με ακροβάτη που έχει άγνοια κινδύνου καθώς από κάτω του παφλάζουν οι ορμητικοί υδάτινοι όγκοι του βουερού καταρράκτη, κάνει μερικές απολύτως ισορροπημένες περιστροφές, σηκώνει το κεφάλι, αποφασίζει να προσγειωθεί στο διακοσμητικό γείσο της αυλόπορτας, ακινητεί για μερικά δευτερόλεπτα, μοιάζει να μην ανασαίνει, ο χρόνος παγώνει – ναι, έτσι ακριβώς στέκεται ο Άτλαντας, ένα από τα αγαπημένα μου αγάλματα του δρόμου, τον συναντώ κάποιες φορές στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σημείο προσεκτικά επιλεγμένο με φόντο τον Παρθενώνα, με τις περγαμηνές της τέχνης του από παραστάσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου απλωμένες σε παράταξη στον πεζόδρομο, ντυμένος με την αστραφτερή στολή του και με κατάλληλο μακιγιάζ, σκαρφαλωμένος σε μια κολόνα με την τεράστια χρυσή μπάλα της γης στη γερμένη πλάτη που την κρατούν ακίνητη τα αναποδογυρισμένα στιβαρά μπράτσα του, στάση που προκαλεί επώδυνη αγκύλωση, με βλέμμα που σημαδεύει το άπειρο, αδιάφορο για τα ενοχλητικά φλας των περαστικών και τον ήχο των κερμάτων που κάθε τόσο διακόπτουν τη σιωπή και εξασφαλίζουν τα προς το ζην του καλλιτέχνη – ένα τίναγμα των φτερών με επαναφέρει στο παρόν, πώς δεν το σκέφτηκα, σηκώνομαι, κατευθύνομαι στην κουζίνα, κόβω μια φέτα ψωμί, τρίβω την ψίχα της σε κομματάκια, επιστρέφω χωρίς καθυστέρηση, τα αποθέτω στο περβάζι του φράχτη, ο πλανόδιος καλλιτέχνης εφορμά, καταβροχθίζει το πενιχρό φιλοδώρημα της γενναιόδωρης  παράστασής του, λαρυγγίζει ένα χαρωπό τιτίβισμα «Καλημέρα!» και σηκώνει φτερό για τον επόμενο προορισμό του.

– Καλημέρα, φίλε μου! Καλό σου ταξίδι! Καλημέρα!

 

Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Καλημέρα! [2/7])

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία