«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Παρατηρητής [5/7]

Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…

Παρατηρητής [5/7]

Είναι κάμποσα βράδια τώρα που παρατηρώ το φεγγάρι στη γέμισή του καθώς ξεκινά από τα χαμηλά του ορίζοντα και σαν ένα αόρατο χέρι να το τραβά υψώνεται ενώ στις άκρες του κρέμονται σκουλαρίκια διαμαντένια αμέτρητα αστέρια∙ σαν μια σχισμή αδιόρατου χαμόγελου πρωτοφάνηκε ολομόναχο δίχως το περίγραμμα των ροδαλών χειλιών σκορπίζοντας φως χλωμό ανάμεσα απ’ τα δεντρόφυλλα και λίγο-λίγο το χαμόγελο πλάτυνε και μεταμορφώθηκε∙ κι ένα βράδυ γίνηκε βάρκα που δίχως πανιά, κουπιά και τιμονιέρη προσκαλούσε όσους τολμηρούς να σαλπάρουν για μέρη ανείδωτα, ανερώτητα  ν’ ακολουθήσουν τη φεγγαρόστρατα κι όπου η καρδιά τους ορεχτεί βουτιά να κάνουν με το κεφάλι απαλλαγμένοι απ’ τον φόβο του κενού και την προσδοκία του προορισμού.

Οι νύχτες κυλούν γοργά, γίνεται αλλιώτικο, σαν να ενηλικιώνεται μέρα τη μέρα, σεργιανίζει αχαλίνωτο στο στερέωμα σαν αιώρα, αδιαφορεί για την απώλεια της ισορροπίας – είναι από τη φύση του έτσι κι αλλιώς ανισόρροπο – πελαγοδρομεί στην πολυκύμαντη θάλασσα των αστεριών δίχως πυξίδα ή εξάντα – η ρότα απ’ αρχής γνωστή – μπορεί και άγνωστη – καβαλάει απαλά τα γκριζόμαυρα σύννεφα, ξάφνου ξεπεζεύει με χάρη ανάερη για να κρυφτεί ανάμεσά τους αναγκάζοντας το μάτι να το αναζητήσει πεισματικά, ν’ ακολουθήσει το στίγμα της αργόρυθμης πορείας του, να παρασυρθεί από το ελκυστικό ημίφως, ν’ αναπολήσει εικόνες χαραγμένες στ’ άδυτα της μνήμης, να ζωντανέψει τον ήχο των βημάτων από τις νυχτερινές περιπολίες της καρδιάς, να φωτίσει όσα στη σκιά λαγοκοιμούνται σαν τα κύματα που σβήνουν στην αμμουδιά μα αδιάκοπα ροκανίζουν τις ρίζες των βράχων.

Πόσες τέτοιες νύχτες αφήνω της καρδιάς τα φώτα αναμμένα ν’ αναζητούν μάταια λόγους κι αφορμές που με οδήγησαν εκεί που δεν έπρεπε να πάω μέχρι να καταλάβω και να παραδεχτώ πως με τη θέλησή μου έχω επιλέξει τον προορισμό∙ νύχτες χαμηλόφωνες που πληγώνουν το σκοτάδι, που τρέχω ασθμαίνοντας να κρυφτώ από τον εαυτό μου ώσπου να πέσω πάνω του, για να απαλλαγώ μια και καλή από την εθελούσια τυφλότητα – και γιατί «δεν έπρεπε να πάω;», ποιος ορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει, σε ποιον έχω υποθηκεύσει την ελευθερία μου και με ποιο αντάλλαγμα, ποιος διορίζεται αυτόκλητος κριτής και δικαστής των πράξεών μου, ποιος αποφασίζει το σωστό ή το λάθος στη ζωή του άλλου, ποιος έχει το προνόμιο να καθοδηγεί τα βήματά μου πάνω στην κινούμενη άμμο της τόσο σύντομης παρουσίας που ονοματίζουμε ζωή για να μου υποδείξει την ορθή κατεύθυνση;

Πόσες τέτοιες νύχτες ξαγρυπνούν οι αναμνήσεις αθόρυβα ενώνοντας τα θραύσματα που έχουν απομείνει από εικόνες ωραιοποιημένες μακριά από την αιχμηρότητα του χρόνου, ρίχνοντας απαλό φως σε σκιές κοφτερές που παραμονεύουν για ένα μικρό μερίδιο στο παρόν επιστρέφοντας απ’ την κερκόπορτα της φαντασίας – πώς έτσι το χτες γίνεται για μια στιγμή, μια στιγμή μονάχα, απατηλό σήμερα κι έπειτα σβήνει σαν τους ομόκεντρους κύκλους μιας πέτρας που γεύεται τη δροσιά του νερού, μα δύναμη δεν έχει να σταθεί στην επιφάνεια και παρασύρεται στην οδυνηρή αγκαλιά του βυθού.

Πόσες τέτοιες νύχτες συνάζονται οι φίλοι – η μόνη άδολη επιλογή ζωής – με καρδιές ανοιχτές, με βλέμματα ανυπόκριτα, με λόγια καθαρά και μετρημένα, με μακρές σιωπές ενδοσυνεννόησης, σαν έτοιμοι από καιρό για την αγιασμένη ολονυχτία κάτω από τον έναστρο ουρανό∙ δεν υπάρχει προσχέδιο, δεν υπάρχει επιβεβαίωση ή απόρριψη, δεν υπάρχει αγωνία για τα αναπάντητα ερωτήματα – δεν έχουμε απαντήσεις για όλα και δεν χρειάζεται να έχουμε – είναι η αμάχητη γοητεία της συνοδοιπορίας που μας δένει, είναι το απάγκιασμα της ψυχής στη βεβαιότητα και στην αμοιβαιότητα της φιλόστοργης παρουσίας.

Και να που ο δίσκος του φεγγαριού φαίνεται τώρα ολοστρόγγυλος, αρτιμελής, σαν ροδάνι πύρινο στροβιλίζεται καθώς ανεβαίνει τη σκάλα των αστεριών, ακτινοβολεί φως ιλαρό, καθρεφτίζεται στης θάλασσας το μαύρο σεντόνι, αρμενίζει μεσοπέλαγα, μεμιάς αλλαξογνωμιάζει κι αρχίζει το σεργιάνι πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών, χώνεται στα σοκάκια και σαν παιδόπουλο τρέχει πάνω στις ακανόνιστες γλιστερές πέτρες, χτυπάει συνθηματικά τις πόρτες και κρύβεται στις σκοτεινές γωνιές των τοίχων, σκαρφαλώνει στα γερμένα παραθυρόφυλλα, χύνεται γλυκά πάνω στα σφαλιστά βλέφαρα, ώσπου – να – στο διάβα του συναντά ένα παράθυρο ανοιχτό, ένα κορίτσι απόψε δεν κοιμάται, ένα κορίτσι μελαχρινό με μαύρες μακριές πλεξούδες, με μάτια κάρβουνα και χείλη σφραγισμένα, ένα κορίτσι που αγναντεύει πέρα μακριά, πιο μακριά κι απ’ του ορίζοντα το σύνορο, ένα κορίτσι που ονειρεύεται ένα χάδι αλαργινό∙ σιμώνει το φεγγάρι, κοντοστέκεται, κρίμα τέτοια ομορφιά να μένει ατρύγητη, κρίμα τέτοια ομορφιά να μαραζώνει, κρίμα οι άνθρωποι να ζουν με την προσμονή μιας μέρας που δεν ξέρουν αν έρθει κάποτε – μακάρι τα πεφταστέρια να βγουν αληθινά – σεκλετίζεται, κατηφορίζει πάλι τον δρόμο προς τη θάλασσα, λούζεται στο ρίγος του κορμιού της, χαίρεται το φιλήδονο άγγιγμά της, αποξεχνιέται με μακροβούτια σιωπηλά στη λάγνα αγκαλιά της, καμώνεται πως αποκοιμιέται απ’ της πλανεύτρας σειρήνας το νανούρισμα, μα λίγο πριν το χάραμα κρεμιέται απ’ τα μεταξένια σύννεφα κι ανηφορίζει τη στράτα τ’ ουρανού αργοσβήνοντας με μια υπόσχεση – αύριο πάλι…

Λαθρεπιβάτης∙ γιατί όχι; για μια ακόμη ολόφωτη νύχτα, για ένα άλλο απόψε στην άλλη όχθη του κόσμου, στην άλλη όψη του φεγγαριού, ταξιδεύω μαζί του στη μαγεία της νύχτας που απλώνεται μέσα στις φλέβες των ανθρώπων, υπάρχω σε διαφορετική διάσταση, μια δυνατή ανάσα μέσα στο κούφιο καλάμι του χρόνου με μεταφέρει από τη μια άκρη της γης στην άλλη, αιωρούμαι σαν δίβουλη δροσοσταλίδα στην σχισμή ενός φύλλου, ακολουθώ κατά πόδας τα χνάρια του φωτερού δίσκου, απολαμβάνω την ουράνια περιπλάνηση, βαδίζω απαλλαγμένος από το βάρος του σώματος, δίχως αποσκευές, πιστός εραστής του ταξιδιού∙ ώρες σιωπής πλέοντας πάνω από την απεραντοσύνη της θάλασσας, κάπου-κάπου ένα καράβι σκαμπανεβάζει στ’ ανταριασμένα κύματα, βουτάει με το κεφάλι και ξαναβγαίνει στον αφρό καθώς μάχεται να καταλαγιάσει τους δαίμονες – σε ποιο να ‘ναι άραγε εκείνο το παλικάρι που για το χάδι του ένα κορίτσι ξαγρυπνά – κάπου-κάπου ένα σιδερένιο πουλί πετά γοργόφτερο κάτω απ’ τις γυμνές πατούσες μου, αναδεύει τον αραιό αιθέρα και ταράζει τη γαλήνη της φύσης – πάντα οι άνθρωποι βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους, να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους για να σκαρώσουν τις επόμενες – ώσπου μπροστά μας ξεδιπλώνεται η μεγάλη πολιτεία με τα αιχμηρά κτίρια έτοιμα σαν υπεροπτικές λόγχες να τρυπήσουν τα σπλάχνα του ουρανού, τις πλατιές λεωφόρους που σαν σπαθιά διαπερνούν το τοπίο και τετραγωνίζουν την καθημερινότητα αφαιρώντας την καλαισθησία και την ηδονή της καμπυλότητας και φώτα, πολλά φώτα αναμμένα, πόσοι πολλοί άνθρωποι αρνούνται να δεχτούν την ευεργεσία του ύπνου και της φαντασίας των ονείρων, ίσως είναι η γνώση και ο φόβος του επερχόμενου θανάτου που τους επιβάλλουν την αϋπνία ή την αγρυπνία, πολλοί ακόμη δουλεύουν μέσα σε γυάλινα κλουβιά δεκάδες ή εκατοντάδες μέτρα πάνω απ’ τη γη, οχυρωμένοι πίσω από την οθόνη του υπολογιστή τους, πόσο εύκολα χάνεται η αίσθηση του ωφέλιμου χρόνου, πώς οι ανθρώπινες κάμπιες μεταμορφώνονται σε άπτερα έντομα, σε στρατό άβουλων μυρμηγκιών που σωρεύουν απόθεμα για τον πιθανό επόμενο χειμώνα χωρίς να ζήσουν ποτέ καλοκαίρι, πώς η αξία της ζωής συρρικνώνεται σε καταστροφικούς πολλαπλασιασμούς και ατελείς διαιρέσεις, σε ανόητες προσθαφαιρέσεις, μέχρι να γίνει πολύ αργά αντιληπτό ότι ζούμε εξ αρχής συντροφιά με το χρονόμετρο της αντίστροφης μέτρησης.

Η πολιτεία αλώθηκε  αμαχητί

οι υπερασπιστές της εγκλωβίστηκαν

σε μικρά ομοιόμορφα επικαθήμενα κιβώτια

με όλες τις ανέσεις της διάχυτης μαλθακότητας

παγιδεύτηκαν εποχούμενοι

σε αδιέξοδες οδικές αρτηρίες

εν είδει νεκρικής πομπής

συνωθούντες και συνωθούμενοι

διαγκωνιζόμενοι για τη σειρά προτεραιότητας

στον τελευταίο ασπασμό

οι συνειδήσεις εμποτίστηκαν με δηλητηριώδη αιθάλη

εμβαπτίστηκαν σε καπνό καιόμενου εορταστικού λίπους

περιτυλίχτηκαν με έγχρωμες πλαστικές σημαίες

παραδόθηκαν ως σφάγια στο βωμό της επιπολής ευμάρειας

μόνο ο τελευταίος τυμπανιστής

προτίμησε την αυτοχειρία παρά την ατίμωση

η ιστορική αλήθεια εξοβελίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες

η ιστορική συγκυρία επέφερε την σώφρονα συναίνεση

ευπειθώς αναφέρθηκε η αποκατάσταση της νέας τάξης

ουδείς αναζητήθηκε υπεύθυνος

για την αφημένη ορθάνοιχτη κερκόπορτα.

 Ξεστράτισα∙ αναζητώ πάλι το φως του φεγγαριού, ο χρόνος του είναι πολύτιμος, νιώθω τη γλυκιά μέθη της περιπέτειας παραμερίζοντας τα παιχνιδιάρικα σύννεφα, αιθεροβατώ και ανασηκώνω τις κουρτίνες χωρίς ενοχή, ακολουθώ τα χνάρια του νυχτερινού επισκέπτη καθώς ανάλαφρα τραμπαλίζεται σε απάτητες βουνοκορφές, κατρακυλάει ανάμεσα στις φυλλωσιές του παρθένου δάσους πιάνοντας κουβέντα με τα ξωτικά των παραμυθιών, καθρεφτίζεται στα νερά των ποταμών την ώρα που οι λυσίκομες γυμνόστηθες νεράιδες δροσίζουν τον άσβηστο πόθο τους, απομακρύνεται διακριτικά και με πλατύ χαμόγελο στέκεται πάνω από τις αυλές του μικρού χωριού, το άρωμα των λουλουδιών μας υποδέχεται αθόρυβα, η σιγαλιά απλώνει τριγύρω το λεπτό της δίχτυ, μονάχα οι τρίλιες κάποιων πουλιών διακόπτουν πού και πού την αταραξία, βαρύς ο ύπνος σκεπάζει τα βλέφαρα των ανθρώπων, ο κάματος της μέρας ζητά τη δίκαιη αμοιβή του – κι όμως, κάποιοι ξαγρυπνούν, δυο παιδιά ερωτευμένα έχουν βρει καταφύγιο στην εσοχή μιας κλειστής πόρτας, η λάμψη των ματιών φωτίζει τις καρδιές τους, τα χείλη τους ενώνονται αχόρταγα ξανά και ξανά, σταματούν μόνο για ν’ ανταλλάξουν όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης, το κορίτσι οπισθοχωρεί, χάνεται στο σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας, μένει το τελευταίο άγγιγμα στ’ ακροδάχτυλα, το αγόρι βρίσκεται ξαφνικά μόνο,  ακίνητο, μετέωρο, φέρνει τις παλάμες στο πρόσωπο, ανασαίνει βαθιά το πιο μεθυστικό άρωμα του κόσμου, το άρωμα του έρωτα, απομακρύνεται, βγαίνει στον δρόμο, ανάβει τσιγάρο, η χλωμή φλόγα του σπίρτου ζωγραφίζει τη μελαγχολία του προσώπου του, περπατά αμίλητο χωρίς να κοιτάζει πίσω, το φεγγάρι το συντροφεύει σιωπηλό μέχρι την πόρτα του σπιτιού του, σαν φίλος πιστός που ξέρει στην πιο δύσκολη ώρα να συμπάσχει και να σωπαίνει.

Έρωτας

λογχοφόρος πολιορκητής ανυπότακτων πνευμάτων

αλάνθαστος θηρευτής ευερέθιστων χορδών

ευσεβής συλητής ασίγαστων σωμάτων

ανάλγητος πυρπολητής της καθεστηκυίας τάξης

αλαλάζων Ταύρειος επί λιμναζόντων υδάτων

νυκτόφοιτος τρυγητής άδρεπτων ροδώνων

σεπτός ιεροφάντης του αείζωου κάλλους.

 Χάνομαι πάλι∙ πού ταξιδεύουμε; πού βρισκόμαστε; το στίγμα της επιστροφής μας δίνει η γνώριμη ευωδιά του νυχτολούλουδου, τα άνθη του που ανοίγουν και μοσχοβολούν, το θρόισμα των φύλλων μαζί με τον μονοφωνικό ήχο από τα τζιτζίκια και τα τριζόνια συνθέτουν τη νυχτωδία της φύσης, ανοίγω διάπλατα τα παράθυρα, το σκοτάδι υποχωρεί στη βουβή δύναμη του υπόλευκου φωτός, οι σκοτεινοί μέχρι πριν λίγο όγκοι των αντικειμένων ντύνονται με μια κομψή βραδινή ενδυμασία, ένα απαλό κύμα αέρα προκαλεί μια χαριτωμένη κίνηση στις σκιές, ακουμπώ στο ανοιχτό παράθυρο, ο άοκνος βραδινός ταξιδιώτης χαμηλώνει ευγενικά, τα βλέμματά μας συναντιόνται, μια αμοιβαία υπόσχεση, ένας φιλικός αποχαιρετισμός, ένας προσωρινός αποχωρισμός.

Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Παρατηρητής [5/7]
)

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία