«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Περίπατος στη θάλασσα [3/7]

Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…

Περίπατος στη θάλασσα [3/7]

Σήμερα η θάλασσα έχει αλλάξει όψη, έχει ντυθεί το γαλαζοπράσινο φουστάνι με τις αμέτρητες πιέτες που πάνω τους στραφταλίζει ο ήλιος, μοιάζει ολόκληρη να βγάζει σπίθες, λες και προσπαθεί να δαμάσει έναν ανείπωτο καημό που της κομματιάζει τα σωθικά, νιώθω το σώμα της σε αδιάκοπο υπόκωφο αναβρασμό, πηγαινοέρχεται αμίλητη αφήνοντας στον αέρα να πλανιέται ένας ψίθυρος, ένα μουρμουρητό, κάτι ανάμεσα σε προσευχή και παραμιλητό, κάπου-κάπου από το βάθος του ορίζοντα καλπάζουν καβαλάρηδες αγέρωχοι οι πυκνοί αφροί πάνω στη ράχη της λυγερής λοφοσειράς των κυμάτων σπρωγμένοι από χέρι αέρινο, εμπόδιο κανένα δεν φράζει τον δρόμο τους, φτάνουν αναμαλλιασμένοι στην ακτή, αναδιπλώνονται με διάθεση ορμητική, ξεχύνονται στην αμμουδιά και πάλι κουλουριάζονται πριν αποτραβηχτούν στην υγρή μητρική αγκαλιά εγκαταλείποντας άψυχα φύκια, βότσαλα και κοχύλια που αθέλητα βρέθηκαν στο πέρασμά τους, σήμερα έχω την αίσθηση ότι οφείλω να κρατήσω τη μεταξύ μας απόσταση, να μην επιτρέψω στην αφή να ικανοποιήσει την έντονη επιθυμία της, να μην παραβιάσουν τα γυμνά μου πέλματα το ζωτικό της χώρο, να παραμείνω εραστής ονειρικός στο αναπότρεπτο θέλγητρό της.

Αφήνω την ψυχή μου πάνω στο αεικίνητο κύμα
να περιπλανηθεί, να αποπλανηθεί, να βυθιστεί,
να αναδυθεί, να διασκορπιστεί,
να αποσυναρμολογηθεί
σε αναρίθμητες μικροσκοπικές σταγόνες
στον αχανή ορίζοντα
ίσως έτσι βρεθεί τρόπος
να κλείνω τα μάτια και να σε ονειρεύομαι
να φέρνω τη γλώσσα στον ουρανίσκο
και να σε γεύομαι
να ανασαίνω και να σε απολαμβάνω
με κάθε μου κύτταρο
να σε ακούω να σφυρίζεις προκλητικά
τα βουβά μερόνυχτα
όταν οι σκέψεις ταξιδεύουν στο άπειρο.

Οι μικροκαμωμένες σταγόνες σαν μαινόμενες ωκεανίδες αιωρούνται και εισβάλλουν ανερώτητα στα διασταλμένα ρουθούνια ερεθίζοντας γαργαλιστικά τον βλεννογόνο με ισχυρή δόση ιωδίου που κατηφορίζει μέχρι την έσχατη κυψελίδα των πνευμόνων, άλλες πάλι, με το έτσι θέλω, προσκολλώνται στο αφυδατωμένο δέρμα προσφέροντας μια διεγερτική αίσθηση παροδικής δροσιάς που σύντομα την αντικαθιστά η δίψα για έναν ψυχρό καταρράκτη που θα κυλήσει ανακουφιστικά από το κεφάλι μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών, πόσο θέλω να ξεγυμνωθώ, να τρέξω να χωθώ λάβρος στην πλάνη της, για χάρη της να ξεστρατίσω δίχως ν’ αποζητώ το μουράγιο της αντικρινής στεριάς, μόνο το κορμί της να γεύομαι με όλους τους τρόπους – είναι γυναίκα χιλιοπρόσωπη που μηχανεύεται πειρασμούς αμέτρητους, είναι μάγισσα τρελή που με γητειές απρόσμενες αναδεύει της ψυχής τον μύχιο πόθο, που με τερτίπια μύρια πλανεύει τον προσκυνητή, που σαν μαγνήτης τραβά στον κόρφο της τον μυρωδάτο, στα βυζιά τα αφράτα, στις ολοστρόγγυλες ρώγες της όσους στοργή και ζεστασιά γυρεύουν, όσους ορφάνεψαν και το γάλα της μάνας πρόωρα στερήθηκαν, έτσι που αποξεχνιούνται μέσα σε ηδονή γλυκιά, πίστη και υποταγή αιώνια της υπόσχονται, ικέτες απόκληροι εκλιπαρούν το τρυφερό χάδι της που το μοναχικό άφιλο κορμί με απλοχεριά συντροφεύει, όσο που τον αναίτιο θυμό της πάνω τους ξεσπά, μάνα σκληρή που τα παιδιά της αποδιώχνει, μάνα άπονη που τα συντρίμμια βλέπει και γελά, ερωμένη άπιστη κι αλλοπαρμένη που θρηνεί, οδύρεται, ξεμαλλιάζεται με μανία τα στήθη χτυπώντας και, να!, συγχώρεση παίρνει για τα κρίματά της.


Περπατώ ακολουθώντας την κατεύθυνση του ανέμου, λεπτοί κόκκοι άμμου με χτυπούν στην πλάτη σαν κάτι να θέλουν να μου πουν, προσπαθώ να αντισταθώ στο παραπλανητικό κάλεσμά τους, χώνονται σιγά-σιγά μέσα στα παπούτσια μου, αναγκάζομαι να σταματήσω, να καθίσω στο ξύλινο παγκάκι για να απαλλαγώ από τη δυσάρεστη παρουσία τους, δεν χάνουν την ευκαιρία να τρυπώσουν στα μαλλιά μου, μερικοί προλαβαίνουν να καρφωθούν ανάμεσα στα δόντια μου, τους μασώ άθελά μου, γεύση καλοκαιριού πλημμυρίζει το ξεραμένο στόμα μου – ο ήλιος καθισμένος σε χρυσό θρονί λαμπυρίζει στον ανέφελο γαλανό ουρανό που καθρεφτίζεται στο αρυτίδωτο νερό, ένα πολύβουο μελίσσι παιδιών παραβγαίνει στο σκαρφάλωμα των βράχων, ένα-ένα φτάνουν στην κορφή, τα μαυρισμένα κορμιά υψώνουν θριαμβευτικά τα χέρια σαν δυνατές φτερούγες πουλιών, λυγίζουν τα εύκαμπτα γόνατα, χαμηλώνουν το κεφάλι, εκτινάσσονται σαν ελατήρια, απελευθερώνουν όλη τη ζωντάνια της νιότης, ταξιδεύουν για λίγο στο κενό και ανοίγοντας μια μικρή τρύπα στη θάλασσα χάνονται για λίγο και πάλι εκτοξεύονται στην επιφάνεια κρατώντας στη χούφτα το τρόπαιο, λίγη άμμο ή κάποιο βότσαλο του βυθού, το φρεσκοβαμμένο ψαροκάικο που είναι δεμένο στο πλάι του μικρού μόλου μεταμορφώνεται σε αυτοσχέδια εξέδρα για όσους καταφέρνουν να ισορροπούν στην πλώρη και να συναγωνίζονται στο μακροβούτι, οι αποτρεπτικές συμβουλές των μανάδων αιωρούνται άστοχες στον αέρα και πέφτουν στο κενό, τα μικρότερα παιδιά χτίζουν κάστρα και παλάτια από άμμο που κάθε λίγο τα παρασύρει το κύμα αλλά δεν απογοητεύονται, δροσίζονται για λίγο στη θάλασσα, προσπαθούν ξανά και ξανά, παίρνουν το πρώτο βάφτισμα ζωής.


Προχωρώ, οι λευκές πάνινες ομπρέλες της παραλίας, σκιάχτρα μιας άλλης εποχής, καρφωμένες στο σταθερό στειλιάρι τους, σφιχτοδεμένες, ανήμπορες, παγιδευμένες στον άχαρο ρόλο τους, έχουν αποδεχτεί το πεπρωμένο σαν σημαίες που δηλώνουν πλήρη υποταγή στην ανώτερη δύναμη και ζητούν έλεος από τα στοιχειά της φύσης, δίπλα στοιβαγμένες οι ξαπλώστρες, ήρεμες, σιωπηλές, ατάραχες, με τα πόδια χωμένα βαθιά στην άμμο, σε θέση ύπτια, ευγνωμονούν την Κυρά που μεριμνά για την, έστω και πρόσκαιρη, απαλλαγή τους από το επίπονο ολοήμερο φορτίο των σωμάτων – σαν χτες μοιάζει που οι ίδιες ομπρέλες σαν κύκνοι ολόλευκοι στηριγμένοι άψογα στο ένα τους πόδι είχαν ανοίξει διάπλατα τα φτερά τους για να προστατέψουν τα ευαίσθητα λευκόσαρκα σώματα από τις πρώτες καυτές ανάσες του ήλιου, που οι ίδιες ξαπλώστρες βρίσκονταν πρωί- πρωί σπαρμένες σε όλο το μήκος της αμμουδιάς σε απόλυτη στοίχιση έτοιμες να καλοδεχτούν τις γυμνές καμπύλες των σωμάτων που μετατοπίζονται πάνω τους νωχελικά, αλλάζουν θέση και στάση μέχρι να ακτινοβοληθεί και το πιο απόκρυφο σημείο τους, όσο που σουρουπώνει και πάλι μένουν άφωνες, στην ίδια θέση, συντροφιά με τη γλυκιά πνοή του καλοκαιριάτικου ζέφυρου και τον απαλό ρυθμικό παφλασμό των κυμάτων.

Φτάνω στην αγκάλη που σχηματίζει απ’ τη μια μεριά η μύτη της στεριάς που χώνεται ως μέσα στη θάλασσα και λειτουργεί ως φυσικός κυματοθραύστης κι απ’ τη άλλη η παλιά ξύλινη προβλήτα – κανείς δεν ξέρει ποιος επιδέξιος μάστορας και πότε στέριωσε τούτο το σκέλεθρο το αρμυροφαγωμένο – που ξεκινά από τη στεριά και επιμηκύνεται σαν άκαμπτος πριάπειος φαλλός απολαμβάνοντας την αέναη παλινδρόμησή του στην ευρύχωρη υγρή παλλόμενη μήτρα∙ βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες, ανασηκώνω τα μπατζάκια, βαδίζω πατώντας στα γέρικα σανίδια με τα πήγματα της άμμου που τα νιώθω να διαλύονται κάτω από τις γυμνές μου πατούσες καθώς το θαλασσινό νερό εισχωρεί ζωηρό ανάμεσα στα κενά, η αύρα του ξυπνά ένα ρίγος που διαπερνά τη ραχοκοκαλιά με ταχύτητα αστραπής, ηλεκτρίζει τη βάση του κρανίου, διαχέεται μέχρι τις άκρες των δαχτύλων, μια ανεξήγητη δύναμη με παρακινεί να τρέξω και να κάνω ένα γερό μακροβούτι με τα ρούχα, η ηλικία με επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα.
Συνεχίζω την πορεία μου με γρήγορο βάδην, ένας αδέσποτος σκύλος με ακολουθεί κουνώντας πέρα-δώθε την ουρά, ερχόμαστε μαζί ως την άκρη της διαδρομής, εκεί που μας περιμένει το ξύλινο τραπέζι με την ξεφλουδισμένη παλαιική λαδομπογιά με τις τρεις ξεχαρβαλωμένες ψάθινες καρέκλες – απάγκιο των βραδινών ερασιτεχνών ψαράδων που παρατάσσουν τα καλάμια τους σε θέση μάχης εναντίον των άμαχων ψαριών και βραδιάζονται με τσίπουρο και ιστορίες τερατωδών ψεμάτων που δικαιολογούν επαρκώς την παράταση της ώρας επιστροφής τους στη συζυγική εστία – ο τυχαίος σύντροφός μου που οσμίζεται τα απομεινάρια ενός ψαριού εξασφαλίζει τον επιούσιο, μου θυμίζει τα λόγια το μπαρμπα-Μάνθου, ενός γέρου ταβερνιάρη στη Θερμή της Μυτιλήνης, που έλυσε την απορία της νεανικής μας παρέας όταν ο Αργύρης.
Ένας γιγαντόσωμος χαριτωμένος σκύλος, βούτηξε μέσα από το στόμα της γάτας τη ραχοκοκαλιά και το κεφάλι ενός μπακαλιάρου και μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας το καταβρόχθισε εν ριπή οφθαλμού, «αμ, τι νομίζετε εσείς οι Αθηναίοι, τα σκυλιά εσάς περιμένουν το καλοκαίρι για να φάνε; με τις σαρδέλες που ξεψαρίζουν οι βαρκάρηδες βγάζουν χειμώνα» – ο φίλος μου σπεύδει σε νέες αναζητήσεις και πιθανές ανακαλύψεις, μένω μόνος, κάθομαι στο άδειο τραπέζι, οι παλάμες μου γλιστρούν αργά στην άγρια επιφάνειά του, τρίβονται πάνω στους κόκκους του θαλασσινού αλατιού, τα δάχτυλα κολλάνε μεταξύ τους, σπρώχνω τη γλώσσα ανάμεσά τους, απολαμβάνω τη διαπεραστική έντονη γεύση, τη μεταφέρω στον ευερέθιστο ουρανίσκο και ένας κρουνός σάλιου πλημμυρίζει το στόμα μου.


Αγναντεύω τον ορίζοντα – δεν χρειάζεται ιδιαίτερος λόγος για ν’ αφήνω το βλέμμα μου ν’ αρμενίζει στο βάθος της εικόνας – ηρεμώ παρατηρώντας τις αλλεπάλληλες αεικίνητες ραβδώσεις του νερού, η σκέψη απελευθερώνεται, χαλαρώνει, ταξιδεύει σε νέους απρόσμενους προορισμούς, νέες εικόνες γεννιούνται με τρόπο ανεξήγητο, κολυμπούν με πρωτόφαντη ευλυγισία στον εύπλαστο υδάτινο κόσμο, λούζονται στο φως του ήλιου της αντικρινής στεριάς, αναρριχώνται στα δύσβατα πέτρινα μονοπάτια, ανασαίνουν τη μοσχοβολιά του θυμαριού και του έλατου, ψηλώνουν, ριπίζουν τα φτερά τους, αιωρούνται ανάμεσα στα σύννεφα με γερακίσια ματιά, ανιχνεύουν τον στόχο τους, εφορμούν κάθετα, βαφτίζονται στα γάργαρα νερά των πηγών, χορεύουν πιασμένες σφιχτά απ’ το μαντίλι της νεράιδας, κατηφορίζουν από τις γονιμοποιούς κοίτες των ποταμών και επιστρέφουν με μια ανάσα στα υγρά μητρικά σπλάχνα, ζυμώνονται και πλάθονται πάλι και πάλι, η φαντασία καλπάζει, γράφω, σβήνω, αλλάζω τη διαδοχή των εικόνων, ξαναγράφω, νιώθω τη μουσική που πηγάζει από τη συνένωση των γραμμάτων, οι ψηφίδες παίρνουν την τελική μορφή και την οριστική τους θέση, συγκρατούνται μεταξύ τους με ένα αόρατο σκοινί, κινούνται με το αλάθευτο αισθητήριο του ακροβάτη που ισορροπεί δίχως δίχτυ ασφαλείας, παίρνουν σάρκα και οστά πάνω στο λευκό χαρτί, χτίζουν τη δική τους ιστορία…

Τη μέρα ήλιος άρχοντας που τα στοιχειά ξορκίζει
νύχτα του πικροχάροντα ο ίσκιος σεργιανίζει
μανίζει ο γερο-βοριάς και το τιμόνι τρίζει
της θάλασσας ο δαίμονας λυσσομανά κι αφρίζει
λαδιά γλυκαίνει το κορμί, το κρυφονανουρίζει
ύπουλο φίδι η νοτιά, τα κόκαλα τσακίζει
καταμεσής του ωκεανού στεριά ποθούν τα μάτια
ν’ ανέβουνε του πατρικού γοργά τα σκαλοπάτια
τι κι αν ευλαβικά φιλώ το χώμα τ’ αγιασμένο
μία σειρήνα με κρατά στο άλμπουρο δεμένο
η τσιμινιέρα αγκομαχά και η μπουρού σφυρίζει
τα λόγια κούφια, η μάγισσα πάντοτε με ορίζει
βουβά τα χείλη χαιρετούν, μαντίλι στο μουράγιο
της μάνας παίρνουν την ευχή, της γνέφουνε κουράγιο
καλπάζει ο νους σαν άλογο στα κύματα καβάλα
του Ποσειδώνα αγροικά τα μυστικά σινιάλα
στην πλάνη τους αφήνομαι και η ψυχή αλαργεύει
στων λιμανιών τα καπηλειά τα ρέστα της ξοδεύει
μα σαν ποτίσει το κορμί το καραβίσιο αλάτι
κι έχει χορτάσει τ’ ουρανού τα μήκη και τα πλάτη
κατάπλωρα στολίστε με σε νεκρικό κλινάρι
για το ταξίδι το στερνό ξοφλήστε το βαρκάρη
αντί για μνήμα με σταυρό και κυπαρίσσια γύρω
φούντο στα πόδια η άγκυρα το σώμα μου να γείρω
ταξιδευτής στο άπειρο ν’ ακούω τη γοργόνα
που με τραγούδια απόκοσμα θρηνεί τον Μακεδόνα.

Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι ολοκληρωτικά στο απαράμιλλο τραγούδι της θάλασσας, τυλιγμένος στο υπόκωφο ρυθμικό ενύπνιο ταξιδεύω στον αχανή βυθό της, της επιτρέπω να με παρασύρει στην απεραντοσύνη της χωρίς όρους, να αποπλανήσει τις αισθήσεις μου, να ποτίσει με αρμύρα τις ρωγμές στο σκαρί μου, όταν μέσα από το είναι της αναδυθεί η γοργόνα, θέλω να είμαι έτοιμος, πιασμένοι χέρι-χέρι να συντροφέψουμε τον Αλέξανδρο στο παντοτινά σκοτεινό του βασίλειο.

 

Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Περίπατος στη θάλασσα [3/7])

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία