Ζευγάρι στο κλουβί – Διαμαντής Θωμάς
«Εντός των τειχών»



Ζευγάρι στο κλουβί

Δυο σώματα στο κρεβάτι έχουν γείρει, κοιτάζουν τα κομοδίνα. Οι ανάσες τους δε συναντιούνται όλη τη νύχτα. Μια νοητή γραμμή χωρίζει σκεπάσματα και κρεβάτι. Πάει καιρός από τότε που γίνονταν ο ένας σεντόνι του άλλου.

Ξημέρωσε κι ο διάβολος κυριεύει το ξυπνητήρι που ωρύεται χαλώντας τη διάθεσή τους για όλη την υπόλοιπη μέρα. Με συγχρονισμένες κινήσεις τα κορμιά σηκώνονται τεντώνοντας την κουβέρτα πέρα ως πέρα. Δεν ανταλλάσουν καλημέρες. Δυο γνωστοί – άγνωστοι μοιράζονται τον εγκλωβισμό τους. Τίποτα δε θυμίζει τους μεγάλους πρωινούς δίσκους, με τον καφέ, τις φρυγανιές και τα μέλια που έσταζαν νωχελικά στα σκεπάσματα και νότιζαν τη σχέση τους.
«Πώς θα αντέξω τα μούτρα του και σήμερα;» ψελλίζει η γυναίκα και πάει προς το μπάνιο. Ο άντρας την ακολουθεί μήπως και προλάβει. Άδικος κόπος. Πριν καλά καλά φτάσει στην πόρτα, είχε ήδη διπλοκλειδώσει. «Πω ρε φίλε! Αν κάνει έναν αιώνα μέσα, θα την πληρώσει η γαρδένια που της πήρα στα γενέθλιά της».
Με σφιγμένα βήματα πηγαίνει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Τουλάχιστον να μην χάσει άλλο χρόνο μέχρι να βγει από το μπάνιο η σύζυγος. Είχε meeting στο γραφείο. Η  υπομονή του εξαντλείται. Την ακούει να τραγουδά! Σφίγγει τα δόντια του με όλη του τη δύναμη…
«Τι θα γίνει; Θα κάνεις πρόγραμμα πρωινιάτικα;» Δεν του απαντά κι αυτός βγάζει στον μπάγκο δυο κούπες. Γεμίζει μόνο τη μια. «Αν θέλει ας σηκώσει τα χέρια της να βάλει μόνη της καφέ» μονολογούσε.

Μετά από λίγα λεπτά βγήκε έξω φρέσκια κι ανάλαφρη συνεχίζοντας το τραγούδι. Η απάθειά της κάτι παραπάνω από φανερή. Εκείνος βιαστικά παρατά την κούπα και τρέχει στο μπάνιο. Έφτασαν στα γραφεία τους και οι δυο κάνοντας μόλις δέκα βήματα. Κάθισαν με μιας στις δυο άκρες του τραπεζιού. Πριν από σχεδόν δυο μήνες, χρειάζονταν μία ώρα να βρεθούν στο γραφείο τους, κι αυτό ήταν πλέον μια ξεθωριασμένη ανάμνηση. Εκείνος, έχασε την ευκαιρία να εκτονωθεί στο μποτιλιάρισμα βρίζοντας τη διπλανή οδηγό με κλειστό παράθυρο «Πλύνε κυρά μου κανένα πιάτο!», χωρίς βέβαια να έχει ελέγξει το φύλο του οδηγού. Από την άλλη αυτή έχανε τη λύτρωση που της πρόσφερε η μετακίνηση με τον ηλεκτρικό, όταν συμβούλευε τους άλλους να πάρουν τον επόμενο συρμό γιατί δε χωράνε.

Η τραπεζαρία τους μοιάζει με αρένα. Χρησιμοποιούν τις οθόνες σαν ασπίδες για να προστατέψει ο ένας το πρόσωπό του απ’ τα βλέμματα του άλλου. Χαρτιά, έγγραφα και τιμολόγια εκσφενδονίζονται από τη μια πλευρά στην άλλη, ενώ τα κινητά τους σαν λιμασμένες τίγρεις, βρυχώνται διαρκώς. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Κλεφτές ματιές θυμίζουν ταινία άγριας Δύσης. Ποιός θα τραβήξει πρώτος το πιστόλι και ποιός θα επιβιώσει; Ξαφνικά η γυναίκα βυθίζεται στη σκέψη της.

«Τι ωραία ήταν πριν λίγο καιρό, όταν βγαίναμε βόλτα στην Ερμού». Από τη μια στιγμή στην άλλη, μασκοφόροι Νίντζα κατέκλυσαν την Αιόλου και ο τρόμος των προστίμων μετέτρεψε την ελευθερία σε είδος πολυτελείας.

«Θέλω να δω σε μια καφετέρια με τους φίλους μου ποδόσφαιρο» είπε από μέσα του ο άντρας και τα δασιά του φρύδια ενωθήκαν απ’ το παράπονο. Τα e-mail άρχιζαν να πέφτουν βροχή και τους ξύπνησαν από τις ονειροπολήσεις που κλωθογύριζαν στο μυαλό τους. Έτσι πέρασαν ώρες…

Ήρθε η ώρα του φαγητού.
«Τι θα φάμε;»
«Δεν έχω μαγειρέψει. Ας πάρουμε delivery».
«Πάλι; Ξέρεις ότι πρέπει να προσέξουμε τι τρώμε; Έχεις παχύνει μέσα στην καραντίνα!» της είπε απερίσκεπτα. Με αυτή τη φράση το δυάρι «ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω». Σπίθες έβγαλαν τα μάτια της. Το μυαλό της άρχισε να παίρνει ταχύτατες στροφές. ‘Έψαχνε κάτι να του πει για να τον πληγώσει.
«Κι εσύ που μου πιάνεις χώρο στο κρεβάτι, δεν το έκανα θέμα. Μονό για να κοιμάσαι το έχεις και να ροχαλίζεις» είπε με τόνο που ακροβατούσε μεταξύ στόμφου και ειρωνείας. Την αγριοκοίταξε. Είχε πιάσει τη μπηχτή και τον τάραξε. Πώς να έχει διάθεση μέσα στα νεύρα και το άγχος; Ξεφύσησε δεν της είπε τίποτα, γιατί θα το πλήρωνε.
«Τώρα γιατί το είπα αυτό αφού ξέρω πως ενοχλείται;» σκέφτηκαν ταυτόχρονα. Κανείς όμως δεν έκανε πίσω να ζητήσει συγγνώμη.
«Θες ένα τοστ;» του είπε για να εξιλεωθεί.
«Όχι. Θα κάνω ένα γρήγορο ντους και θα συνεχίσω» της απάντασε κοφτά.

Μετά από λίγο, την καλεί το αφεντικό της σε βιντεοκλήση. Μιλούν για δυο λεπτά. Ο άντρας, αφού στέγνωσε το σώμα του συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει εσώρουχο. Βγαίνει από το μπάνιο και βλέπει τη γυναίκα του να σημειώνει κάτι χωρίς να μιλά. Τρέχει προς την κρεβατοκάμαρα. Εκείνη με τη σειρά της, εντόπισε στην οθόνη της τον “Ερμή του Πραξιτέλη” να περνά πίσω της και στο μεγάλο παράθυρο το αφεντικό της να γελά.
«Με συγχωρείτε. Σας καλώ σε λίγο» είπε σκύβοντας στο πάτωμα από ντροπή.
«Ναι, ναι» της απαντά εκείνος χωρίς να έχει την παραμικρή διακριτικότητα να κρύψει το γέλιο του.
«Πας καλά παιδί μου. Σε είδε ο Μιχαηλίδης. Δεν άκουσες που μιλούσα; Περνάς χαλαρά από μπροστά και δείχνεις την πραμάτεια σου;»
Την κοίταξε. Συνειδητοποίησε τι ακριβώς έγινε. Αν και ντράπηκε λίγο, έδειξε ότι δεν πτοήθηκε και της απάντησε με θράσος.
«Αφού όπως μου είπες εσύ δεν εκτιμάς την «πραμάτεια» μου, ίσως την εκτιμήσει το αφεντικό σου. Άντε κλείσε την πόρτα τώρα γιατί είμαι γυμνός». Ήταν η σειρά του να ειρωνευτεί. Τον έβρισε από μέσα της και κάλεσε ξανά το αφεντικό της, ενώ εκείνος ντυμένος κάθισε απέναντί της να συνεχίσει.

Επικράτησε σιγή για λίγο. Διακόπηκε όμως, όταν του τηλεφώνησε η μάνα του.
«Τι κάνεις παιδί μου καλά;»
«Καλά! Εδώ δουλεύω από το σπίτι. Εσύ;»
«Σιδερώνω κάτι χαρτονομίσματα».
«Τι εννοείς, σιδερώνεις κάτι χαρτονομίσματα;»
«Ε, φοβάμαι. Αλλάζουν συνέχεια χέρια. Πώς θα σκοτώσουμε αλλιώς τον κορονοϊό;»
«Μάνα πας καλά; Δε σου είπα να χρησιμοποιείς την κάρτα;»
«Άσε μη μου πάρουν τα λεφτά. Δεν ξέρω να τη χρησιμοποιώ».
«Να μπαίνεις στην προσωπική ζωή του γιου σου και να την κάνεις άνω κάτω όμως είναι εύκολο» της λέει, ενώ βλέπει τη γυναίκα του απέναντι να γελά κάνοντας τα νεύρα του σκοινί ακροβάτη. Το γέλιο της διακόπηκε από το ήχο του τηλέφωνου της. Ήταν η δική της μάνα.
«Έλα παιδί μου έχω πρόβλημα».
«Τι έγινε. Ν’ ανησυχήσω;»
«Έχω πάρει πέντε πακέτα χαρτί υγείας και δεν ξέρω που να το βάλω».
«Πόσα ρολά;»
«Σαρανταοκτώ το καθένα».
«Μάνα. Τι ακούω μεσημεριάτικα;» της απαντά βλέποντας το σύζυγο να την κοιτά υπονοώντας “έχετε θέματα οικογενειακώς”.

Τα πληκτρολόγια παίρνουν φωτιά. Το δέρμα σκίζεται από τις αλλεπάλληλες αντισηψίες.  Με την τηλεργασία το ωράριο έχει γίνει μεγαλύτερο και οι προϊστάμενοι  είναι μέγγενη που πιέζει, όσο πιο πολύ μπορεί, τα μηνίγγια του εργαζόμενων. Φυσάνε – ξεφυσάνε και οι δυο. Κι εκεί που το πρόσωπο κοκκινίζει, η ημικρανία γίνεται «ολοκρανία» και το στόμα, ο οδοντωτός των Καλαβρύτων.

«Φτάνει η δουλειά για απόψε», αναφώνησαν.
«Μια και έχουμε παχύνει να στείλουμε το μήνυμα Νο6  για να πάμε μια βόλτα;» του λέει εκείνη.
«Εσύ να πας. Εγώ θα  στείλω το Νο2 για το σουπερμάρκετ. Δε θα φάω κι αύριο από έξω».

Στέλνουν τα μηνύματά τους και οι δρόμοι τους χωρίζουν. Για μια στιγμή και οι δυο αισθάνονται ότι έχουν προσωπικό χώρο. Μέσα στα 70 τετραγωνικά όλη μέρα, το κλίμα είναι ανυπόφορο. Αφήνει ανοιχτές πόρτες και παράθυρα στην ένταση της δουλειάς.

Ο άντρας φτάνει πρώτος στο διαμέρισμα. Το μπρελόκ ακούστηκε σαν κύμβαλο στον κλειδοκράτορα. Κοιτάει δεξιά, αριστερά κάπως τρομαγμένα. Ακουμπά τα ψώνια στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν τον αφήνει να το κάνει. Έχουν λέει μικρόβια. Του κόβεται η μέση όμως να τα ακουμπήσει στο πάτωμα. Βόλεψε τα ψώνια στο ψυγείο και τις σακούλες κάτω από τον νεροχύτη. Χωρίς τα πειστήρια του εγκλήματος δεν υπάρχει έγκλημα, άρα ούτε και γκρίνια. Ξαφνικά, κάνει σαν να τον χτύπησε εναλλασσόμενο ρεύμα. Είχε γύρω στα πέντε λεπτά στο σπίτι και δεν είχε πλύνει τα χέρια του. Σαν σίφουνας έτρεξε προς το μπάνιο. Έπλυνε χέρια κι έβαλε πιτζάμες.

Η κλειδαριά ακούστηκε. Η άσκησή της ήταν αρκετή για σήμερα. Αυτή έτρεξε αμέσως στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια. Μετά το αντισηπτικό, μαλάκωσε το δέρμα της με μια ενυδατική κρέμα. Όταν τα κοίταξε συνειδητοποίησε ότι πλέον έμοιαζαν λιγότερο με τσαρούχια.

Η γυναίκα παρακολουθούσε ριάλιτι στην τηλεόραση. Ο άντρας, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, έβλεπε αθλητικά στο τάμπλετ. Είχαν πάρει μεγάλη δόση παρουσίας, ο ένας του άλλου, δουλεύοντας στον ίδιο χώρο. Κάπως έτσι τελείωσε η μέρα τους. Μια μέρα που θα επαναλαμβανόταν…

Η απελπισία γεμίζει την ατμόσφαιρα, ασφυκτιούν στο διαμέρισμα! Μια δυσφορία χειρότερη κι από αυτή που τους προκαλεί η μάσκα όταν βγαίνουν έξω και τα ίδια τους τα χνότα θολώνουν τις σκέψεις ακριβώς όπως τα γυαλιά τους.

Κάθε μέρα κλεισμένοι στο κλουβί τους.

Διαμαντής Θωμάς

 

Συμμετοχή στα πλαίσια του συλλογικού λευκώματος: «Εντός των τειχών» e-musa.gr.