Η Μαριανίνα Κριεζή έφυγε από τη ζωή (1947-2022) 

Μαριανίνα Κριεζή, η στιχουργός της θρυλικής
ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη», αλλά και μεγάλων επιτυχιών.

Η Μαριανίνα Κριεζή έφυγε 75 χρονών από τη ζωή σήμερα 6 Φεβρουαρίου 2022.
Στιχουργός των τραγουδιών της ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη». Η Μαριανίνα Κριεζή, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, έχει γράψει πολλά βιβλία ενώ έχει μεταφράσει και διασκευάσει διάφορα έργα με παιδικό περιεχόμενο. Με πολύ σημαντικές συνεργασίες στην ελληνική δισκογραφία, γνωστή επίσης από πολλά βιβλία που έχει γράψει ή έχει έμμετρα διασκευάσει στα ελληνικά.
Τρυφερότητα και χιούμορ πλημμυρίζουν τα στιχάκια της Μαριανίνας Κριεζή και μας ταξιδεύουν στην αθωότητα αλλά και στις αγωνίες της παιδικής ψυχής.

Η Μαριανίνα Κριεζή, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947, μεγάλωσε στο Ψυχικό και καταγόταν από την Ύδρα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς να πάρει πτυχίο, και Διακοσμητική – Σκηνογραφία στα εργαστήρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου ολοκλήρωσε τις εκεί διετείς σπουδές της.

Το 1969 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει σχέδιο υφάσματος, επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάστηκε ως γραφίστρια και την άνοιξη του 1977 άρχισε να συνεργάζεται με το Τρίτο Πρόγραμμα όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Εκεί έγραψε τους στίχους όλων των τραγουδιών της ραδιοφωνικής εκπομπής Εδώ Λιλιπούπολη ενώ συμμετείχε και στα κείμενα, ιδίως ως συγγραφικό δίδυμο με την ηθοποιό Αννα Παναγιωτοπούλου. Συνέπραξε επίσης, ως κειμενογράφος, σε επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής».

Στη μακρά σταδιοδρομία της ως στιχουργός συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους: Αρλέτα, Ελένη Δήμου, Στράτος Διονυσίου, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σαβίνα Γιαννάτου, Μιχάλης Μπαζάκας, Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μιχάλης Χατζηγιάννης, ενώ στίχους της έχουν μελοποιήσει συνθέτες όπως οι Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Νίκος Χριστοδούλου, Λάκης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός, Δήμητρα Γαλάνη, Μιχάλης Καπούλας, Ευσταθία, Τάκης Μουσαφίρης, Διονύσης Τσακνής κ.ά.

Ως παραγωγός στην ΕΡΑ παρουσίασε διάφορες εκπομπές, όπως την φιλοζωική «Μου το’πε ένα πουλάκι», τη νυχτερινή «Το νυχτικό του πύργου» και την εκπομπή «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα».

Η Κριεζή έχει, επίσης, μεταφράσει και διασκευάσει διάφορα έργα με παιδικό περιεχόμενο (ιστορίες και τραγούδια), το οποία έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αιώρα και Άμμος. Ως συγγραφέας έχει συμμετοχή στο συλλογικό τόμο Λόγος για την Ύδρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), που περιλαμβάνει και ζωγραφικά έργα γνωστών καλλιτεχνών που συνδέονταν με το ιστορικό νησί (Παναγιώτη Τέτση, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Περικλή Βυζάντιου και Νίκου Νικολάου).

Εργογραφία Μαριανίνας Κριεζή

Μερικά από τα τραγούδια της που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, «Τα ήσυχα βράδια» της Αρλέτας, «Ένα λεπτό περιπτερά» του Στράτου Διονυσίου, το «Παραιτούμαι» της Δήμητρας Γαλάνη, το «Από πού τηλεφωνάς» των Λάκη Παπαδόπουλου και Μαργαρίτας Ζορμπαλά, το «Δεν έχω χρόνο» του Μιχάλη Χατζηγιάννη, το «Η ζωή είναι γυναίκα» της Ελένης Δήμου.


«Αποχαιρετώ μια από τις πιο σπουδαίες στιχουργούς που έβγαλε αυτή εδώ η χώρα. Μια από τις γυναίκες της ζωής μου που τόσο βοήθησαν για την εξέλιξή μου στο τραγούδι. Καλό ταξίδι ψυχή μου.Μαριανίνα Κριεζή η σπουδαία έφυγε».
Ελένη Δήμου


Η συνέντευξη της Μαριανίνας Κριεζή στον Ευθύμη Φιλίππου (2/5/2011):

Ήταν ακριβοθώρητη ακόμα και το ‘80, όταν από το μπλοκάκι της στιχουργικής της ξεπηδούσε η «Λιλιπούπολη», το «Σαμποτάζ», το «Τσάι Γιασεμιού». Αυτή είναι μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε στον Ευθύμη Φιλίππου, το καλοκαίρι του 2006 για τη στήλη Οι Αθηναίοι.

–  Γεννήθηκα στο Ψυχικό. Κάθε χειμώνα έπαιζα εκεί, και κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα. Όταν ήθελα να μιλήσω, για κάποιο λόγο μίλαγα µε ομοιοκαταληξίες. Ο πατέρας μου δεν με πήγε σε ψυχίατρο. Άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα και να μου βάζει Βάγκνερ. Εκεί οφείλεται και η απέχθειά μου για την κλασική μουσική. Μάλλον. Μου διάβαζε Μολιέρο κι όταν του έλεγα «Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τίποτα», Μου έλεγε «δεν πειράζει, αγάπη μου, άκου τη μουσική της γλώσσας».

–  Πήγα σχολείο στο δημόσιο του Ψυχικού, και μετά σε ένα ιδιωτικό. Η αλλαγή έγινε με αφορμή τη μετάθεση μιας πολύ αυστηρής δασκάλας, που οι γονείς μου την προτίμησαν για να με κάνει άνθρωπο.

–  Τα παιδικά μου χρόνια ήταν καλά. Αυτό τώρα για μένα λειτουργεί ως πηγή δύναμης. Μεγάλης δύναμης. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν έγινα γιατί –κάθε φορά που το ανέφερα– λιποθυμούσε η μάνα Μου. Ήταν να μπω τη χρονιά της Κάτιας Δανδουλάκη. Της Δανδουλάκη η μάνα προφανώς δεν λιποθυμούσε.

–  Πέρασα στη Φιλοσοφική, την οποία και παρακολούθησα δύο χρόνια. Δεν άντεξα παραπάνω. Συνέχισα στη Σχολή Καλών Τεχνών: σκηνογραφία. Η μάνα μου δεν αντέδρασε. Με συνήθισε. Ξέρεις, ο άνθρωπος από ένα σημείο και μετά συνηθίζει.

–  Έφυγα για το Παρίσι, όπου έκανα σχέδιο υφάσματος. Εκεί έκατσα περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν τρελάθηκα Με την πόλη. Δεν Μου ταίριαζε, Μάλλον. Ήταν γεμάτη σοβινιστές. Νομίζω πως αν είχα πάει στο Λονδίνο θα ήταν καλύτερα. Εκεί οι άνθρωποι πιστεύω ότι είναι πιο ευγενικοί επί της ουσίας.

–  Όταν γύρισα, ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γραφιστική – μέχρι που συνάντησα μπροστά μου το «Τρίτο Πρόγραμμα», κι έτσι άρχισε το ραδιόφωνο για μένα.

–  Παράλληλα έγραφα κάτι στιχάκια για μαγιονέζες, που άρεσαν μόνο στον μπαμπά μου και σε έναν άλλον, ο οποίος μίλησε για μένα στον Χατζιδάκι όταν ήμουν στο Παρίσι. Πριν απ’ αυτά έγραφα μπούρδες για τη λύπη και τα τραγικά αδιέξοδα. Αηδίες.

–  Κι ύστερα ήρθε η Λιλιπούπολη. Τελείως ερασιτεχνικά κι απρόσμενα. Για ένα χρόνο δουλεύαμε ασταμάτητα και τζάμπα. Μετά αρχίσαμε να πληρωνόμαστε, κι έτσι είχαμε λεφτά για ένα τσιγάρο στα τέσσερα. Παράλληλα, κάναμε κι όλη τη λάντζα του «Τρίτου». Το κρατάγαμε όλο μόνοι μας. Και κάναμε ό,τι θέλαμε, παίζαμε ό,τι θέλαμε, μας δώσανε δική μας ορχήστρα. Ξέρεις, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει στον Χατζιδάκι είναι τα παράθυρα που άνοιγε σε νέους ανθρώπους. Ήταν ταμένος σ’ αυτό το πράγμα.

–  Σήμερα σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα παίζουν play list. Αυτό είναι σαν να τσιμεντώνεις ρυάκια σε εποχή ανομβρίας. Είναι ένα τέρας. Κανείς δεν το καταλαβαίνει, αλλά είναι ένα μικρό τέρας. Αυτή η χώρα δεν εκφράζεται ελεύθερα πια. Δεν κατεβαίνει στους δρόμους. Την εμποδίζουν τα καγκελάκια του Αβραμόπουλου. Τη συγκρατούν στο πεζοδρόμιο.

–  Αυτή η χώρα δεν επιλέγει τι θέλει να ακούσει. Απλά ακούει. Και ντρέπομαι όταν πολλές φορές συνειδητοποιώ ότι ταυτίζομαι περισσότερο με ένα αγγλικό ποπ κομμάτι, παρά με ένα σύγχρονο ελληνικό. Η Ελλάδα πνίγεται στην εντεχνίλα. Σε τραγούδια που έχουν στίχους με λέξεις όπως Ισμήνη, καθρέφτης, χαντρούλα, ασβέστης, Παναγιά κ.ά. Δεν Μπορώ άλλο να ακούω την Παναγιά σε τραγούδια. Πρέπει πλέον να την αφήσουνε ήσυχη. Αυτά τα έγραφε ο Γκάτσος πριν από τριάντα χρόνια. Θέλω να γίνει λίγη φασαρία επιτέλους. Έστω και για λίγο. Πρέπει πλέον να καταλάβουνε ότι δεν υπάρχει φτηνή ποπ και ακριβό έντεχνο. Πρέπει να καταλάβουνε ότι η μάζα, όσο κακόγουστη κι αν είναι, το καινούργιο θα το δεχτεί. Όπως δέχτηκε η κακόγουστη μάζα του ’70 τον Σαββόπουλο.

–  Η Λιλιπούπολη ήταν ένα άλλοθι. Τίποτε περισσότερο. Τα περισσότερα τραγούδια –και απολύτως κανένα κείμενο από αυτά που περιείχε– δεν ήταν για παιδιά. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με χιτάκια. Μεγαλώνουν χωρίς να απαιτούν από το τραγούδι αίσθημα. Γιατί δεν ξέρουν ότι ένα τραγούδι μπορεί να τους κάνει να κλάψουν και να γελάσουν. Θέλουν τα τραγούδια να τους κινούν, ενώ κανονικά πρέπει να τους συγκινούν. Κι από την άλλη, τη στιγμή που δεν υπάρχουν σημερινά παιδικά τραγούδια τι να τραγουδήσει το παιδί στο προαύλιο του σχολείου; Εις το βουνό ψηλά εκεί / είν’ εκκλησιά ερημική; Ποιο βουνό και ποια εκκλησιά;

–  Σπίτι, ακούω πολύ ξένο ρεπερτόριο – αν και στο ραδιόφωνο δεν παίζω πολύ ξένο, γιατί δεν το ξέρω καλά. Και ντρέπομαι. Ο Μάρκες έλεγε ότι από πολύ νωρίς καταλάβαμε πως υπάρχουν πολύ νεότεροι άνθρωποι από εμάς που κάνουν αυτό που κάνουμε εμείς πολύ καλύτερα. Αυτό το βλέπω συνεχώς μπροστά μου. Ένας ωραίος στίχος που άκουσα τελευταία είναι από τις «100 Μικρές ανάσες». Λέει, αν δεν μπορείς να μου μιλήσεις αλλιώς, στείλε μου τουλάχιστον μηνύΜατα σιωπής, κι εγώ θα τα λάβω. Ή ο στίχος «δεν χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο». Έκλεισαν σπίτια αυτά τα λόγια.

–  Από όλα τα τραγούδια του κόσμου, αυτό που με συγκλονίζει κάθε φορά που το ακούω είναι ένα τραγούδι της ξενιτιάς από τη Νότια Ιταλία, όπου ελληνικές λέξεις ξεπετάγονται ανάμεσα σε ιταλικές σαν ένα φεγγάρι που βγαίνει από τα σύννεφα και ξανακρύβεται, σαν μια γλώσσα που χάνεται και ξαναβρίσκεται. Είναι σπαρακτικό αυτό το τραγούδι.

–  Από τα ελληνικά λατρεύω το «Καινούργια τώρα ζωή» με τη Μοσχολιού. Αυτό γράφτηκε για το τέλος του πολέμου. Δεν το αντέχω. Με ταράζει κάθε φορά που τ’ ακούω. Το πιο αβάσταχτο ελληνικό τραγούδι. Και το «Ερωτικό» του Αλκαίου. Αυτοί οι στίχοι που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά μιλάνε για όλους. Είναι κάτι τραγούδια που νομίζεις ότι δεν τα έχει γράψει κανείς, ότι στέκονται μόνα τους στη μέση του δωματίου, αυτόνομα και στέρεα.

–  Σε μπαρ δεν πάω πια. Δεν οδηγώ κιόλας. Ο δάσκαλος της οδήγησης με πέταξε στη μέση του δρόΜου. Μου είπε πως αδιαφορούσα.

–  Πηγαίνω συχνά στο “Friday’s” της Κηφισιάς. Εκεί κάνουν τις καλύτερες μαργαρίτες. Και στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη ή στο “Petit Fleur” του Χαλανδρίου. Και στο “Rosebud”, στο Κολωνάκι, αν και σιχαίνομαι το Κολωνάκι. Διακοπές κάνω στο Πήλιο. Έχει ενέργεια, έχει δέντρα Με τεράστιους κορμούς, καταπληκτικό τσίπουρο. Καταλαβαίνεις αμέσως μόλις φτάνεις για ποιο λόγο ζούσαν νεράιδες εκεί.

–  Γράφω ακόμα. Το κακό είναι ότι μετά δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά που γράφω. Όταν έκανα τη Σερενάτα, με φωνάζανε και μου ζητάγανε να γράψω κάτι σαν τη Σερενάτα. Δηλαδή να γράψω για μια αγελάδα, Μια καμηλοπάρδαλη ή κάποιο άλλο μέλος του ζωικού βασιλείου. Και με το γκάου πώς να τα βάλεις;

–  Δεν ξέρω.

–  Ούτε εγώ.

Πηγή της συνέντευξης


Μια αδημοσίευτη επιστολή της 14χρονης Μαριανίνας Κριεζή στον Γιώργο Σεφέρη

Ο συγγραφέας Άκης Γαβριηλίδης έδωσε στη δημοσιότητα, στη μνήμη της πολυαγαπημένης στιχουργού που μας άφησε την Κυριακή 6 Φεβρουαρίου, ένα αναπάντεχο εύρημα το οποίο είχε ανακαλύψει κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τη συγγραφή του βιβλίου για τον «Ασιάτη Σεφέρη». Πρόκειται για ένα γράμμα που είχε στείλει η 14χρονη τότε Μαριανίνα Κριεζή στον σπουδαίο Έλληνα ποιητή, αποκαλυπτικό της ευαισθησίας, της τρυφερότητας, της καλλιέργειας αλλά και της ποιητικής φλέβας της.

του Άκη Γαβριηλίδη

«Πριν από λίγα χρόνια, στο πλαίσιο της έρευνάς μου για τον Ασιάτη Σεφέρη, είχα επισκεφθεί κάποιες φορές και τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα, ώστε να συμβουλευθώ το αρχείο του ποιητή που βρίσκεται εκεί. Σε μία από αυτές τις επισκέψεις, με έκπληξη διαπίστωσα ότι μέσα στην αλληλογραφία του υπήρχε και μία επιστολή σταλμένη από μία δεκατετράχρονη μαθήτρια ονόματι Μαριανίνα Κριεζή. Εξ όσων γνωρίζω, η επιστολή αυτή δεν είναι μέχρι τώρα δημοσιευμένη πουθενά. Μολονότι το εύρημα αυτό δεν ταίριαζε με όσα έψαχνα εγώ, την αντέγραψα με τη σκέψη ότι ίσως κάποτε προκύψει κάποια ευκαιρία να αξιοποιηθεί. Δεν φανταζόμουν τότε ότι δυστυχώς η ευκαιρία επρόκειτο να είναι ο θάνατος της Μαριανίνας και ότι θα προέκυπτε τόσο σύντομα. Την δημοσιεύω λοιπόν στη μνήμη της».

Μ. Κριεζή

Χλόης 5, Ψυχικό

Αθήνα

Ελλάς.

20 Ιανουαρίου 1961.

Αγαπητέ μου κε Σεφέρη,

Σας στέλνω το πρώτο μου μικρό βιβλίο με σχήματα και ρυθμούς από τη ζωή μου, σαν πρόφαση να σας μιλήσω όχι για θαυμασμό, μα για ευγνωμοσύνη. Έμαθα την ποίηση από επιγραμματικές σας ή συνεχόμενες εξωτερικεύσεις, από εξωτερικεύσεις που μου δόθηκαν με τόσην απαλότητα, με τόση εμπιστοσύνη _ πήρα για πρώτη μου φορά στα χέρια την ποίηση που καταργεί και την παραμικρότερη τεχνική και γίνεται σφυγμός ψυχής. Και το τέλεια αληθινό δεν σηκώνει κριτική, δεν σηκώνει κατάφαση, μόνο πολλή αγάπη. Τι παράξενο, να στέκεται ένας άνθρωπος γυμνός πάνω σε μια πέτρα· θα πρέπει ν’ αγαπάτε πολύ τους ανθρώπους, να μη σας έχουν απογοητεύσει ποτέ. Η αληθινή ομορφιά είναι η απίστευτα κι’ ανεύρετα ειλικρινής προσφορά – και δεν έχω να σας πω παρά ένα το ίδιο ειλικρινές «Ευχαριστώ».

Όμως, είναι κρίμα να μένετε στο Λονδίνο. Ο μπαμπάς, όποτε πηγαίνει για τις δουλειές του γυρίζει με θλιμμένο ύφος και λίγο εξαϋλωμένος. Κάνει κι’ αδεξιότητες είναι αλήθεια – ας πούμε, πάει στο Κινέζικο εστιατόριο και τρώει λουλούδια. Μα … ο καιρός … θα σας λείπει τόσο το κλίμα μας, το χρώμα, ο χαρακτήρας, ο ουρανός μας – προπαντός αυτός! Όταν γυρίσετε για λίγες ημέρες, πρέπει να πάτε στην Ύδρα. Θα γεμίση η ομπρέλλα σας Ελλάδα για πολύν καιρό. Είναι πατρίδα μου η Ύδρα. Έχουμε ένα μεγάλο σπίτι εκεί με στέρνα και χελιδονοφωλιές, που βλέπει στη θάλασσα.

Είμαι δεκατεσσάρων χρονών τώρα. Έχω τους γονείς μου, ένα χρυσόψαρο τον Εδουάρδο, ένα ποδήλατο και καλά βιβλία. Το γατάκι μου πέθανε. Σε μερικές μέρες έχω και διαγωνισμούς. Πάω στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων Ελληνικού όπου συννεφιάζω απ’ τ’ αγγλικά και το θόρυβο των αεροπλάνων. Ξέρω αρκετά γαλλικά και ζωγραφίζω πού και πού, αγαπώ το θέατρο, τα γλυκά και το Μόζαρτ, μα στα μαθήματα δεν είμαι σπουδαία.

Όνειρό μου είναι ν’ αποχτήσω ένα ποίημά σας σε χειρόγραφό σας, να το κρεμάσω απέναντι στο κρεββάτι μου και να το βλέπω κάθε πρωί. Θάναι μια από τις μεγάλες χαρές της ζωής μου.

Με την αγάπη μου

Μαριανίνα

(απόκειται στο αρχείο Σεφέρη, στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Φάκελος 37, υποφάκελος 6).

Πηγή: Άκης Γαβριηλίδης



Επιμέλεια δημοσίευσης Ευμορφία Καλύβα