Ο αυτοδημιούργητος
(διήγημα σαρκαστικό)

Καλό παιδί ο Στράτος αλλά άτυχο. Χάθηκε, δηλαδή, να γεννηθεί κι αυτός σ’ ένα Λονδίνο, σε μια Νέα Υόρκη από πατέρα εφοπλιστή; Παρά πήγε και γεννήθηκε στον Φράγκο, ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας, από πατέρα γιδοβοσκό και μάνα που ‘λιωνε καθημερινά στα χωράφια και στα ζωντανά. Κι όλη αυτή η ταλαιπώρια, ολοχρονίς, για ένα κομμάτι ψωμί.

Είπε κι αυτός να πάρει την τύχη στα χέρια του. Τι στον κόρακα; Τόσοι και τόσοι τα καταφέρανε. Αυτός δεν θα…

Σαν τέλειωσε το δημοτικό, άλλα γράμματα δεν ήθελε -φτάνουν και περισσεύουν- πήρε την ευχή των γονιών του, πήρε και κάτι ψιλά στην τσέπη που χρόνια τα μάζευε σπυρί σπυρί απ’ τα μικροθελήματα και με δυο παπούτσια πάνινα, που λέει ο λόγος, βουρ για το Μεγάλο Χωριό, την Αθήνα.

Ξύπνιος ήτανε, καπάτσος ήτανε, σβέλτος στο ξεσήκωμα της κομπίνας ήτανε, το λέγανε όλοι στο χωριό, δε μπορεί, κάτι θα έβρισκε να κάνει, σε κάποια καλή τρύπα θα ‘χωνε κι αυτός το κεφάλι του.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν γοργά˙ μαζί και τα ψιλά του. Για δουλειά ούτε λόγος. Όλες οι πόρτες κλειστές, θεόκλειστες. Μικρός, χωριατόπαιδο, άσχετος. Ζορίστηκε. Χάλασε κι ο καιρός, αγρίεψε το ξεροβόρι, τον θέρισε η πείνα, του κοπήκανε τα ήπατα. Νυχτώθηκε στο δρόμο, άφραγκος και άστεγος. Βρήκε ένα απόμερο παγκάκι, κούρνιασε και περίμενε καρτερικά να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του…

Ώρα δωδεκάμισι το βράδυ. Ο κυρ Κώστας, ιδιοκτήτης του ψητοπωλείου «Η Βοσκοπούλα», προς τιμή της μοναχοκόρης του Φανής, κατέβασε ρολά, κλείδωσε τα λουκέτα του μαγαζιού και με την είσπραξη της μέρας στην τσέπη, διόλου ευκαταφρόνητη, πήρε το δρόμο για το σπίτι. Πέντε τετράγωνα πιο κει˙ ένα τσιγάρο δρόμος.

Στο μικρό πάρκο είδε ζουργωμένο τον Στράτο στο ξύλινο παγκάκι. Τον λυπήθηκε. Πλησίασε. Τον σκούντηξε. Ξύπνησε˙ μαύρος ύπνος, αλαφιασμένος. Η ιστορία του με πέντε λόγια˙ δεν είχε και πιο πολλά να πει, τον συγκίνησε. Ξανάνοιξε το μαγαζί. Του ‘βαλε να φάει, πάντα κάτι μένει, στυλώθηκε, λίγδωσε τ’ άντερό του. Τον πήγε στη σοφίτα. Ένα κρεβάτι ζεστό, σουβλακίλα και των γονέων. 

– Καληνύχτα. Θα τα πούμε αύριο το πρωί. 

Ξανακλείδωσε. Ξαναπήρε τον δρόμο για το σπίτι με ήσυχη συνείδηση.

Η κυρα-Μαρίκα, γυναίκα θεοσεβούμενη, λιγομίλητη και υποτακτική, άκουσε και δάκρυσε.

– Να το συντρέξεις το βαριόμοιρο. Ο Θεός μας το ‘στειλε. Απ’ τον Θεό θα το ‘βρεις! (Θα δείξει…)

– Καλά. Κοιμήσου τώρα, μουρμούρισε ο κυρ Κώστας, ψόφιος απ’ την κούραση, και γύρισε πλευρό. Σε λίγο το ροχαλητό του αντανακλούσε αδιάκοπα σ’ όλους τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας.

Από το άλλο πρωί ο Στράτος βρήκε δουλειά. Βοηθός γενικών καθηκόντων. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, καθάρισμα τραπεζιών και στη λάντζα άμα χρειαστεί. Τζάμπα φαΐ, τζάμπα ύπνος, μεροκάματο και ένσημο στο ΙΚΑ. Μπερεκετλής και τίμιος άνθρωπος ο κυρ Κώστας, από κοντά κι η κυρα-Μαρίκα :

– Μην τ’ αδικήσεις το παλληκάρι!

Γιατί ο Στράτος, το πιστό σκυλί του μαγαζιού, έγινε πια παλληκάρι στα τρία χρόνια που κράτησε αυτό το βιολί. Ψηλός, γεροδεμένος, με κάτι μάτια σκέτο σπίρτο, που είχανε αρχίσει να βάζουνε φωτιά στην καρδιά και στο κορμί της Φανής. Ένα χρόνο μικρότερή του ήταν και πρώτη μαθήτρια στο σχολείο και όλο και πιο συχνά μπαινόβγαινε στο ψητοπωλείο δι’ ασήμαντον αφορμήν˙ άλλοτε για ένα πεταχτό φιλί στον πατέρα της, άλλοτε για μια δήθεν υπενθύμιση από τη μητέρα της, άλλοτε χωρίς κανένα λόγο. Μα πάντα η τελευταία ματιά της πριν περάσει την εξώπορτα ήταν στον Στράτο, που της είχε πάρει τα μυαλά. 

Στο μεταξύ ο Στράτος πήρε προαγωγή˙ αρχικά σερβιτόρος, λίγο αργότερα αρχισερβιτόρος. Δουλειά πολλή, δόξα τω Θεώ, κι όλη την είχε μάθει απ’ την αρχή ως το τέλος, έκοβε και το μάτι και η γκλάβα του. 

Ενθουσιάστηκε ο κυρ Κώστας, ο αγαθός ο άνθρωπος, τον άφηνε και στο πόδι του. Νάτος ο λεβέντης ο καραμπουζουκλής που άρχισε και τις διαταγές. Πρώτα στους σερβιτόρους :

– Πιο σβέλτα τα ψητά στο τρία!

– Τις πατάτες στο εφτά πριν κρυώσουν!

– Πάρ’ τα πόδια σου, αλλιώς…

Μετά στη μαγείρισσα, γιατί κάθε σουβλατζίδικο που σέβεται την πελατεία του έχει και το μαγειρευτό του :

– Πιο ψιλή τη φέτα στη σαλάτα! Λιγότερο λάδι! Θα φαλιρίσουμε!

– Λιγότερη σάλτσα στη μακαρονάδα˙ δεν τρώνε στο σπίτι τους!

– Λιγότερο σκόρδο στο τζατζίκι˙ δεν είναι σκορδαλιά!

Τέλος στον ψήστη, που πολύ θα ήθελε να τον διαολοστείλει, αλλά είχε τρία παιδιά να μεγαλώσει και δάγκωνε τη γλώσσα του :

– Τα έκαψες τα παϊδάκια. Κόκαλα μείναμε!

– Αρπάξανε απ’ έξω τα μπιφτέκια˙ άψητα είναι από μέσα!

– Παραψήθηκε το κοντοσούβλι. Τράβα το απ’ τη φωτιά!

Κι όπως έψηνε τον ψήστη, έψησε… και τη Φανή. Από δω την είχε, από κει την είχε, της καλάρεσε η ιδέα, ήρθε ο έρως. Σφοδρός, έτσι είναι τα νιάτα, κεραυνοβόλος, έτσι συμβαίνει συνήθως, ονειροπόλος, το αλατοπίπερο της ζωής. Αναστενάξανε τα ντουβάρια της «Βοσκοπούλας», καθόσον ο Στράτος ήτανε και ο  κλειδοκράτορας του μαγαζιού εξαιτίας της σοφίτας, που εξακολουθούσε να είναι το νυχτερινό του καταφύγιο. Τώρα, όμως, είχε γίνει και η ερωτική φωλιά του παράνομου ζευγαριού. 

Όλα αυτά βεβαίως κάτω από τη μύτη του κυρ Κώστα.

– Μην το μάθει ο μπαμπάς! 

Ο ενδιαφερόμενος το μαθαίνει πάντα τελευταίος˙ και με τις ευλογίες και τις πλάτες, ως συνήθως, της κυρα-Μαρίκας. 

– Καλό παλληκάρι, δουλευταράς, όμορφος, να προσέχετε όμως…

Πέρασαν ακόμα τρία χρόνια που πρόσεχαν (κάτι περίεργο τρέχει με τις τριετίες), τέλειωσε η Φανή το λύκειο, έδωσε και πανελλαδικές εξετάσεις, βγήκαν τ’ αποτελέσματα, πέρασε στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, όλα καλά και χαρωπά. Μαζί μ’ αυτά όμως, βγήκαν και κάποια άλλα αποτελέσματα, ιατρικής φύσης, που βεβαίωναν ότι η Φανή πέρασε μεν, έμεινε έγκυος δε. 

Φωτιά στα μπατζάκια μας! Το έμαθε, αναγκαστικά, και ο κυρ Κώστας, φύσαγε, ξεφύσαγε, το έφαγε αμάσητο. Στο κάτω κάτω, άλλο παιδί δεν είχε, γιο ν’ αφήσει την επιχείρηση δεν είχε, στη δούλεψή του τόσα χρόνια τον είχε˙ αλλιώς το φανταζότανε, ας είναι…

Γάμος ενόψει. Προετοιμασίες να προλάβουν πριν τα γεννητούρια – τι θα πει ο κόσμος˙ ο κόσμος πάντα βρίσκει κάτι να πει.

– Πού θα μείνουν τα παιδιά;

– Μαζί μας!

– Δε σφάξανε!

Βαθιά το χέρι στην τσέπη. Τεσσάρι ρετιρέ κοντά στο πατρικό. Για να φροντίζει η γιαγιά το παιδί. Αμάθητη η Φανή – μόνο το «άλλο» ήξερε καλά. Γενναία αύξηση μισθού στον γαμπρό, έχει οικογένεια να θρέψει τώρα πια.

Εκεί απάνω έσκασε η επόμενη βόμβα. Πανεπιστήμιο τέλος, πριν καν ξεκινήσει. Διότι η Φανή έχει και δική της οικογένεια τώρα. Ύψωσε ανάστημα ο «οικογενειάρχης» και πέρασε το δικό του. Όχι, παίζουμε!

Με τούτα και με κείνα κύλησε ο χρόνος κι ούτε που καταλάβανε πως ο γάμος θα γινόταν ίσα ίσα πριν το μαιευτήριο. Ήρθαν και τα συμπεθέρια στην Αθήνα, ο γιδοβοσκός και η Δήμαινα, να γνωρίσουν τη νύφη τους, να δουν και το εγγόνι τους. Πρώτη φορά στην Αθήνα και τελευταία, αφού δεν ξανάφυγαν ποτέ πια. Πάτησε πόδι ο γαμπρός, «όλοι χωράμε, τεράστιο είναι το σπίτι» (μάλλον η σύγκριση έγινε με τη σοφίτα), άλλο ένα χωνεμένο αμάσητο.

Γιος! Και το όνομα αυτού, φυσικά, Δήμος! Έτσι το έχουμε στο χωριό μας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ε, τι να κάνουμε, γιος είναι αυτός, ας περιμένουμε το επόμενο. Ό,τι και να ‘ναι, ή Κωστάκης ή Μαρικάκι.

Κάπου εκεί ανάμεσα η μαμά Πατρίδα θυμήθηκε ότι ο Στράτος όφειλε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Ώρα που διάλεξε… καθώς η κοιλιά της Φανής ξαναφούσκωνε και ο πατέρας «μετετέθη εις την παραμεθόριον». Τζάμπα πήγαν τα τραπεζώματα στο βουλευτή και τα κοψίδια στους παρατρεχάμενους. Στο λαιμό να τους καθίσουν!

Κι ο κυρ Κώστας, τώρα στα γεράματα, με πατίνια στα πόδια για να τρέχει να τους ταΐζει όλους, μικρούς και μεγάλους. Με το κεφάλι χαμηλά και την πίεση στα ύψη. Μόνο το βράδυ, που επέστρεφε αποκαμωμένος στο σπίτι, έβριζε τα μυαλά των γυναικών με όσα κοσμητικά επίθετα γνώριζε, την ώρα που η κυρα-Μαρίκα σταυροκοπιόταν και του ‘λεγε :

– Μη σεκλετίζεσαι, άντρα μου. Θα ‘ρθει το δεύτερο και θα δεις. Όλα θα φτιάξουν…

Ήρθε και το δεύτερο. Ήρθε και ο πατέρας από την παραμεθόριο με 48ωρη άδεια.

– Να σας ζήσει! Κορίτσι!

Και το όνομα αυτής; Γεωργία! Έτσι μάθαμε και το βαφτιστικό όνομα της Δήμαινας. Γιατί έτσι το έχουμε στο χωριό μας. Τα δύο πρώτα παιδιά είναι του άντρα. Είπε και ελάλησε ο πατέρας και κανείς δεν πρόλαβε να ρωτήσει «κι άμα δεν κάνετε άλλο, τι γίνεται;». Γιατί ο Στράτος πήρε το πρώτο αεροπλάνο και επέστρεψε στη μονάδα του.

Ξανά στο γκιζντάνι ο κυρ Κώστας, χαμάλης της οικογένειας, έδωσε τόπο στην οργή -τι άλλο να κάνει- και περίμενε ν’ απολυθεί ο μακαντάσης που του ΄τυχε, μπας και πάρει ανάσα. Κι η πίεση ολοένα ν’ ανεβαίνει σαν στροφόμετρο αγωνιστικού αυτοκινήτου.

Επέστρεψε ο Στράτος. Δόξα Σοι ο Θεός! Ανέλαβε την επιχείρηση. Στρογγυλοκάθισε στο ταμείο και επέβλεπε τους πάντες και τα πάντα˙ από τα φράγκα μέχρι… τον κυρ Κώστα, που τώρα σερβίριζε τους πελάτες λόγω μείωσης προσωπικού. Έχει έξοδα η οικογένεια, δε χρειάζεται η πολυκοσμία.

Έξοδο μεγάλο είναι και το αυτοκίνητο που πρέπει να χωρέσει τους γονείς, τα δυο παιδιά και τους παππούδες τους. Ο Κώστας και η Μαρίκα πάλι στην απ’ έξω˙ ε, δε χωράμε όλοι, νταλίκα θ’ αγοράσουμε; Μια άλλη φορά. Αλλά αυτή η άλλη φορά δεν ήρθε ποτέ.

Ήρθε όμως η ώρα των αποφάσεων. Και ο Στράτος είχε πάρει την απόφασή του, όπως πάντα. Γαμπρός και πεθερός μόνοι, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού.

– Εγώ, βλέπεις…! (σκόπιμη παύση) Από παιδί σου δουλεύω (και σε δουλεύω)… παντρεύτηκα την κόρη σου (ας όψεται)… της έκανα και δυο παιδιά (σαν χάρη ακούστηκε)… την έχω κυρά κι αρχόντισσα (με τα λεφτά σου).. ενώ εσύ…

– Τι, εγώ; Έχεις παράπονο; πρόλαβε να αρθρώσει.

– Όχι, δε λέω αυτό, ίσα ίσα, και με το παραπάνω (α, νόμιζα), αλλά να… μεγάλος άνθρωπος είσαι… αύριο μεθαύριο, κούφια η ώρα (μπα, που να φας τη γλώσσα σου)… ξέρεις πόσα χρήματα θα μου φάει η εφορία για να περάσω την επιχείρηση στ’ όνομά μου; (πες το, χρυσόστομε!)… κι έχω ολόκληρη οικογένεια πίσω μου… γι’ αυτό λέω…

– Τι λες;

– Αυτό που κατάλαβες. Τα μιλήσαμε με τη Φανή και είναι απολύτως σύμφωνη! (Κι εσύ, Βρούτε!!!)

– Δε γίνεται. Κι εμένα τι θα μου μείνει;

– Μα όλα δικά σου… δικά μας θα είναι πάλι.

Τώρα προκόψαμε, ήθελε να πει, μα δεν το είπε. Σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη, βγήκε έξω, άναψε τσιγάρο. Απαγορεύεται, κύριε Κώστα, του είχε πει ο γιατρός. Άντε να κουρεύεσαι και συ, είπε μέσα του. Βλαστήμησε την τύχη του και την κακιά την ώρα. Αχ, εκείνη η μαύρη ώρα, εκείνο το μαύρο βράδυ. «Ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος» είχε διαβάσει κάπου. Τι σημασία είχε πλέον;

Σημασία είχε που δεν έβρισκε πουθενά το δίκιο του και την ησυχία του. Μάνα και κόρη κόμμα. Γαμπρός και πεθερικά, στα μουλωχτά, από κοντά. Πλειοψηφία. Ελάτε έξυπνοι να φάτε του κουτού το βιος. Είδε κι αποείδε˙ συμφώνησε.

Ο λογιστής εργάστηκε πυρετωδώς. Οι εφοριακοί έλεγξαν εξονυχιστικά την επιχείρηση και τα βρήκαν όλα εντάξει˙ τέτοια ατυχία. Μάλλον βοήθησε και λίγο γράσο απ’ το γαμπρό, αλλά μέσα στη σκοτούρα του ούτε που το πήρε μυρωδιά ο κυρ Κώστας. Ο συμβολαιογράφος ετοίμασε τα σχετικά έγγραφα της μεταβίβασης του ακίνητου (ιδιόκτητο το μαγαζί). Ο Στράτος περιχαρής. Επιτέλους, αφεντικό! Ο κυρ Κώστας σύρθηκε ως εκεί για την τελευταία υπογραφή. Την έβαλε!

Άφησε κάτω το στυλό, έγειρε ξέπνοος στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια και είπε :

– Ησύχασα πια!

Και δεν τα ξανάνοιξε. Ποτέ πια!

Ο Στράτος φρόντισε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Η τελετή στην ενορία της γειτονιάς και με δεσπότη παρακαλώ. Η μεταφορά των φίλων, γνωστών και συγγενών στο κοιμητήριο με δικά του έξοδα. Τα στεφάνια όλα με κόκκινα τριαντάφυλλα και λευκές κορδέλες. Επιστροφή στο κατάστημα για την καθιερωμένη ψαρόσουπα. Όλα άψογα. Θεός σχωρέσ’ τον!

Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, ο Στράτος άλλαζε την επιγραφή του ψητοπωλείου : «Ο Ωραίος Φράγκος». Και από κάτω, με μεγάλα γράμματα : Στράτος Δ… & Υιός. Μέρες τώρα την είχε παραγγείλει. Λεπτό δεν άφησε να πάει χαμένο.

Η κυρία Λουκία με τον δεκαπεντάχρονο γιο της, τον Λευτεράκη, πελάτισσα τακτική, έτυχε εκείνη την ώρα να περνά απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Σταμάτησε και τον συλλυπήθηκε μ’ ένα νεύμα από μακριά. Της ανταπέδωσε ευγενικά το χαιρετισμό.

Λίγο πιο κάτω, η κυρία Λουκία συμβούλευε τον γιο της :

– Τον βλέπεις τον κύριο Στράτο; Από παιδί στη βιοπάλη! Αυτοδημιούργητος! Έτσι να γίνεις και συ!… 

Δημήτρης Φιλελές

Το διήγημα δημοσιεύθηκε στον ετήσιο τόμο της “Νέας Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς” για το έτος 2022

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία