«Ο δρόμος προς την Κόλαση»

Κάποτε ξέπεσα εδώ.

Ένας τόπος γεμάτος πρόσωπα ξεφλουδισμένα

και μισοφαγωμένες υποθήκες κακοποιημένων ελπίδων.

Κραυγές παγωμένες ανεβαίνουν απ’ το έδαφος και σπάνε.

Οι φυσαλίδες των νεκρών. Κάρβουνο και θειάφι.

Ο ήλιος κάηκε.

Τα σύννεφα γίνηκαν κόκκινα.

Ύστερα πάγωσαν και έσπασαν στη γη σε χίλια μοιρολόγια.

Τα μάτια γυρνούν προς τα μέσα,

μα δεν βρίσκουν φως να κρατηθούν κι αδειάζουν.

Τα σώματα ζητούν δικαίωση στο θάνατο.

Ένα μαύρο πέπλο, σκληρό σαν πνιγμός,

κρατά την αποφορά χαμηλά, πιο χαμηλά κι απ’ την αναπνοή.

Τα παιδιά γεννιούνται γερασμένα

και το γάλα απ’ τα στήθη των μανάδων είναι μαύρο.

Στους δρόμους ύαινες και φίδια τριγυρνούν

και το έδαφος μοιάζει με βούρκο, έτοιμο να σε καταπιεί.

Ηφαίστειο ματαιότητας.

Η θάλασσα ξεβράζει πτώματα παραμυθιών                             

και ειδώλια παλαιών θεών επάνω της επιπλέουν.

Που πήγε η ελπίδα;

Οι φωτογραφίες μιας κάποιας παλιάς ευτυχίας,                     

όλες κάηκαν!

Αυτό ανάφλεξη.

Σε τελετές θανάτων συνευρίσκονται μόνον οι άνθρωποι, 

μα ποτέ δεν κοιτάζονται.

Δεν υπάρχει τίποτα πια να δουν ο ένας στον άλλο.

Η ξεγνοιασιά του πρώτου φωτός τρελάθηκε                            

και κλείστηκε σε ίδρυμα ανιάτων.

Τα φωτοστέφανα των αγίων σκοτείνιασαν

κι όσο φως στους δρόμους απέμεινε, φυλακίστηκε άνευ αναστολής.

Ετούτος ο τόπος είναι η πίσω,                                            

σκοτεινή πλευρά του νομίσματος που λέγεται παράδεισος.

Για να τον ανακαλύψει ο άνθρωπος,

πρέπει την ελπίδα από μέσα του για πάντα να στραγγίξει

και με κόκκινο από τα σωθικά του

εκ νέου να χαράξει τον δρόμο.

Μα για να πιστέψει κανείς στην κόλαση,

πρέπει να βεβαιωθεί πρώτα πως ο παράδεισος υπάρχει

και με συνείδηση την πλάτη να του γυρίσει.

Ειδάλλως, υπάρχει ελπίδα!

Βασίλης Κοκκώνης

 

Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφία