“Περί της μάχης της Πέτρας 12 Σεπεμβρίου 1829” του Κωνσταντίνου Μπαϊρακτάρη

Η μάχη της Πέτρας 12 Σεπεμβρίου 1829 , θεωρείται η τελευταία μάχη του αγώνα.

Το ύπερθεν της Αυλίδος τείχος και των Σειρήνων τα φτερά

Στα χρόνια τα αγλαϊνά…

Ως άτομο με βαθεία περιβαλλοντική, ιστορική και πολιτιστική συνείδηση θλίβομαι σαν βλέπω τόπους ιδιαίτερου αισθητικού κάλλους, με πλουσιότατο αρχαιολογικό απόθεμα, συνταυτισμένους με την ιστορική εξέλιξη και πορεία του Γένους των Ελλήνων.

Κι αυτό πήρε να συμβεί με άνεμους ούριους, τότε… Τότε, που τους ταπεινούς ετούτους ευρίπειους τόπους αφετηρία τους είχαν για τις μεγάλες εξόδους της φυλής: πλεύσεις για την χρυσοφόρα Κολχίδα, εκστρατεία για την κατάκτηση της κλείδας του Ελλησπόντου, την οποία ένα Ίλιον και μία Τροία δυναμικά κάποτε κρατούσαν. Κι από κοντά, εφαλτήριο των Ευβοέων για τη Χαλκιδική, την πέραν του Αιγαίου ιώνεια γη, την κατά την Εσπερία Ιταλιώτιδα να κατοικίσουν χώρα, πλούτη πνευματικά να τους χαρίσουνε εκεί και πίσω στη μητρόπολη γεμάτοι μ’ αγαθά και με πιο πλούσιά τους την καρδιά να επιστρέψουν λίγο!

Και αυτά εγίνοντο στον ίσκιο ή την ματιά του ύπερθεν της Αυλίδος τείχους, που ’χε  στα πόδια του ιερά, τριήρεις, οίκους με αρμονία και χαρά κι ανθρώπους με σέβας στο καλό, στην ομορφιά, μα σήμερα στον ίδιο τόπο σαν απ’ αγνάντι κοιτάξεις δυτικά κάπου στα βάθη μακριά χάσκουνε των άμουσων γεννητριών τα σίδηρου φτερά, που ήχους καλούς σαν των Σειρήνων των παλαιών καιρών δεν βγάνουνε, δεν στέλνουνε ανάσες σαν κι αυτές καλλίεπες, λυγίφωνες, μεθυστικές, που των ερετών γινόντουσαν ερωτικές αρπάγες κι εκεί τους κράταγαν για οίστρους και χορούς!…

Τώρα ετούτα τα γιγάντια του σίδηρου φτερά, που παίρνουνε του άνεμου τη σερμαγιά και ρεύματα γεννούνε πληγώνουν και βαθιά τη γη, την ομορφιά, τη ζήση… Πληγώνουν τη φύση κι από κοντά τα παλαιών ανθρώπων τα έργα τα λαμπρά, που απ’ τους καιρούς και τα μιαρά τα χέρια λειψά έχουνε μείνει, φαίνεται πως σύντομα κι αυτά μια σκόνη θα ’χουν γίνει…  Και δε μιλούν τα έρμα, δε λαλούν, δεν έχουν ανάκαρα μια… βαχ να εκτινάξουν!…

Και θέλουν τέτοια να υψώσουν νια σιμά στο ύπερθεν της Αυλιδείας Αρτέμιδας το ιστορικό το τείχος, που φαίνεται το διάβηκαν Αχιλλείς, Αγαμέμνοι, Δημήτριοι Πολιορκητές, Φίλιπποι και άλλοι ευκλεείς, αλλά και βάρβαροι Σύλλες, Σλάβοι, Τούρκοι το πάτησαν και θέλησαν φυλάκη τους να το ’χουν, παρατηρητήριο ή κι ορμητήριο με σπάθες, γιαταγάνια…

 

Και να ’σου Μωαμέθοι…

Σε αυτόν, λοιπόν, τον αμφιθέατο τόπο, στα 1458 (πέντε έτη μετά την άλωση της Πόλης της Μεγάλης)  ο αρχιδήμιος των Ελλήνων Μωάμεθ Β΄ με 1.000 ιππείς συνοδούς του, στάθηκε για ανάσα και κατόπτευση του οχυρού Negroponte, σημείωσε τα μέρη που πρέπει να έχει υπόψη του σε μελλοντική του καταστροφική δράση, έστειλε στους Ενετούς κυριάρχους βουλή για να τον δεχτούν στο περίφημο κάστρο της αγλαϊνής Χαλκίδος, αυτοί είτε από αβροφροσύνη είτε από φόβο άνοιξαν τις πύλες και τον κέρασαν αμβροσίες και γνώση της έσω δομής του ακατάλυτου οχυρού. Αφού τον τραπέζωσαν, όπως θα έκαναν σε κάθε επίσημο επισκέπτη, ο σαρικοφόρος Ανατολίτης απήλθε, δια του Ανηφορίτου, πάλι προς Θήβα τράβηξε (απ’ όπου είχε περάσει) και κείθε για Λεβάδεια, Σαλονίνη, Καβάλα, Αδριανούπολη, στη σκλαβωμένη Βασιλεύουσα, με τα θαυμαστά ελληνικά Ιερά και τα βυζάντια κάστρα…

Κι απάνω στο συμπλήρωμα των 12 από τότε χρόνων, από τη θαλάσσια του Νότιου Ευβοϊκού την πύλη τον στόλο του κατεύθυνε στον Εύριπο και σε Αυλίδος τόπους, ενώ το στράτευμά μου δια ξηράς αντίστροφη του άλλοτε φευγιού του έφερε προς του πορθμού τις πύλες, αφού πρώτα του Ανηφορίτη τα οχυρά διήλθε, φρουρά μικρή κατέλειπε εκεί και του Εύριπου με τη βυζαντινή και την ενέτεια οχύρωση το κάστρο κύκλωσε απ’ όλες τις μεριές, μ’ αρίφνητα λεφούσια και με μπομπάρδες τρομερές νυχτοήμερα το τυραννούσε, εφόδους διέταζε απανωτές, χιλιάδες οι θανάτοι απ’ έξω πιότερα και από εντός πολλοί, ώσπου τη 12η  του Ιούλη 1470 την πόλη την πανέμορφη η λαίλαπα την τρώει…

Ο ίδιος ο σαρίκιος επά σε μαύρο άτι στην ενετική την κτήση μπαίνοντας, ίσα με 1.000 έκοψε κεφάλια και αφού κορέστηκε αιματότροφα, ισλαμικώς πελέκησε τη δύσμοιρη και ώρια του Ευρίπου πόλη, τον πορθμό με τα παλίνδρομα νερά πορφύρισε μεγάλως και αφού άφησε μύριους γιαταγανοφόρους για να την έχουνε φυλακισμένη, αυτός πάλι για Ανηφορίτη κίνησε με σκλάβες οδυρόμενες, θησαυρούς πολλούς κλεμμένους και εις την Πόλη έτρεξε, του αφέντη της θρησκείας του θυσίες να προσφέρει και κειος σουλτάνος μέγας στα χαρέμια του και στα τζαμιά πανήγυρες τρανές να κάμει…


Σαν κύλησαν λυσίκομοι αιώνες

Έκτοτε, τρεισήμισι λυσίκομοι ολόκληροι εκύλησαν αιώνες, ώσπου κάποια Ελληνόπουλα θελήσανε τους βάρβαρους να διώξουν.

Τότε, πάλι στο αρχαίο της Αυλίδας κάστρο – με τα συνέχεια οχυρά (που σήμερα ‘‘διατείχισμα’’ τα λέγουν), αυτά τα Ελληνόπουλα με μάτι σαν πετρίτη (που και εκεί φωλιάζει) και πόδι σαν δορκάδας, τον Ανηφορίτη δρόμο και τις Κορδέλες της ως πέρα κατά την Χαλία χώρα έβαλαν στη δούλεψη του Αγώνα, οπότε  η ιστορία έπιασε σπάθη, στην Ώρα φλάμπουρα της Λευτεριάς υψώθηκαν και αντρειάς Σημαίες!  

Τόπος κλειδί ετούτος για την επιτυχία της Επανάστασης του ’21 στην Ανατολική Στερεά και Εύβοια, τη στρατηγική θέση της οποίας ο πολέμαρχος και πολύπλευρα γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Οδυσσέας Ανδρούτσος προ της 1ης  Απριλίου 1821, που έγινε η απελευθέρωση της Λειβαδιάς (του στρατηγείου ουσιαστικά των Επαναστατών στην εξύφανση του σχεδίου δράσης τους στην Ανατολική χέρσο Ελλάδα και για ένα διάστημα επιτελικό κέντρο των δυνάμεών τους και διάχυσής τους προς άλλα καίρια σημεία των προς εξέγερση ή των ήδη εξεγερμένων περιοχών).

Πρωτεύουσα σε αυτά και κομβική είχε θέση ο Ανηφορίτης με το οχυρό κάστρο στο Μεγάλο Βουνό της Αυλίδας και τις παραφυείς οχυρωματικές κατασκευές, που στεφανώνουν τους λόφους σε μήκος μακρύ, με κατεύθυνση την ανθηρή Ανθηδόνα (με τα γονιμότατα και πλουτοφόρα εδάφη της) και τη Μυκαλησσό (με τους βλαστούς του Διόνυσου και της Δήμητρας τα ζωητρόφα στάχυα). Και συνάμα οι τόποι αυτοί, οδοί βασικές για τη μετακίνηση των ανθρώπων, των στρατευμάτων, των πολεμοφοδίων και των εμπορευμάτων από την αρχαιότητα ήταν και πλέον πολύ σημαντικοί για την εξέλιξη των γεγονότων της επαναστατημένης (μη ούσης ως κείνη τη στιγμή) Ελλάδος.

Ο Οδυσσέας για τον έλεγχο των μετακινήσεων των τούρκικων στρατευμάτων από και προς την Εύβοια στέλνει στα οχυρά του Ανηφορίτη μία μάγκα στρατιωτών με ηγέτη τους το πρωτοπαλίκαρό του Μηνά Κατσικογιάννη και το μήνυμα αυτό (όπως σημειώνει ο Αγωνιστής του ’21 Ναθαναήλ Ιωάννου στα Ευβοϊκά του), το μεταφέρνει ο εκ Λειβαδίας  Λάππας στις 2 Απριλίου 1821 στον Φιλικό και Πρωτεργάτη των γεγονότων στον ευβοϊκό χώρο Αρχιεπίσκοπο Ευρίπου Γρηγόριο Αργυροκαστρίτη.  

Πράξη χρήσεως του Ανηφορίτη, που και άλλες φορές θα συμβεί είτε από τον Κατσικογιάννη είτε από άλλους Ρουμελιώτες Αγωνιστές, αλλά και αργότερα (Φλεβάρης 1826) από τον Κάρολο Φαβιέρο με το Τακτικό του στράτευμα και πρωτίστως τον Μάιο του 1829 από τον Νικόλα Κριεζώτη με τους οκτακοσίους του μαχητές, όπου έφτιαξε καλά οχυρώματα, τα λεγόμενα και σήμερα «Τα Ταμπούρια του Κριεζώτη», χρησιμοποίησε και τμήμα του αρχαίου οχυρού, οπότε και στις 2 του Ιούνη κατατρόπωσε τη στρατιά του τρομερού Πασά Ευρίπου Ομέρ Κιλιζαρλή/Καρυστινλή, που στη δικαιοδοσία του πλην της Εύβοιας είχε σημαντικό μέρος της Βοιωτίας και όλη την Αττική.  Σε αυτή τη μάχη λίγο έλειψε να συλληφθείι ζωντανός ο Ομέρ, πολλοί Οθωμανοί θανατώθηκαν ή τραυματίστηκαν, ενώ τρεις μήνες μετά ένα μέρος των διασωθέντων συμπεριελήφθη στο ασκέρι του Οτζιάκ πασά και δια μέσου της Κωπαΐδας προσπαθησε να πάρει την άγουσα προς την Αδριανούπολη, όπου μαινόταν η πολεμική αντιπαράθεση Τούρκων και Ρώσων.

Αυτό το με φθαρμένο το ηθικό τούρκικο στράτευμα, που πλαισιωνόταν και από αξιόμαχους πολεμιστές, κατατροπώθηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας, κατά την τελευταία αυτή μεγάλη μάχη του ’21, το αποτέλεσμα της οποίας ήρθε και χάριν της νικηφόρας επιτυχίας του Νικόλα Κριεζώρη μετά των συμπολεμιστών του με προκάλυμμα τις υπάρχουσες δομές στο τειχικό συγκρότημα  της ύπερθεν Αυλίδος και τις νέες που κατασκεύασε.    

Η χρήση αυτού του με τρισχιλιετή και πλέον ζωή στο κορμί του, συνετέλεσε επιπροσθέτως και στο ζήτημα της ένταξης της Εύβοιας, της Αττικής, της υπόλοιπης Ανατολικής Στερεάς και των «Δαιμονονήσων» (των Βορείων Σποράδων) στο νέο ελληνικό κράτος, έπειτα από έντονες διπλωματικές προσπάθειες τεσσάρων περίπου ετών.

Μετά το πέρας της μάχης της Πέτρας υπογράφηκε μεταξύ των αντιμαχομένων η ακόλουθη συμφωνία:

«Η ενδοξότης του Οτζάκ αγάς Οσμάνης και Ασλάμπεης Μουχουρδάμης υπόσχονται: […]Να λάβωσι πλησίον των τας ευρισκομένας φυλακάς των εις την πόλιν της Λεβαδιάς, εις το Χάνι του Κατίκου, το Τουρκοχώρι και την Φοντάναν. Δηλονότι να αδειάσουν εντελώς όλας αυτάς τας θέσεις  και την Μπουδονίτζαν μέχρι των Θερμοπυλών και της Αλαμάνας.» {‘‘Μεγάλες Μάχες της Εθνεγερσίας’’, εκδόσεις ‘‘Περισκόπιο’’, σελ. 137}

Έτσι, πλέον, όλη η Ανατολική Στερεά αναπνέει της Λευτεριάς το γλυκαγέρι, όχι όμως και η ευβοϊκή γη για την οποία τόσο είχε πασχίσει ο Νικόλας Κριεζώτης. Αυτό θα συμβεί 3,5 έτη αργότερα…

            

Περισσότερα στοιχεία

Ανηφορίτης, Ριτσώνα  της Χαλκίδας. Ο Κριεζώτης με 800 παλικάρια οχυρώνεται στο ύψωμα. Σκοπός του να ανακόψει  τις συναλλαγές των Τούρκων της Εύβοιας με τη Στερεά Ελλάδα.

Τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι κάνουν ξαφνική επίθεση εναντίον του, ενώ έχει απομακρυνθεί από τα οχυρά τους και βρίσκεται με τους άνδρες του κάτω στο πεδινό μέρος. Οι Τούρκοι, τους παίρνουν στο κυνηγητό. Ο παχύσαρκος πλέον Κριεζώτης πού ν’ ανέβει  στον ανήφορο… Οι Τούρκοι  τον παίρνουν στο κοντό. Τον πλησιάζουν.  Ο θάνατος του παλικαριού είναι βέβαιος, μα τρεις συναγωνιστές του τον σπρώχνουν στην ανηφοριά και τον διασώζουν…

Ο Νικόλας λιπόθυμος μέσα στα οχυρώματα. Τρώει ένα γερό χαστούκι. Ταράζεται. Τρώει και δεύτερο. Ξυπνά έντρομος. Γρήγορα συνειδητοποιεί  τι συμβαίνει: «Ορέ, τι κάθεστε. Γεμίστε τα καριοφίλια. Κανείς να μη ρίξει. Επτά θα γεμίζουν κι ένας θα ρίχνει, εάν το πω εγώ.» Οι εχθροί πλησιάζουν σε απόσταση ριξιάς. Πενήντα, σαράντα μέτρα μακριά… Ξάφνου, διατάσσει πυρ και ως λυσσασμένος λέων πηδά έξω  από τα ταμπούρια του με το γιαταγάνι στο χέρι… Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή. Οι Έλληνες του Κριεζώτη τους κυνηγούν μανιωδώς έως στη γέφυρα του Ευρίπου, στρώνοντας  παντού ένα απέραντο χαλί από κόκκινα φέσια…

«Αλλ’ ο Κριεζώτης έφτασε
σαν λέων βραχυθώραξ
και των πτωμάτων έσπευσεν
κατόπιν των ο κόραξ»,

λέει το σχετικό άσμα.

Είναι θέρος του 1829. Δύο Ιουνίου. Κι όσο για τον τρομερό πασά της Καρύστου , τον Ομέρ, για άλλη μια φορά τη γλίτωσε στο παραπέντε… Το είπε και το δημοτικό μας τραγούδι:

«(…) Ετρεχεν (ο Κριεζώτης)
ξεσπαθωμένος
σαν ο μέγας Ηρακλής
και ωδήγει τους στρατιώτας
μεθ’ ηρωικής ψυχής.
Τον Ομέρ πασά τρομάζει
και τον κάμνει να τραπή
εις φυγήν μετά τοσούτων
στρατευμάτων πλησμονή
με κανόνια με καβάλες
και με τακτικήν ισχύν…»

Ο Δημήτρης Υψηλάντης, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, δεν το πολυπίστεψε. Το μαθαίνει ο Κριεζώτης, γίνεται έξαλλος. Σε λίγο του στέλνει την απάντησή του με έναν γραμματικό του, τον Παναγιώτη Ιγγλέση και άλλα παλικάρια του: «Εξοχότατε αρχιστράτηγε Υψηλάντη. Με τα παλικάρια μου θα λάβεις ογδόντα ζευγάρια αυτιά, τρία κεφάλια, αιχμαλώτους και μια σημαία που σου στέλλω, δια να χρησιμεύσουν δια Πατ…(Και ετούτο), επειδή δεν εδώσατε πίστιν εις όσα προηγουμένως σας έγραψα. Φαίνεται ότι ενομίσατε ότι ο Κριεζώτης είναι ψεύτης. Πρέπει να μάθετε  τώρα ότι ο Κριεζώτης ποτέ δεν λέγει ψέματα. Σου λέγω και το εξής. Τι μου κάθεστε  αυτού μακράν από τους πολέμους. Η επανάστασίς μας έχει ανάγκην από πολέμους.  Και θέλετε να είστε αρχιστράτηγος, πρέπει να κατεβείτε και να σας μυρίσει μπαρούτι.

Ανηφορίτης 18 Ιουνίου 1829
     Νικόλαος Κριεζώτης»

 

Ο Υψηλάντης  χαμογελά  με τούτα  τα καμώματα  του Κριεζώτη, δίνει αρκετά χρήματα στους απεσταλμένους του και τους στέλνει  πίσω στον Στρατηγέτη του Αγώνα.

Εν τω μεταξύ, ισχυρίζεται διεθνώς η Τουρκία ότι μόνο ελάχιστοι  Έλληνες  αντάρτες μένουν ατιμώρητοι, κρυμμένοι στα βουνά και ότι είναι θέμα χρόνου   η σύλληψη  ή ο εξολοθρεμός και εκείνων των «κακών γκιαούρηδων»…

Η απάντηση του Νικόλα Κριεζώτη, του Βάσου Μαυροβουνιώτη και του Δημήτρη Υψηλάντη αποστομωτική. Μάχη της Πέτρας, ένα στενό πέρασμα λίγο έξω  από τη Θήβα. Δώδεκα Σεπτεμβρίου του 1829. Η τελευταία  μάχη του Αγώνα.

«Ορέ, δεν περνάτε, λέγει προς τους Τούρκους ο σταυραετός της Λευτεριάς, παρά αφού κανείς από εμάς δε θα μείνει ζωντανός!»

Οι μαχητές του 2.300. Πιστοί και αποφασιστικοί. Οι Τούρκοι 6.000. Πεζοί  και ιππείς. Θέλουν να διέλθουν από το στενό για να κινηθούν  βορειότερα.

Οι Έλληνες καιροφυλακτούν. Χιμούν κατά των αντιπάλων τους αιφνιδιαστικά.  Η πάλη κρατά δύο ώρες. Σώμα με σώμα! Ηρωική η στάση όλων των παλικαριών. Ειδικά του Νίκου Τόλια και του Ιωάννη Μπαϊρακτάρη. Η νίκη περιφανής. Ο Κριεζώτης, μετά τη μάχη, φορά τούρκικη κήδαρη στο κεφάλι και καμώνεται περιγελαστικά τον Τούρκο αγά!…

Εκεί, στην Πέτρα της Βοιωτίας, ο Νικόλας Κριεζώτης θα βάλει τη σφραγίδα του τέλους της πολυύμνητης  επανάστασης του 1821. Το λέγει και το τραγούδι:

«Τόσους κινδύνους έπρεπε
ο ήρωας να πηδήσει
εις Πέτραν της πατρίδας μας
τους πόθους να σφραγίσει.
Αν εκ της Ακροπόλεως
εις Πέτραν δεν επήδα
του Δαφνοφόρου Ιμβραήμ
να σβήσει  την ελπίδα
θα έζει ο Ουτζιάκ αγάς
και θα μας ομολόγει
πόσοι εστιγμάτιζαν
τα μέτωπά μας ψόγοι.
Χαίρε, βουνό, π’ ανάθρεψες
τον Κριεζώτη. Χαίρε!
Μ’ ακτίνα να σε στέφοσιν
αιώνιαι ημέραι!»

Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης (Χαλκίδα, 22  Ιανουαρίου 2022)


Βιογραφικό Κωνσταντίνου Κλ. Μπαϊρακτάρη

    Ο Κώστας Κλ. Μπαϊρακτάρης  γεννήθηκε στα Λέπουρα Καρυστίας, υπηρέτησε ως Δάσκαλος σε Σχολεία της Ευβοίας, ασχολείται με την έρευνα, την έντυπη δημοσιογραφία και την παραγωγή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, είναι συγγραφέας λογοτεχνικών, θεατρικών, ιστορικών και ποιητικών βιβλίων, μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας, Ταμίας του Τοπικού Τμήματος Χαλκίδας της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών,  Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλοι Γιάννη Σκαρίμπα, φροντιστής του Πολιτιστικού Κέντρου-Αρχείου Γιάννη Σκαρίμπα και μέλος της Δ. Ε. Ε. Λ.