«Ενθυμούμαι…» – Παναγιώτης Σπανός
Πολυτεχνείο 47η επέτειος της Φοιτητικής εξέγερσης
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
«Πες μου όμως, ρε Φάνη…»
[ …Θυμάσαι ρε Φάνη; Ξεκινούσαμε πάντα τις βόλτες μας, Παρασκευή ή Σάββατο, από την πλατεία της γειτονιάς μας. Η μπουρδελότσαρκα -γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;- θα περνούσε πότε από τη Λιοσίων και πότε από την οδό Φυλής, μήπως και οι νταβατζήδες, που τους ξέραμε έναν προς έναν από τις καφετέριες που σύχναζαν και συχνάζαμε, φέρουν κάτι καινούριο όπως λέγαμε μεταξύ μας.
Δεκάξι χρονών παιδιά, δεκαεφτά, άντε μέχρι τα δεκαοχτώ και πολύ λέω, τη χαρά του έρωτα δεν την ξέραμε και πολύ καλά, τη μέθεξή του δεν την είχαμε ζήσει!
Θυμάσαι το σοκ που πάθαμε όταν αντικρύσαμε εκείνο το κωφάλαλο κορίτσι, θάταν δεν θάταν εικοσιδύο χρονώ, στο μπουρδέλο; Ερωτευτήκαμε και οι δύο μια «πουτάνα». Θυμάσαι που μας έδιωξε με μια κίνηση των χεριών της; Που να θυμάσαι…
Καταλήγαμε, πάντα με τα πόδια, στον Ιερό Βράχο, στην Ακρόπολη. Εκεί, στη βαριά σκιά του Παρθενώνα, συζητούσαμε (με όση φιλοσοφική διάθεση είχαμε… πρόχειρη) τα πάντα. Ό,τι είχε η επικαιρότητα της εποχής. Από τα πολιτικά της, -τέλος δεκαετίας του ’80 αν θυμάσαι-, τα ποδοσφαιρικά της -Παναθηναϊκοί και οι δύο- την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τα γκομενικά μας, -ανύπαρκτα επί της ουσίας αλλά η κωφάλαλη θεραπαινίδα μας είχες τρελάνει, ήταν και πανέμορφη πανάθεμά την- το αν οι καθηγητές μας μάς κάλυπταν ως ανθρώπους πρώτα και μετά ως μαθητές, και το γιατί δεν μας κάλυπταν, τα ελλείμματα Δημοκρατίας που διαπιστώναμε.
Όλα ήταν ένας αχταρμάς στα εφηβικά μυαλά μας…
Πότε εγώ και πότε εσύ ήμασταν πάντα εφοδιασμένοι με τσιγάρα -Camel σε μαλακή συσκευασία καπνίζαμε και οι δύο, θυμάσαι ρε;-, με λίγες μπύρες στις τσέπες των μπουφάν μας και οπωσδήποτε με σεβασμό στο ιερότερο μνημείο των Ελλήνων: τα τσιγάρα έσβηναν μέσα στα άδεια κουτάκια…
Ατελείωτες οι συζητήσεις μας, συνήθως μας έβρισκε το χάραμα και, λίγο αργότερα, οι ερωτήσεις του τύπου «που ήσουν βρε τέρας κι άργησες;».
Απάντηση καμία. Μόνο ύπνος μέχρι το μεσημέρι και σε όποιον άρεσε, που δεν άρεσε…
Ήταν μια νιότη. Σχεδόν σαρανταπέντε χρόνια πίσω. Δεν ξέρω αν το έχεις συνειδητοποιήσει, ακριβέ μου Φάνη, αλλά πενηνταρίσαμε…
Έχω να σε δω φίλε μου Φάνη από τότε. Δεν αναπολώ εκείνα τα χρόνια, ούτε συλλογίζομαι πια πόσο άλλαξε ο τόπος από τότε –που άλλαξε πολύ!
Απλώς αναρωτιέμαι τι συζήτηση θα έκανα σήμερα μαζί σου, Φάνη, κάνοντας την ίδια διαδρομή, φτάνοντας στο ίδιο σημείο ή απλά πίνοντας έναν καφέ ή μια μπύρα σε κάποιο από τα στέκια μας –θυμάσαι ότι όταν μας περίσσευε το χαρτζιλίκι ή το μεροκάματο όλο και κάποια ταβέρνα της Πλάκας θα ήταν η τυχερή που θα μας το έπαιρνε;
Πέρασαν σαράντα τόσα χρόνια και σήμερα, ρουφώντας στα γρήγορα έναν καφέ, άκουσα δύο κορίτσι να σχολιάζουν με τσιρίδες επί μια ώρα και βάλε όλα τα reality που παίζει η ελληνική τηλεόραση και τους πρωταγωνιστές τους. Σ’ ένα στέκι «χωνευτήρι» των εφηβικών μας ονείρων, που έχω ακούσει ανθρώπους της ηλικίας μας, οικογενειάρχες σήμερα, να ερμηνεύουν και να σχολιάζουν την έκβαση ενός αγώνα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ ανάλογα με τις στοιχηματικές τους επιλογές!
Δεν ξέρω αν θυμάσαι ρε Φάνη, αλλά τιμούσαμε από τότε -μαθητές ακόμα- κάθε χρόνο τέτοια εποχή την επέτειο του Πολυτεχνείου με την παρουσία μας στις πορείες και όχι μόνο. Θυμάσαι, ρε, πόσες φορές βρεθήκαμε στα διάφορα οδοφράγματα του κέντρου της Αθήνας και γυρνούσαμε στα σπίτια μας με τα μάτια πρησμένα από τα δακρυγόνα και πνιγμένα στο λεμόνι;
Σήμερα, που δεν θα πάω τους πιτσιρικάδες μου ν’ αφήσουν ένα γαρύφαλλο στο μνημείο της εξέγερσης, γιατί ναι ρε κουφάλες, υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο, θα νιώσω ακόμα πιο πολύ την απώλεια της εφηβικής φιλίας και της μνήμης που όσο μένει μέσα μας άλλο τόσο δεν έχει γυρισμό.
Τι ήταν για εμάς, τελικά, το Πολυτεχνείο; Η καθιερωμένη βόλτα; Ο αναστοχασμός; Μια κάποια μνήμη; -θυμάσαι, ρε, που μου έλεγες κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, ότι το πρώτο σου Πολυτεχνείο ήταν στους ώμους του πατέρα σου τη χρονιά που έφαγαν οι μπάτσοι τον Κουμή και την Κανελλοπούλου, το ’80 –εννιά χρονώ παιδί πως την άντεξες τόση βία;
Πες μου όμως, ρε Φάνη, εμείς γιατί συνεχίσαμε σ’ αυτόν τον δρόμο; Γιατί τρέχαμε και τραβιόμασταν;
Εντάξει αγωνιστές δεν μας λες με τίποτε. Υπήρξαν τόσοι και τόσοι άλλοι πραγματικοί αγωνιστές που εμείς ήμασταν απλώς μια τρίχα από τ’ … τους. Εμείς απλώς είχαμε τα σκυλιά μας δεμένα με τα λουκάνικα…
Όμως ρε Φάνη, μήπως φταίνε τα 50 μας -αισίως- χρόνια και δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο τόπος άλλαξε κάπως, κάμποσο; Τι σκατά κάναμε λάθος εμείς; Τι ακριβώς δεν καταλάβαμε από την Ιστορία μας που την ξέραμε κι οι δύο καλά;
Νομίζω πως κάποια απάντηση έχω να σου δώσω όταν ξαναβρεθούμε: πήραμε πολλά από τους προηγούμενους, φίλε, και δεν δώσαμε τίποτε στους επόμενους.
Αράξαμε! Βολευτήκαμε, αδελφέ. Κινητό, ακίνητο και πουλί ευκίνητο έλεγαν οι τότε… κήνσορες!
Ε, κάπως έτσι την πατήσαμε κι εμείς. Όχι μόνο εμείς!
Σημαία το κάναμε, παντιέρα… κόκκινη. Και πράσινη. Και μπλε!
Φάνη, πρόσεξε: αν καταφέρουμε ποτέ ξανά και κάνουμε μια βόλτα -όπως τότε- οι δυο μας ίσως βρω περισσότερες απαντήσεις, όχι για το σήμερα αλλά για το… διηνεκές που λένε κι οι μορφωμένοι.
Μόνο, να: ας πάρουμε λίγο νερό στο δισάκι μας για τον… περίπατό μας, γιατί η ξηρασία θα έχει απλωθεί πολύ! –τον θυμάσαι, ρε, τον Κατσαρό;
Μέχρι τότε, να ξέρεις ότι μου λείπεις πολύ εσύ και οι συζητήσεις μας.
Μου λείπει εκείνος ο τόπος που ήξερε ν’ αντιστέκεται στην κακοτοπιά που τον έβρισκε, με τα καλά του και στραβά του!
Μου λείπουν οι άνθρωποι με την αυταπάρνηση και με τη θέληση για ζωή σε μια Ελλάδα γεμάτη φως, έρωτα, γιομάτη πάθος για δημιουργία και αγάπη για τους βράχους και τις αμμουδιές της.
Μου λείπει, κυρίως, εκείνη η γλώσσα που όσο κι αν κοροϊδεύαμε τους φιλόλογούς μας -ακόμα θυμάμαι τα επίθετά τους- πάσχιζαν να μας την μάθουν σωστά.
Μου λείπει κι εκείνος ο φιλόλογος -και το δικό του επίθετο δεν μου διαφεύγει- που μας έλεγε «σπάστε τις δομές του συστήματος».
Τίποτε δεν σπάσαμε, Φάνη. Αφομοιωθήκαμε τελικά!
Όμως, μου λείπεις ρε Φάνη! Μου λείπεις πολύ…
Υ.Γ.: Φάνη, ο μεγάλος μου γιος, ο Αργύρης, πριν από τρία χρόνια φώναξε με πολύ πάθος δύο ονόματα στο προσκλητήριο νεκρών –απορώ ακόμα και σήμερα πως τα εντύπωσε μέσα σε δευτερόλεπτα και τα είπε σε χρόνο dt, με τέτοιο πάθος που ξάφνιασε ακόμα και μένα…
Φάνη, ο μικρός, ο Μιχαλάκης μου ρε, είδε έναν ενενηντάχρονο –αργότερα έμαθα ότι ήταν ένας από τους τελευταίους εν ζωή μαυροσκούφηδες του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, του Άρη Βελουχιώτη- να σηκώνει με πολύ πάθος την αριστερή γροθιά του μπροστά στο μνημείο, και σήκωσε κι εκείνος τη δική του μικρή γροθιά, χωρίς να χρειαστεί την έγκρισή μου –και τι να την κάνει άλλωστε;
Αυτές τις αναμνήσεις -και ό,τι θα προκύψει περαιτέρω- δεν μπορεί να μου τις πάρει κανείς, ό,τι κι αν νομοθετήσει. Για να ξηγιόμαστε…