«Μαρία Σκουρολιάκου: ‘Σώμα του Χρόνου’» Σίμος Ανδρονίδης

H ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου, που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Σώμα του Χρόνου,’ συνιστά το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της ποιήτριας με το ευρύτερο περιβάλλον, αφήνοντας χώρο παράλληλα για ό,τι θα προσδιορίσουμε θεωρητικά ως ‘κριτικό στοχασμό.’

Ουσιαστικά, η ποιητική συλλογή αποτελείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες, αν και το μεγαλύτερο μέρος το καταλαμβάνουν τα ποιήματα της πρώτης ενότητας, τα οποία, αν και δεν τιτλοφορούνται, ενέχουν ιδιαίτερη θέση στην εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης. Στην ‘οικονομία’ και στη δομή της.

Ο ‘Λήκυθο,’ οι ‘Σφραγιδόλιθοι’ η ‘Αύρα Ερωτινή’ αποτελούν τις τρεις τελευταίες ποιητικές ενότητες, εκεί όπου ο τόνος καθίσταται περισσότερο άμεσος, προσωπικός και εξομολογητικός.

Μάλιστα, οι ‘Σφραγιδόλιθοι’ φέρουν την μορφή ενιαίου ποιήματος, το οποίο (και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον), το οποίο και παραπέμπει στη δομή ενός παραδοσιακού Ιαπωνικού Χαϊκού (μικρό μέγεθος), αλλά παράλληλα, καταφέρνει να υπερβεί την δομή ενός Χαϊκού, αποδίδοντας έμφαση, πέραν της αμεσότητας, και στην καθαρότητα ή αλλιώς, στη σαφήνεια των νοημάτων.

Ως προς τη διαδικασία συγκρότησης του ποιητικού ‘αρχείου’ (αν είναι δόκιμος ο όρος), η Μαρία Σκουρολιάκου αντλεί από μία γενικότερη θεματολογία, δίχως όμως να αφεθεί να ‘χαθεί,’ ποιητικώ τω τρόπω, σε έναν ‘ωκεανό’ πληροφοριών και γεγονότων, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει επί τα χείρω τη δομή της συλλογής. Αντιθέτως, αποδίδει έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία, επιχρωματίζοντας, ενίοτε με έναν λυρικό τόνο, στιγμές, επιθυμίες και μνήμες.

Το ομότιτλο ποίημα της συλλογής, είναι χαρακτηριστικό του σημαντικού ρόλου στον οποίο και αποδίδει η ποιήτρια, στην έννοια της δημιουργίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημιουργία επιμερίζεται σε τρία επιμέρους επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο, αφορά το ερωτικό πράττειν, στο εγκάρσιο σημείο όπου μέσω της εν-σώματης (η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου είναι εν-σώματη), τριβής και αλληλεπίδρασης των σωμάτων, παράγεται (δημιουργείται) ο έρωτας και ως πράξη αλλά και ως νόημα.  

Το δεύτερο επίπεδο, έχει να κάνει με τη δημιουργία που συνδέεται με την προσωπική και συλλογική εργασία, με τον κάματο και τον μόχθο, εκεί όπου η δημιουργία ανά φάσεις αντανακλάται στο αποτέλεσμα. Και, το τρίτο επίπεδο στο οποίο διακρίνουμε την ευδιάκριτη παρουσία της είναι το υπαρξιακό-οντολογικό.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως, η δημιουργία, αυτή τη φορά σε μία σειρά από πεδία, είναι αυτό που ‘μένει’ μετά θάνατον, αυτό που μπορεί να μνημονευθεί και να ενταχθεί στη σφαίρα του αξιοσημείωτου. Με άλλα λόγια, η έννοια της δημιουργίας, και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η δημιουργία ως πράξη, καλλιεργεί το έδαφος για τη διαμόρφωση ‘ιχνών’ ζωής.

«Διέρρηξε τα πεπραγμένα των ωρών και κατακόκκινες στιγμές εξέδωσε στην επερχόμενη των άλλων άνοιξη. Στο βάθος του περιβολιού η τρυφερή σελίδα των ερώτων θάλπει ολοσέλιδα φιλιά ζωγραφισμένα στον καμβά της κάμαρης. Τα σώματα τρυγούν της μνήμης τ’ ακριβό απόσταγμα: Νύχτες και μέρες που μαθήτευαν πώς να φυτέψουν, να ποτίσουν, να μοχθήσουν τη σπορά, την ηδονή και τη σοφία των δακρύων. Να χτίσουν απ’ την άμμο μακριά. Έτσι αφήσαμε το χνάρι μας. Δακτυλικά αποτυπώματα στης μοίρας το βιβλίο. Αθέατη σκιά ο θάνατος, αναγελά καθώς εκτίουμε του χρόνου την ποινή συγκάτοικοι από καιρό με τις επετηρίδες». 

Το κοινωνικό-πολιτικό πρόσημο υπεισέρχεται εντός του εν ευρεία εννοία ποιητικού πράττειν, όχι όμως με όρους συνθηματολογικούς και αφοριστικούς, αλλά, αντιθέτως, με όρους ανθρωπιστικούς.

Και είναι ενδεικτικό των προθέσεων της ποιήτριας, όσο και του τρόπου με τον οποίο χειρίζεται το υλικό της, το γεγονός πως, μέσω της σημασιοδότησης ή αλλιώς, της νοηματοδότησης του πόνου ο ποιητικός λόγος συγκροτεί και παράλληλα εκθέτει ενώπιον του αναγνώστη, ο ρόλος του οποίου ως ενεργού δρώντος (η ανάγνωση του ποιητικού λόγου καθίσταται μορφή επικοινωνίας) δεν πρέπει να υποτιμάται, σύγχρονα καθεστώτα επισφάλειας.

«Ας μιλήσει ο πόνος. Για τα σκυφτά κορίτσια, στα σπλάχνα της Ανατολής που βάφουν με σιωπή την έρημο. Για τις γυναίκες, στης Δύσης τα παζάρια, σε διαδρομές κορμιά που σέρνονται με πληρωμένες λ-έξεις. Ας μιλήσει ο πόνος. Για τα παιδιά τα προδομένα, που δεν ανθίζει στο κορμί τους άνοιξη και ρημαγμένα απ’ των εισβολέων τα χέρια στοιχειώνονται να ζουν πάντα μισά. Για τ’ άλλα, τα σκελετωμένα, που ψάχνουνε ψωμί και ύπαρξη κι όλο τα σβήνουν οι πολιτισμένοι απ’ τις σελίδες του αίματος ασύστολα. Ας μιλήσει ο πόνος. Για τους λαούς που άδικα συντρίβονται κι είναι στα άπατα βουνά ο θεός τους. Που κουβαλούν στα βράχια της σιωπής αιώνες φρίκης, λεηλατημένα ιερά κι επιβολή φερμένη από Δούρεια τάματα. Ότι ο θάνατος φορεί την όψη του Ιανού και λάμπει στ’ ακριβά συμπόσια με τους καλοντυμένους δράκους. Σωρεύει δέσμιους της πλάνης και ζωντανούς που δεν μιλούν πιότερο απ’ τους νεκρούς. Στους κουρασμένους δρόμους του ανθρώπου θρηνώ για τη χαμένη ισότητα». 

Σε αυτή την περίπτωση, διαμέσου αλληγοριών και συμβολισμών, στοιχεία που διακρίνουν τον ποιητικό λόγο, αποδίδεται μία συνθήκη, ή αλλιώς, μία κατάσταση, εξέλιξη που, θεωρητικώ τω τρόπω, μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε μία βαθύτερη ανάλυση ώστε να αναδείξουμε πως, πρώτη ύλη για την συγγραφή αυτού του ποιήματος, είναι η αίσθηση του χρέους ή αλλιώς, της ευθύνης (ας θυμηθούμε εδώ την Βεμπεριανή ηθική της ευθύνης): Της ευθύνης του ποιητή, που οφείλει να ενεργοποιεί ανακλαστικά (και όχι ηθικολογικά) απέναντι στον κόσμο και στις τωρινές αλλά και μελλοντικές γενεές.

 Η αναφορά στις μελλοντικές γενεές μπορεί να συσχετισθεί με την γέννηση του εγγονού της ποιήτριας και το πως κάτι τέτοιο επηρεάζει την στάση της απέναντι στα πράγματα και την εξέλιξη του ποιητικού της λόγου.

Στο ποίημα ‘Ζωές,’ το οποίο και θα σπεύσουμε να χαρακτηρίσουμε ως ποίημα ‘χώρου’ και όχι χρόνου, σκιαγραφείται η καθημερινότητα ή τμήματα της καθημερινότητας στα «μικρά χωριά» της ελληνικής επαρχίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαγράφονται εύγλωττα μορφές που συναγωνίζονται στην επίδειξη ενός ατακαδόρικου πνεύματος μέσα στα καφενεία, τα ενοχικά σύνδρομα, η καχυποψία για το ποιος μπορεί να είναι ο ‘άλλος,’ η αίσθηση της παραίτησης, η πνιγηρή περιχαράκωση γύρω από ό,τι προβάλλεται ως ‘τοπικότητα,’ η ρουτινοποίηση, η διάψευση και η κατάπνιξη της επιθυμίας. Το ποίημα αποπνέει μία αίσθηση πραγματισμού, καθιστάμενο όσο αποσπασματικό ή αλλιώς, ελλειπτικό χρειάζεται ώστε να διεισδύει μέσα στον πυρήνα της ελληνικής επαρχίας.

«Στα μικρά χωριά οι μέρες φορούν ασπρόμαυρα γυαλιά. Τα πρωινά στην κεντρική πλατεία ψήνουν ζωές στη χόβολη, πίνουμε συναισθήματα με πάγο, τρώνε φρέσκες ιδέες τοπικές. Στήνουν καρτέρι με το βλέμμα σ’ όσες περνούν στη γέφυρα της αγοράς κι όταν φυσάει ο καυτός της ερημιάς τους λίβας, πυροβολούνε στα τυφλά την πείνα τους. Η στέρηση αλυχτάει βουβά. Στο φως ντύνεται στολισμένους όρθρους, στο δείλι βαρετούς εσπερινούς. Τις νύχτες κρούουν τα παραθυρόφυλλα φαντάσματα εφηβικά. Στα καλντερίμια ακροβατούν ο Τσε Κε Βάρα, η Κασσιανή, ο Πάρις και της Κορίνθου η μικρή εταίρα. Τα χρόνια διπλωμένα στο συρτάρι μυρίζουν καμφορά συνήθεια. Στα μικρά χωριά ο κόσμος κάνει κύκλους με άξονα τον ίσκιο του σε τροχιά ελλειπτικής οφθαλμαπάτης». 

Στο ‘Σώμα του Χρόνου’ συναρθρώνονται η προσωπική-οικογενειακή μνήμη, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας συνιστά το ποίημα ‘Του Πατέρα’ με ευδιάκριτες κειμενικές επιρροές από το δημοτικό τραγούδι, η προσδοκία για την υπέρβαση και την ‘ανα-γέννηση,’ (φύσης και ανθρώπων), η δυνατότητα της συν-ύπαρξης, το παίγνιο με την γλώσσα με τρόπο ώστε να παραγάγει πολλαπλά νοήματα. «Θα’ θελα να κόβεις το ψωμί των ημερών μου με το «μαζί». 

Η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου καθίσταται συμπεριληπτική, με την έννοια της πατρίδας  να αναπαρίσταται με τους όρους της μνημονικής και βιωματικής σύνδεσης, όντας ο καθαυτός τόπος που εμπεριέχει την ίδια και τις λέξεις της.

Σίμος Ανδρονίδης

Σίμος Ανδρονίδης

Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη θεωρία του κράτους, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου.