«Σαν του βοσκού τον λύκο»

«Σαν του βοσκού τον λύκο»

Στον Παναγιώτη Τσατσούλα

Ένα λυκάκι ορφανό στο δάσος τριγυρνούσε…
Βοσκός το περιμάζεψε – σαν σκύλο τ’ αγαπούσε!

Δεν του ’λειψε ούτε το φαΐ, μα ούτε και το χάδι.
Κι εκείνο βράδυ και πρωί φυλούσε το κοπάδι.

Σταυροκοπιόνταν στο χωριό και λέγαν: Πού θα πάει;
Μια μέρα το λυκόπουλο τα πρόβατα θα φάει!

Στην πόλη πήγε ο βοσκός, τ’ απόβραδο γυρίζει,
σφαγμένα μέσα στο μαντρί τα πρόβατα αντικρίζει.

Γύρισε ο νους του ανάποδα! Του θόλωσε το βλέμμα,
σαν είδε το λυκόπουλο να ’χει στα δόντια του αίμα…

Εφτά φυσέκια του ’ριξε! Μ’ απ’ το μαντρί σαν βγαίνει,
βλέπει δυο λύκοι στην αυλή να είναι σκοτωμένοι.

Το άμοιρο κοπάδι του, αυτοί το ’χαν σπαράξει!
Και το πιστό λυκόπουλο τ’ αδέρφια του είχε σφάξει,

την στάνη και τα πρόβατα για να τα προφυλάξει!
Τέτοια αδικία ο βοσκός πώς να τήνε βαστάξει;

Επούλησε το σπίτι του και πήγε στην Αθήνα
και πίσω δεν εγύρισε ποτέ στα μέρη εκείνα.

Είπαν πως μόνος έζησε, χωρίς φίλο κοντά του,
κι όπου αντίκριζε σκυλί, βρύση τα δάκρυά του…

Στην Αχλαδιά του Δομοκού λένε ένα λόγο αντρίκιο:
Εγώ είμαι φίλος γκαρδιακός, σαν του βοσκού τον λύκο!

Δημήτρης Ε. Σολδάτος

______________
Η ιστορία διαδραματίστηκε σε παλαιά χρονολογία στην Αχλαδιά Δομοκού
και μου την διηγήθηκε ο Παναγιώτης Τσατσούλας, που την άκουσε απ’ τον θείο του τον Βασίλη.

Πηγή: “Καφέ Ρετρό” Δημήτρη Σολδάτου, Εκδόσεις Ηλία Κοντογιώργη

Η απαγγελία του ηθοποιού Δημήτρη Βερύκιου



Επιμέλεια δημοσίευσης Ευμορφία Καλύβα