Τα αβέβαια βήματα δύο υπάρξεων – Γιώτα Αγαπητού
«Εντός των τειχών»
Dariusz Klimczak, The Journey I
Τα αβέβαια βήματα δύο υπάρξεων
Μεσημέρι Σαββάτου και η Έλσα γυρίζοντας κουρασμένη από τη δουλειά στο μικρό διαμέρισμα της οδού Αγγελοπούλου 129 νοιώθει ένα σφίξιμο στο στήθος νοιώθοντας ότι θ’ αντικρίσει κάτι τραγικό ανοίγοντας την πόρτα.
Η Έλσα με το Βασίλη γνωρίστηκαν μέσω κοινής παρέας πριν από έξι χρόνια. Στην αρχή της γνωριμίας τους εκείνη ήταν επιφυλακτική, ενώ αυτός παράφορα ενθουσιώδης και παρορμητικός. Μετά από λίγες μέρες από τη γνωριμία τους ο Βασίλης της ζήτησε να βγουν για το πρώτο τους ραντεβού. Κατά τη συνάντησή τους ήτανε αρκετά σοβαρός και ντροπαλός, όμως όταν άρχισε να πίνει μεταμορφώθηκε σε άλλο άνθρωπο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας ήταν διαχυτικός και ομιλητικότατος. Ενώ μέχρι το τέλος της βραδιάς είχε πιεί αρκετό αλκοόλ και ήταν σχεδόν μεθυσμένος. Η Έλσα ένοιωθε γοητευμένη, αλλά και αμήχανη καθώς έβλεπε μπροστά της έναν άνδρα που μεταμορφωνόταν σε άλλο άνθρωπο εξαιτίας του αλκοόλ, κάνοντάς τη να αισθάνεται αρκετά μπερδεμένη. Φτάνοντας στο σπίτι κατευθύνθηκε στην κουζίνα, κάθισε μπροστά στο ψυγείο και για δέκα λεπτά έτρωγε γλυκά και αλμυρά ανακατεμένα σε μία κρίση βουλιμίας σαν εκείνες που την έπιαναν από τότε που ήταν ακόμη στην τρίτη λυκείου, φροντίζοντας όμως επιμελώς να το κρύβει απ’ όλους. Κλείνοντας το ψυγείο πήγε στο νιπτήρα του μπάνιου και βάζοντας τα δυο της δάχτυλα στο στόμα άρχισε να κάνει ασταμάτητα εμετό προσπαθώντας να βγάλει από το στομάχι της μέχρι και την τελευταία μπουκιά. Ενώ ένα αίσθημα ψυχικής ανακούφισης, αλλά και ντροπής ένοιωσε για μία ακόμη φορά να την κυριεύει.
Με τον Βασίλη σιγά σιγά άρχισε να βγαίνει και άλλα ραντεβού. Κάτι που διήρκησε σχεδόν ένα χρόνο. Η Έλσα πριν από κάθε συνάντηση φρόντιζε να παίρνει άλλοτε διουρητικά ή καθαρτικά χάπια για να μπορεί να έχει – όπως πίστευε εκείνη – μια καλή εξωτερική εικόνα. Καθαρτικά και διουρητικά που ήταν σύντροφοι των βουλιμικών της κρίσεων. Όλο αυτό ήταν ένα κομμάτι της ζωής της που όπως πίστευε εκείνη ήταν το μικρό ένοχο μυστικό της που το κρατούσε καλά κρυμμένο απ’ όλους. Ίσως αυτός να ήταν και ένας λόγος που στις αρχές δικαιολογούσε τον Βασίλη που έπινε. Εξάλλου, όπως της είχε πει, λόγω της δουλειάς του – μηχανουργός σε μία κατασκευαστική εταιρεία – το ποτό παρόλο που τον χαλάρωνε από την ένταση της δουλειάς, κατάφερνε άνετα να το ελέγχει. Όμως και ο Βασίλης πολλές φορές αναρωτιόταν για την Έλσα όταν πηγαίνανε σε ταβερνάκια, το πόσο λιτοδίαιτη και προσεκτική ήταν με το φαγητό της.
Δύο άνθρωποι που πάλευαν ο καθένας για τον εαυτό του με τους δικούς του δαίμονες αποφάσισαν μετά από ένα χρόνο να παντρευτούν, χωρίς πραγματικά να το θέλουν. Ο Βασίλης της είχε υποσχεθεί την ώρα που της έκανε πρόταση γάμου ότι θα έκοβε το ποτό αν εκείνη το θεωρούσε πρόβλημα για τη σχέση τους. Η Έλσα το δέχτηκε, κρατώντας όμως για τον εαυτό της καλά φυλαγμένο το δικό της μυστικό από αυτόν.
Ο γάμος έγινε ένα βροχερό πρωινό του Δεκέμβρη στο δημαρχείο της πόλης με ελάχιστους καλεσμένους. Μετά την τελετή, όπου το ζευγάρι είχε ήδη ανταλλάξει όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης, έκανε τη δεξίωση σ’ ένα μικρό ταβερνάκι. Εκεί, ο Βασίλης έπινε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ενώ η Έλσα, μετά από ένα υπερφαγικό επεισόδιο, έφυγε τρέχοντας στην τουαλέτα του μαγαζιού και αφού φρόντισε να μην λερώσει το λευκό φόρεμά της έκανε εμετό, νοιώθοντας για μία ακόμα φορά ανακούφιση αλλά και ντροπή. Βγαίνοντας από την τουαλέτα είδε το Βασίλη να τρικλίζει από το ποτό, αλλά και από το τσιγαριλίκι που είχε κάνει στην πίσω πλευρά του μαγαζιού κρυφά απ’ όλους.
Η Έλσα τρόμαξε και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως όλο αυτό – ο γάμος τους – ήταν ένα λάθος. Πηγαίνοντας το ζευγάρι μετά από το γλέντι στο σπίτι ήταν τόσο φορτισμένο με τη σκέψη της αμφιβολίας για την επιλογή τους, καθώς βασανίζονταν και οι δύο για το αβέβαιο μέλλον που τους επιφύλασσε η ακόμη εξαρτημένες τους ζωές.
Οι πρώτες μέρες της κοινής τους πορείας ήταν αρκετά δύσκολες για την Έλσα, γιατί όσο και αν προσπαθούσε να κρύψει τις κρίσεις βουλιμίας από το Βασίλη, εκείνος το είχε ανακαλύψει και αυτό του έδινε το δικαίωμα, όπως εκείνος νόμιζε, όταν γύριζε από τη δουλειά να τρέχει στο κοντινό μπαράκι της γειτονιάς και να γυρίζει στο σπίτι μόνο όταν πια είχε πιει τόσο που ένιωθε πληρότητα, καθώς το μυαλό του ήταν εντελώς άδειο από σκέψεις. Τις λίγες στιγμές που ήταν ξεμέθυστος και δεν δούλευε θυμόταν τις πρώτες εκείνες γουλιές φτηνού αλκοόλ που είχε πιει όταν ήταν σχεδόν δώδεκα χρονών. Ακόμα και τώρα θυμάται, σχεδόν στα σαράντα του, εκείνη την έντονη, γεμάτη αψάδα, γλυκόπικρη γεύση που στην αρχή τον φόβισε, αλλά αυτό δεν τον έκανε να μην ξαναδοκιμάσει. Θυμάται πως πολλές φορές κρυφά από τους γονείς του έπινε μικρές γουλιές από το κρασί, το ούζο και τη ρετσίνα που είχε ψηλά φυλαγμένα στο ντουλάπι της κουζίνας η μάνα του για το μεσημεριανό τραπέζι, αλλά και τους καλεσμένους.
Ο Βασίλης σιγά σιγά, ενώ στην αρχή το έβλεπε ως παιχνίδι, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στον κόσμο της εξάρτησης από το αλκοόλ. Με τα χρόνια για να μην γίνεται αντιληπτός από τους γύρω, είχε εξελιχθεί σ’ ένα λειτουργικό αλκοολικό που μπορούσε και ήταν συνεπής στις καθημερινές του υποχρεώσεις και συναναστροφές. Η μόνη που γνώριζε πραγματικά για τη σχέση του με το αλκοόλ ήταν η Έλσα. Όμως και κείνη ένιωθε αδύναμη μπροστά στα προβλήματα που αντιμετώπιζε μέσα στο γάμο της και τις καθημερινές ανασφάλειες που είχε για τον εαυτό της και τα θέλω της. Η μόνη της παρηγοριά ήταν οι καθημερινές κρίσεις βουλιμίας που την έπιαναν αργά το βράδυ, όταν ο Βασίλης αποκοιμιόταν στον καναπέ μεθυσμένος μετά την επιστροφή του από το μπαράκι. Τότε εκείνη καθισμένη μπροστά από το ψυγείο, έχοντας ένας αίσθημα ενοχής, αλλά και ελέγχου, χωρίς να σκέφτεται έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, που την έκαναν να συμπεριφέρεται σαν υπνωτισμένη, παρανοϊκή, μα και αφόρητα θλιμμένη. Ενώ λίγα λεπτά αργότερα, καθώς προσπαθούσε να κάνει εμετό, από τα μάτια της κυλούσαν δάκρια ντροπής, αλλά και δυστυχίας. Μία κατάσταση που την έκανε να νιώθει τόσο μόνη και ευάλωτη, όσο και πριν το γάμο της. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που, αν και ήδη πέντε χρόνια παντρεμένη με το Βασίλη, δεν αποφάσιζαν ν’ αποκτήσουν ένα παιδί.
Μάρτιος του 2020. Όλος ο κόσμος μπαίνει σε καραντίνα εξαιτίας της έξαρσης των κρουσμάτων από τον κορωνοϊό.
Ο Βασίλης, όπως και εκατομμύρια άλλοι εργαζόμενοι στον κόσμο, σταμάτησε να εργάζεται, ενώ η Έλσα συνέχισε να δουλεύει σε κατάστημα τροφίμων κανονικά. Μετά τη δουλειά της από λύπη και μόνο του έφερνε από το μαγαζί μπουκάλια φθηνού αλκοόλ και τ’ άφηνε στον πάγκο της κουζίνας για να τα βρει εκείνος. Όλο αυτό το διάστημα το ζευγάρι απομακρυνόταν αθόρυβα και χωρίς εξηγήσεις, έχοντας ως συντροφιά ο καθένας τους τούς δικούς του δαίμονες. Οι κουβέντες τους μέσα στο σπίτι τυπικές, σχεδόν ξένες.
Ο Βασίλης, λόγω της καραντίνας, αλλά και της ανεργίας είχε αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης, που σε συνδυασμό με το αλκοόλ τον οδηγούσαν μέρα με τη μέρα σ’ ένα σκοτεινό λαβύρινθο. Παρ’ όλα αυτά, η Έλσα πίστευε ότι μπορούσε να ελέγξει τις κρίσεις βουλιμίας εκείνα τα μοναχικά βράδια που αυτός αποκοιμιόταν στον καναπέ, έχοντας δίπλα του τ’ άδεια μπουκάλια με αλκοόλ, καθώς στην τηλεόραση έπαιζαν ακόμα βαρετές «ενημερωτικές» εκπομπές που τρόμαζαν τον κόσμο και προκαλούσαν πανικό. Τότε η Έλσα μετά από μία ακόμα κρίση βουλιμίας πήγαινε για ύπνο χωρίς να τον καληνυχτίσει, ενώ εκείνος ξυπνούσε το άλλο πρωί από το θόρυβο που έκανε η εξώπορτα, όταν αυτή την έκλεινε για να πάει στη δουλειά της. Ο Βασίλης ετοιμάζοντας τον καφέ του, τον συνόδευε με μερικά τσιγάρα και βυθιζόταν πάλι στις μελαγχολικές του σκέψεις. Σκεφτόταν την Έλσα που την αγαπούσε μ’ έναν δικό του περίεργο τρόπο, αλλά δυστυχώς δεν είχε τη δύναμη, αλλά ούτε και τη θέληση να βοηθήσει τους δυο τους να νικήσουν τις εξαρτίσεις τους. Τα αισθήματα που τον διακατείχαν μέσα στη μέρα ήταν πολλά και αντιφατικά. Θυμάται όταν της είχε πει πως, αν το θέλει εκείνη θα έκοβε το ποτό και ίσως τότε και αυτή να γλύτωνε από τους δικούς της δαίμονες, μιας και ο Βασίλης αισθανόταν ένοχος για τις υπερφαγικές κρίσεις της αγαπημένης του. Όμως όταν η Έλσα γύριζε από τη δουλειά και πάλι αυτός την έβλεπε σαν μία απλή γυναικεία φιγούρα χωρίς κανένα ανθρώπινο συναίσθημα.
Μάιος του 2020. Ο κόσμος σιγά σιγά ετοιμάζεται να βγει από την καραντίνα. Μία κατάσταση που έφερε στην επιφάνεια την πραγματική διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων.
Ένα ακόμα πρωινό που η Έλσα ετοιμάζεται για τη δουλειά της, μόνο που το βράδυ που πέρασε ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ο Βασίλης ήταν πολύ διαχυτικός και τρυφερός απέναντί της, ενώ μετά από πάρα πολύ καιρό μοιράστηκαν το ίδιο κρεβάτι σαν πραγματικό ζευγάρι. Όμως η Έλσα όλη την ημέρα ένιωθε περίεργα. Γύρισε στο σπίτι τρομαγμένη. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε το Βασίλη σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο. Στο νοσοκομείο οι γιατροί την ενημέρωσαν ότι ο Βασίλης είχε πάθει ένα βαρύ αιμορραγικό εγκεφαλικό και ίσως δεν θα επανερχόταν ποτέ. Η Έλσα στο άκουσμα αυτής της είδησης χλόμιασε. Ήξερε όμως πολύ καλά ότι ο Βασίλης μετά από τόσα χρόνια, κουρασμένος πια, είχε αποφασίσει να νικηθεί από τους δαίμονές του και να ελευθερωθεί από αυτούς για πάντα.
Γιώτα Αγαπητού
Συμμετοχή στα πλαίσια του συλλογικού λευκώματος: «Εντός των τειχών» e-musa.gr.