«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί [4/7]

Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…

Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί [4/7]

Γονατίζω, συνδαυλίζω τα κούτσουρα στο τζάκι, οι πορτοκαλί πύρινες γλώσσες ξυπνούν, αναπηδούν ορμητικές, εκτοξεύουν απτόητες σπίθες με ζωή δευτερολέπτων προς κάθε κατεύθυνση, οι τριγμοί του ξεραμένου φλοιού συμμετέχουν με την έσχατη ηχητική υπόκρουση, ο αεραγωγός σπρώχνει τις φλόγες προς την καμινάδα, λεπτοκαμωμένες χορευτικές φιγούρες αναδύονται απρόσμενα, παραδίνονται στη γλυκιά μέθη του καπνού, παρασύρονται στην αναγκαστική εξαΰλωση, ένα κύμα καυτού αέρα τσουρουφλίζει αστραπιαία τις άκρες των δαχτύλων, ιδρώνει αιφνιδιαστικά την παλάμη, το μέτωπο, τον λαιμό, υπερθερμαίνει το στήθος, προκαλεί αντανακλαστική οπισθοχώρηση, ανασηκώνομαι αργά, στέκομαι μπροστά στην ακαταμάχητη όψη της φωτιάς, νιώθω τη θέρμη ν’ αγκαλιάζει ευεργετικά τους λαγόνιους μυς, διαχέεται σε όλο μου το σώμα, δημιουργεί ένα ρίγος που φτάνει μέχρι τα σπλάχνα, επιταχύνει τον ρυθμό της καρδιάς, ένα μυρμήγκιασμα με παρακινεί σε κίνηση, μια αίσθηση που εναντιώνεται στη σφοδρή επιθυμία της ηρεμίας, θέλω για μια στιγμή με κάποιο τρόπο να ακινητοποιήσω τον χρόνο, να ζωγραφίσω με χρώματα ανεξίτηλα τις αιχμηρές αναμνήσεις πάνω στον καμβά του λόγου, οι μέρες κινούνται προς το μέλλον με αντίστροφη μέτρηση – το παράδοξο της ζωής, η γονιμοποιός δύναμη της αβεβαιότητας – ξέρω πως δεν μπορώ να προλάβω  κάτι που υπήρχε πριν από μένα και θα υπάρχει πολύ μετά από μένα, μπορώ όμως να συνταιριάξω τα θραύσματα της ψυχής μου σε μια εικόνα ακερμάτιστη, να χωρέσει στο εικονοστάσι με τα εξομολογημένα ανθρώπινα πάθη, να βρει λιμάνι απάνεμο ν’ απαγκιάσει – ναι,  ακολουθώ απαρέγκλιτα τη διαδρομή με ευλάβεια θρησκευτική ίδια μ’ εκείνη της βυζαντινής αγιογραφίας, νηστεύω την ψυχή μου για σαράντα μερόνυχτα από τον πειρασμό, βιώνω το απόλυτο σκοτάδι μέχρι να δω την πρώτη αναλαμπή, μέχρι ο χρωστήρας του λόγου να στιγματίσει με το φως του τον δρόμο, να δώσει την ποθητή διέξοδο.
Ταιριάζει το κόκκινο κρασί με της φωτιάς το χρώμα, ταιριάζει με το αίμα και με της καρδιάς τον παλμό, αναμειγνύεται αξεχώριστα, ιλαρύνει, απελευθερώνει τη συμπιεσμένη ορμή του αυθόρμητου, διώχνει την αίσθηση της αναστολής, αναδύει όσα κρυμμένα κατοικούν στην επιτηδευμένη αφάνεια, ένας αλλιώτικος κόσμος εμφανίζεται, τα δεσμά του καθωσπρεπισμού και του αυτοπεριορισμού σπάνε, χώρος κενός, ελεύθερος, γεννιέται για ιδέες, σκέψεις και λέξεις απασφαλισμένες, ούτε περόνη υπάρχει πια ούτε δίχτυ ασφαλείας για να συγκρατεί ό,τι αδυνατεί ν’ αποφύγει τη μοιραία πτώση – όμως ό,τι μένει αξίζει, είναι αληθινό, ζει στη δική του προσωρινή αιωνιότητα μέχρι να πάρει τη θέση του στη μνήμη, στο θησαυροφυλάκιο που λέγεται εμπειρία ζωής, όχι για να εξαργυρωθεί σε ένα μακρινό μέλλον με υλικά ανταλλάγματα, αλλά για να μοιραστεί όποτε η συγκυρία το προκαλέσει ή το προσκαλέσει.
Η μαγεία της απόλαυσης απαιτεί συνεργασία όλων των αισθήσεων με τη σωστή αναλογία∙ ένα μπουκάλι κρασί αγορασμένο πριν πολύ καιρό για μια στιγμή που κάποτε θα έρθει πλαγιάζει στο ράφι, ένα απαλό άγγιγμα στο σώμα του για την επανένωση, την αμοιβαία αναγνώριση, την πρωτόγνωρη επαφή, επιμελημένη αφαίρεση του προστατευτικού πώματος, η ερεθιστική οσμή του φελλού ανάμεικτη με το άρωμα του αλκοόλ που περίμενε υπομονετικά ξεχύνεται στον αέρα του δωματίου, μεταγγίζω μια μικρή ποσότητα που χορεύει σχηματίζοντας μικρές φυσαλίδες στο κολονάτο ποτήρι, αφήνω για λίγο το υγρό σώμα να ηρεμήσει, να καταλαγιάσει η ορμή του, φέρνω την ανοιχτή επιφάνεια κάτω από τα λαίμαργα ρουθούνια, εισπνέω απαλά αλλά παρατεταμένα, η σπιρτάδα προκαλεί μια ευγενική φλόγα, το φέρνω στα χείλη, οι γευστικοί κάλυκες αναστατώνονται, αλλά σύντομα αναδιοργανώνονται, επικεντρώνονται στη συνομιλία.

Έχουμε τόσα να πούμε απόψε, τόσα πολλά να θυμηθούμε…

Επιστρέφω στο σπίτι τσακισμένος από τη δουλειά, τα χέρια μου μετά βίας κρατούν το τιμόνι, ο δρόμος μοιάζει ατέλειωτος, νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, βιάζομαι να φτάσω στο μοναχικό καταφύγιό μου, να διώξω από πάνω μου τη σκόνη της κούρασης, να βυθιστώ στο κενό δίχως σκέψεις, να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ όσα επιθυμώ, αλλά γνωρίζω εξαρχής πως δεν μπορώ να έχω, αν είναι όνειρο ή εφιάλτης δεν ξεχωρίζω, μα ξέρω μόνο πως δεν γίνεται ν’ απαλλαγώ, ίσως και να μην το θέλω, ίσως και να το επιδιώκω∙ ο ξαφνικός ήχος του κινητού με λοξοδρομεί από τις σκέψεις μου, πριν κοιτάξω την οθόνη ξέρω ποιος – ή μάλλον ποια – με καλεί, συμβαίνει εδώ και μέρες, από το πρωί σήμερα οι κλήσεις έχουν πυκνώσει, τα μηνύματα διαδέχονται το ένα το άλλο, δεν έχω σηκώσει το τηλέφωνο, δεν έχω διαβάσει κανένα μήνυμα, ξέρω τι θα ακούσω, ξέρω τι γράφουν, ακόμη και ο ήχος προκαλεί πόνο που είναι εξίσου διαπεραστικός, είναι μια σχέση αδιέξοδη, χωρίς μέλλον, είναι μια συνήθεια που ασκεί ακαταμάχητη επίδραση – κάτι σαν το κάπνισμα, που δεν το κόβεις αν δεν αποφασίσεις να πετάξεις το κουτί γεμάτο με τσιγάρα από το παράθυρο, όσο κι αν θέλεις να εισπνεύσεις περισσότερη νικοτίνη, όσο κι αν σου λείπει μετά από μήνες ή και χρόνια εκούσιας αποχής – δεν θέλω να μιλήσω, δεν θέλω να ακούσω δικαιολογίες, δεν θέλω να ζήσω άλλη μια «τελευταία φορά» που ξέρω πως μόνο η τελευταία δεν θα είναι∙ κι άλλο τόσο καλά ξέρω πώς κάθε φορά μπορεί να είναι και το αναπόφευκτο τέλος, αφού εγώ είμαι εκείνος που πάντα αφήνομαι, εγώ πάντα επιτρέπω να υπάρχει συνέχεια, εγώ πισωγυρίζω και ξύνω με τα νύχια μου την πληγή που προσπαθεί να επουλωθεί, τη μολύνω, την επαναφέρω στην επιφάνεια, της δίνω χώρο να εξαπλωθεί και να με βασανίζει.
Κι όμως, δεν ξέρω τι με σπρώχνει, τα δάχτυλα κινούνται ασυναίσθητα προς την αποδοχή της κλήσης, ο πράσινος κύκλος απλώνεται όπως η χολή που σπάει και χύνει γύρω την πικρή της γεύση, πέφτω πάλι στην παγίδα, βρίσκω ένα μικρό πλάτωμα να σταματήσω το αυτοκίνητο, παραμένω σιωπηλός, θέλω να ελπίζω ότι η παγερή σιωπή μου θα αποτρέψει τη συνομιλία, η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής μου αλλάζει το σχέδιο

– Σε θέλω, σε θέλω πολύ, σε θέλω τώρα, αυτή τη στιγμή, δίπλα μου, πάνω μου, μέσα μου, μόνο εσένα στον κόσμο, έλα για τελευταία φορά…

και μετά σιωπή, μια αναπνοή βαριά μόνο, άρρυθμη, ακατάστατη, ένας λυγμός που σχεδόν δεν ακούγεται αλλά νιώθω πως είναι εκεί για μένα∙ μου είναι τόσο γνωστή η συνέχεια, το τηλέφωνο δεν πρόκειται να κλείσει, η φωνή δεν πρόκειται να ξανακουστεί, είναι εκεί και περιμένει με υπομονή και επιμονή τη δική μου απόφαση, μπορώ να πατήσω το κόκκινο πλήκτρο και να την κάνω να σωπάσει, μπορώ να δώσω μια αρνητική απάντηση, και πάλι τίποτα δεν θ’ ακουστεί, φαίνεται η απόφαση να είναι αποκλειστικά δική μου, μα πόσο καλά ξέρω πως δεν πρόκειται για απόφαση, για όση ώρα η γραμμή παραμένει ανοιχτή ένας δυνατός μαγνήτης με έλκει με δύναμη ανεξέλεγκτη προς το μέρος του, με οδηγεί στην απαίτησή του, με σπρώχνει στον ανάλγητο ιστό της σαρκοβόρας αράχνης, στον χαοτικό λαβύρινθο του ασίγαστου εγώ του, μέχρι ν’ αποκτήσει αυτό που θέλει∙ επιχειρώ μάταια να πατήσω το κόκκινο πλήκτρο, να τερματίσω τη σιωπηρή συνομιλία, να διαγράψω όσα έχουν διεγείρει τη φαντασία μου, να νεκρώσω την αίσθηση του πόνου, όσο κι αν η ανεκπλήρωτη επιθυμία μου πάρει τον ύπνο από τα μάτια, αλλάζω απόφαση, αλλάζω διαδρομή, η τηλεφωνική γραμμή εξακολουθεί να είναι ανοιχτή, ακούγονται μόνο οι ανάσες που επιταχύνονται ακολουθώντας τον ήχο της μηχανής που ανεβάζει στροφές, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, σαν να είναι η τελευταία φορά, ο χρόνος της μικρής διαδρομής φαντάζει ατέλειωτος, δεν ορίζω πλέον το σώμα μου, το κυριαρχούν οι αισθήσεις, όσα έχουν συμβεί μεταξύ μας, όσα πρόκειται να επαναληφθούν απόψε, πάντα με την ίδια ένταση, με την ίδια παραφορά, όπως εκείνη την πρώτη μακρινή φορά.

Αν ο έρωτας είναι λιμάνι απάνεμο

η ηδονική Αφροδίτη δεν θα τολμούσε
να απιστήσει στον Ήφαιστο
για τον πολεμοχαρή Άρη
ο Δίας δεν θα μεταμορφωνόταν σε χρυσή βροχή
για να απολαύσει τα κάλλη της ηδυπαθούς Δανάης
ούτε σε άκακο ολόλευκο ταύρο
για να αποπλανήσει την πεντάμορφη Ευρώπη
ο Πάρις δεν θα έκανε άδικη κρίση
για να πλαγιάσει με την Ωραία Ελένη
ο Αχιλλέας δεν θα οργιζόταν με τον Αγαμέμνονα
για την αρπαγή της αιχμάλωτης Βρισηίδας
η Άλκηστις δεν θα θυσιαζόταν χωρίς δισταγμό
για να σώσει τη ζωή του αμέριμνου Άδμητου
ο Θησέας δεν θα είχε σωθεί από τον Λαβύρινθο
αν δεν ακολουθούσε
τον ελκυστικό μίτο της Αριάδνης
η Μήδεια δεν θα είχε κομματιάσει τον αδελφό της
για να γλιτώσει ο εραστής της Ιάσωνας
ούτε θα τον είχε εκδικηθεί φρικιαστικά
σφάζοντας ανελέητα τα δυο τους παιδιά
επειδή εκείνος χάρισε την καρδιά του σε άλλη
ο Σαμψών δε θα είχε ποτέ πειστεί
από τις λάγνες θωπείες της αλλόφυλης Δαλιδάς
η Ασπασία δεν θα όριζε
την τύχη της αθηναϊκής πολιτείας
αφανής, μα τόσο επιφανής,
στη σκιά του ένδοξου Περικλή
ο Αντώνιος δε θα είχε ποτέ ναυμαχήσει στο Άκτιο
για τα θέλγητρα
της εξωτικής δαιμόνιας Κλεοπάτρας
ο Ηρώδης δεν θα είχε δωρίσει το κεφάλι του Ιωάννη
στα διεγερτικά λικνίσματα της έκφυλης Σαλώμης
η Θεοδώρα δεν θα όριζε
τη μοίρα μιας αυτοκρατορίας
σαν βράχος σταθερή στο πλευρό
του αμήχανου Ιουστινιανού
η Λουκρητία, η χαρίεσσα σκλάβα,
δεν θα ήταν ονομαστή
για τους σκανδαλώδεις συνευρέσεις της
ο Ναπολέων δεν θα ικέτευε
την αισθησιακή Ιωσηφίνα
με πάθος τρελό να τον ακολουθήσει
στις εκστρατείες του
οι κεραυνόπληκτες καρδιές
του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας
θα υποχωρούσαν στην άκαμπτη θέληση
των οικογενειών τους
και δεν θα έφταναν στην τραγική αυτοχειρία
ο Ερωτόκριτος δεν θα τραγουδούσε κάθε βράδυ
κάτω από το παραθύρι
της αρχοντοπούλας Αρετούσας
ούτε θα κονταροχτυπιόταν
για τα μάτια της αγαπημένης του

αν ο έρωτας δεν καίει
σαν φλογερό σίδερο σε καμίνι
αν δεν πονάει βαθιά
σαν αγκάθι στη φτέρνα σε δύσβατο μονοπάτι
αν δεν διαπερνά το κορμί
σαν ρίγος ανεξέλεγκτου πυρετού
αν δεν επιθυμεί να ξεχυθεί
σαν γύπας αρπακτικός σε ανυποψίαστα θύματα
αν δεν μπορεί να είναι
η έσχατη δοκιμασία της ανθρώπινης ψυχής
τι χρεία έχουμε ενός ακόμη
αναμάρτητου, αλάνθαστου και παντεπόπτη θεού;

Φτάνω, το τηλέφωνο παραμένει ανοιχτό, το κρατώ σφιχτά στο χέρι, ακολουθώ πιστά τους κανόνες, η αυλόπορτα είναι γερμένη, η εξώπορτα του σπιτιού μισάνοιχτη με τα κλειδιά πάνω της, μπαίνω, αφήνω τα κλειδιά στη μικρή εταζέρα και κλείνω αθόρυβα, ένα πορτατίφ ρίχνει το λιγοστό φως του γεμίζοντας το σαλόνι με ακίνητες σκιές, η φωνή ακούγεται απαλή και βραχνή

– Ξέρεις πού θα με βρεις…

ανεβαίνω την εσωτερική ξύλινη σκάλα, προχωρώ στον σκοτεινό διάδρομο, η ρωγμή μια ροδόχρωμης ακτίνας ξεπροβάλλει από την πόρτα της κάμαρας, νιώθω τις παλάμες μου να ιδρώνουν, κλείνω το τηλέφωνο, γλιστρώ στο δωμάτιο, το γνωστό άρωμα πλημμυρίζει τον χώρο, το γυμνό σώμα είναι προκλητικά αφημένο πάνω στα σκεπάσματα έτοιμο να παραδοθεί στον ίλιγγο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, πλαγιάζω δίπλα σου, τα χέρια τυλίγονται σαν πλοκάμια γύρω απ’ την παραδομένη   λεία τους, δεν μιλάμε, μόνο κοιταζόμαστε, οι κόρες διαστέλλονται,  οι ανάσες μας γίνονται μία, τα σώματά μας γίνονται ένα, χανόμαστε σε μια αιώρηση στο σύμπαν, μια πτήση δίχως τέλος και αρχή, δίχως προορισμό, δίχως αύριο, υπάρχει μόνο το παρόν, μόνο το απόψε, όπως κάθε φορά∙ είναι μάχη μέχρι τέλους ο έρωτας, είναι αλληλοεξόντωση, είναι σάρκες και ψυχές δεμένες με αλυσίδες βαριές αόρατες, μονομάχοι που αλληλοσπαράζονται δίχως την προσδοκία νικητή ή νικημένου, υπάρχουν μόνο φτερά εξαντλημένα από το αδιάκοπο ταξίδι που όμως επιμένουν να πετάνε μέχρι να φτάσουν τον ήλιο, μέχρι να χάσουν τον έλεγχο, να βιώσουν το μεγαλείο της ελεύθερης πτώσης και να τσακιστούν στα κοφτερά βράχια∙ δυο σώματα είναι ο έρωτας που κλυδωνίζονται εξαντλώντας την έσχατη ικμάδα τους, στροβιλίζονται σε περιδίνηση αέναη ενάντια στους βαρυτικούς νόμους, ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες ενάντια σε κάθε νόμο της φυσικής και της λογικής, μέχρι να καταλήξουν σε πλήρη ακινησία, δυο σώματα που κρύβουν στη σκοτεινιά τις εκδορές και τις εκχυμώσεις μέσα σε σεντόνια που ρουφούν λαίμαργα ανάμεσα στις πτυχές τους τα αρώματα των χυμών της υπέρτατης ηδονής∙ μονάχα τ’ ακροδάχτυλα επιμένουν να κινούνται, ν’ αναζητούν το αντικείμενο του πόθου τους σαν γυμνά ηλεκτροφόρα καλώδια έτοιμα να δημιουργήσουν αλλεπάλληλες ηλεκτρικές εκκενώσεις μέχρι ν’ αποφορτιστούν εντελώς δίχως να νοιάζονται για το καταστροφικό αποτέλεσμα…
Σηκώνεσαι ξαφνικά, δεν προλαβαίνω να σε συγκρατήσω, με κινήσεις αργές νωχελικές χάνεσαι από το προσκήνιο, είναι το βουβό σύνθημα, η άμμος στην κλεψύδρα σώνεται, ο χρόνος μου τελειώνει – έχει τελειώσει εδώ και καιρό – σαν μια κουρτίνα να πέφτει ανάμεσά μας, να χωρίζει τους κόσμους μας – ποτέ δεν υπήρχε στ’ αλήθεια χώρος για μένα στον δικό σου – σε λίγο βρίσκομαι πάλι στον δρόμο, οδηγώ μηχανικά, επιστρέφω βίαια στην καθημερινότητά μου…

Αν αφαιρέσεις το παλιό ξύλινο κρεβάτι
απομένουν οι λευκοί τοίχοι
κατάστικτοι από ανεπαίσθητες αιχμηρές αμυχές
ερωτικών διεισδύσεων των αδηφάγων εραστών.
Αν αφαιρέσεις τον τεχνητό φωτισμό
αναδύονται ολόφωτες αδυσώπητες σκιές
ανεκπλήρωτων τραυματικών πόθων.
Αν αφαιρέσεις τη διαρκή απειλή
της αναζωπύρωσης των αισθήσεων
κυριαρχεί η απόλυτη τάξη.

Ήρθες πάλι απόψε μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί∙ έτσι έρχεσαι πια μετά από εκείνη την τελευταία φορά – γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο βέβαιο από την τελευταία φορά…

Στην υγειά σου!

Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί [4/7])

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία