Ατελές κολλάζ – Σταύρος Σταμπόγλης του Σίμου Ανδρονίδη


ΖΩΓΡΑΦΙΑ
Ακούγοντας Boccherini

Fandango-Castanets, YouTube

Κατηφορίζοντας ανεμίζει ο ελαιώνας. Οι
περιέργειες
του ήλιου στων φυλλωμάτων το ασημικό.
Κορίτσι αναμμένη ακτίνα τρέχει κάτω απ’ τους
ίσκιους.
Με θαμπώνει το γέλιο του θαύματος. Άνοιγμα
στο παραπέτασμα τ’ ουρανού. Λεπίδι και
σχίζει την αφή
από το χώμα ώς το γαλάζιο. Το γαλάζιο που
ματώνει στα μαλλιά της.
Η απόσταση δεν μοιάζει με εγγύτητα,
η απόσταση
δεν είναι αναστεναγμός· είν’ ένα σύννεφο και
ψιθυρίζει τη βροχή του δυο απλωσιές προς
τον ορίζοντα.
Ζέφυρος κυμάτων πορφυρός κυκλοδίωκτος,
ομηρικός. Καρύκευμα επιθέτων κατακαίει
τη στιγμή.
Στα χείλη, να χαθώ, το φως χυμός αγριεμένος.
Το φως, φιλί στους ίσκιους πάει κι έρχεται·
και με παλεύει αλμυρός πηλός να
φτιάξει έρωτα.

ΕΠΙ ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΥ
ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Ο ουρανός ήρθε κι αγκάλιασε την προκυμαία.
Άβυσσος ηπείρων ο κόλπος. Ίσκιοι λιόδεντρων
ενώπιον
καθέτου βιομηχανίας. Aluminium, το 13ο στοιχειό.
Με διπλωμένα τα πανιά μύρια ηφαίστεια λάμνουν.
Γυαλίζει το λίπος του καιρού στην κόμη
των κυμάτων.
Σε ρυθμούς αγωνίας οι καταφυγές μας.
Έξω μυρίζει· φόβο μυρίζει ανέγνωρο, δίκια γιά
άδικα.
Η εξέλιξη αδιαφορεί για το λεπίδι
της αναγκαιότητάς της.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Το γνωρίζω αγαπητέ φίλε πως μοιάζω με σπιτικό
κατάκλειστο κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Φήμες τοξικών εκπαιδεύσεων μ’ έχουν αλώσει.
Υποψίες δολιοφθοράς σχίζουν τα πρόσωπα
της νύχτας μου.
Κάτω απ’ τα πόδια μου νιώθω αστραπιαίο ένα έδαφος
κι εγώ συνθλίβομαι στην ακινησία. Αν τολμούσα
ν’ ακονίσω το κέρατο, την ουρά να εξοπλίσω,
αλλά κατασβήνομαι στην αναπόφευκτη
εξέλιξη.
Με συγκρατεί και η πρόσοδος των επιχώσεων.
Ναι αυτό το σημείο της προόδου επιβάλλεται
προσώρας, όπου των οριζόντων το ουσιώδες
ανάμεσα ασφυκτιά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΜΕΡΑΣ

Στου κάτω κόσμου τη σιωπή δεν ξέρω πια τι
ν’ απαντήσω. Όμως η εξόντωση ορίζει την αδίστακτη
παρειά του θριάμβου. Κάθε θριάμβου. Όμως το
γελοίο στιγματίζει την άλλη παρειά
του θριάμβου· κάθε θριάμβου.
Τι οφείλει να πράξει το μέλλον, δεν διευκολύνει τα
πρωινά μου. Νοιώθω μονάχα πως εγώ θα πρέπει
να είμαι
η αδύναμη πλευρά του θεού, κι όχι το υπεράνθρωπο
στίγμα του. Πως, μου πρέπει να είμαι ανθοδοχείο
ελπίδων κι όχι ένα ακόνι ιδεών.
Αλλά κι οι εχθροί μου είχαν ημίθεους κατά το
μαρτύριο,
τη θυσία· κι ο σεβασμός μου για του λόγου τους,
θε να ’ναι το λαδάκι στο αληθές.
Το ξέρω, η άφεση βρίσκεται πάντοτε στο μέλλον.
Πριν απ’ το μέλλον δεν υπάρχει χρόνος
για τόσα λόγια.

Από τη συλλογή «Ατελές Κολλάζ», εκδ. Κουκκίδα, 2020.



‘Ατελές κολλάζ’

του Σίμου Ανδρονίδη

Η ποιητική συλλογή του Σταύρου Σταμπόγλη, που φέρει τον τίτλο ‘Ατελές Κολλάζ,’ κυκλοφόρησε το 2020, από τις εκδόσεις Κουκκίδα.  Αρχικά, δύναται να επισημάνουμε πως, όπως και ο τίτλος της συλλογής, δηλοί, πρόθεση του ποιητή δεν είναι να καταθέσει ενώπιον του αναγνώστη κάτι πλήρες ή αλλιώς, ολοκληρωμένο ποιητικά, όσο να συγκροτήσει ένα ποιητικό πεδίο εντός του οποίου και εμφιλοχωρούν η ιστορία και η μνήμη, τα χάσματα της σύγχρονης εποχής, η δια-κειμενικότητα και ως ιδιαίτερο στοιχείο που προσδίδει βάθος στην ποιητική συλλογή.

Άρα, ο τίτλος της συλλογής, που είναι ‘ατελές κολλάζ’ λειτουργεί ως ένα ‘καλειδοσκόπιο’ που φέρει εντός της τις σπειροειδείς απολήξεις του χρόνου, όταν αυτός ‘μετράται’ καθημερινή και την αποκαλυπτική διάθεση, συναρθρώνοντας παράλληλα τον λόγο και δη τον ποιητικό λόγο με μία σειρά εικόνων που ενίοτε εκφεύγουν των προθέσεων του ποιητή.

Και ένα στοιχείο του ‘ατελούς κολλάζ’ που εν προκειμένω, μπορούμε να εντοπίσουμε, έχει σχέση με αυτό που θα αποκαλέσουμε ως ποιητική ‘εικονοποιία,’ εκεί όπου τα ποιήματα που συνθέτουν το ‘ατελές κολλάζ’ εν ευρεία εννοία και εντός του καθημερινού χρόνου, είναι διάστικτα από εικόνες και από την σημειολογία τους, κομίζοντας την αίσθηση ό,τι το ποίημα δημιουργείται άμεσα, ‘εκείνη την στιγμή,’ και παράλληλα, παραμένει ‘εν εξελίξει.’

Το ‘ατελές κολλάζ’ δεν χωρίζεται σε επιμέρους ποιητικές ή υπο-κατηγορίες παρά ενέχει (μορφολογικά) το σχήμα της μετάβασης από ποίημα σε ποίημα, από λόγο σε λόγο.

 Το ποίημα ‘εκτροπή Απριλίου,’ εγγράφει μία ‘φορτισμένη’ παροντική διάσταση, η οποία ενισχύεται από ό,τι το ποιητικό αισθητήριο θεωρεί ως άξιο αναφοράς μία ανοιξιάτικη ημέρα του Απριλίου: «Τοπίο· Περιφράξεις μέσα στην περίφραξη. Ο πυρήνας συντίθεται από χαρακώματα και όρχους. Αποθηκεύονται ψυχές, ελπίδες, οχήματα. Εδώ κι εκεί κεντρομόλος νήσος εκβράζει επιδημίες. Βρίσκομαι σε πορεία που δεν μπορεί να αποφευχθεί, λένε. Ο ήλιος και τα νερά φτάνουν οικονομία θανάτου. Από θεού κι ανάγκης, λέμε. Ένα σύμπαν συσσωρεύεται η εξέλιξη στην αυλή μου. Αλλά τούτη τη φορά διαθέτει τη γραφειοκρατία η εξέλιξη της γραφειοκρατίας της· Και πόσα άραγε πρωτόκολλα τεχνικής. Τα υπόλοιπα συνθλίβονται στις χημείες του αστραπιαίου. Η μέρα μου μοιάζει στο ασταθές έρμα κάποιας ελπίδας καθώς κυοφορεί το ψεύδος της. Σκοτάδι η απουσία του αθώου. Φωτισμοί επικυρώνουν το έγκυρο της αμέλειας. Ετούτη η άνοιξη δεν είναι κάτι από Πασχαλιά στο χωριό. Ετούτη η άνοιξη μοιάζει Βιβλική γραμματεία. Εκείνο το χωρίο με την κατάντια. Όπου αιτίες και μάρτυρες του λόγου μου κυρίως, σέρνουμε στο βήμα μας ασήκωτον ευτελισμό».[1]

Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως πρωταρχικά ο ποιητικός λόγος προσιδιάζει προς την κατεύθυνση της λεπτής αλλά και ‘φορτισμένης’ παρομοίωσης, με την ιστορία σε θέση «κεντρομόλου νόσου» που «εκβράζει επιδημίες»,  σε μία έμμεση αναφορά στον παροντικό και διεθνικό ιό, στο εγκάρσιο σημείο όπου φωνές και λόγοι, παύσεις και νοήματα, ‘χωνεύονται’ σε ένα αναγνωρίσιμο και οικείο τοπίο, επι-τελώντας την λειτουργία του ‘ανήκειν’ που δια-μοιράζεται (sharing): Ανήκοντας στο ποιητικά δοσμένο ‘τοπίο’ μετατοπίζονται προς το πρωταρχικό πεδίο του ποιήματος, που είναι ο χώρος (ας κρατήσουμε το ‘τοπίο’)  εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα μικρές και ανεπαίσθητες παραδοχές, εξελίσσεται η ημέρα με τις εξομολογήσεις και τις παραπλανήσεις της, με το ποιητικό ‘πράττειν’ να καταπίπτει από τα βάθρα της ‘αγνότητας’ και της ‘αθωότητας,’ της περισπούδαστης ‘ομορφιάς,’ δια-κρατώντας μία αλληλουχία παράλληλων αποτυπωμάτων.

Ας τα παρακολουθήσουμε: Τοπίο (χώρος), ημέρα (ο χρόνος ακόμη και όταν δεν αξιοποιείται), η άνοιξη με τις Βιβλικές απολήξεις της, η ομορφιά της οποίας ‘θυσιάζεται’ χάριν της αναζήτησης του ‘πέρα,’ και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, ο ευτελισμός τον οποίο ο ποιητής δεν αποστρέφεται, αλλά, αντιθέτως, σηκώνει το βάρος της ευθύνης του. Στο ‘ατελές κολλάζ’ του Σταύρου Σταμπόγλη,  το ‘ίχνος,’ το ιστορικό ίχνος δεν παρουσιάζει μεταμορφωμένο ή παραποιημένο.

 Και η περί χρόνου αντίληψη, ενέχει δόσεις ‘αναγκαιότητας’ και ‘συντριβής,’ φθάνοντας έως του σημείου να αποφανθεί όχι με κραυγές και ανεμίσματα σημαιών, την επι-γενόμενη ‘μη αξία’ της αφθονίας. Όχι όμως με τον τρόπο της έλλειψης κτητικότητας, δηλαδή το μη-έχειν,’ όσο με τον αντίστοιχο τρόπο του μη-γνωρίζειν: «Ευρεσιτεχνίες αστραπιαίου διανύσματος με υποχρεώνουν σε συστροφές επιτόπου. Περιορίζοντας το θαύμα της απόστασης συνθλίβομαι καταπάνω στην ανάγκη. Η Άσφαλτος είναι το δίκτυο καύσης όπου η αφθονία καίγεται τα μεσημέρια. Ένα καμένο η αφθονία μυρίζει τίποτα».[2]

 Και η ‘αφθονία’ έτσι ‘καίγεται’ τελετουργικά και αρκετές φορές, ασυνείδητα, μεταξύ σφύρας και άκμονος, ανάγκης και επιθυμίας, έλλειψης ισορροπίας και τιμήματος: Ποιο μπορεί να είναι αυτό; Στον ποιητικό («η ποίηση είναι η έκφραση του μυστηριώδους νοήματος των πλευρών της ύπαρξης»,  κατά τον Μαλλαρμέ), λόγο του Σταύρου Σταμπόγλη, το πεδίο της καθημερινότητας, που λειτουργεί και ως πεδίο ματαίωσης, δύναται να αποτελέσει την εννοιολογική γέφυρα ώστε να συντελεσθεί η μετάβαση προς το πεδίο της λεγόμενης μακρο-ιστορίας, με το ποίημα που τιτλοφορείται ‘Επαλήθευση 1917-2017,’ να διατρέχει εγκάρσια τον εικοστό αιώνα, τον «σύντομο εικοστό αιώνα»  κατά τον Βρετανό ιστορικό Eric Hobsbawm, αποδίδοντας έμφαση ή, διαφορετικά ειπωμένο, εκκινώντας από το επαναστατικό συμβάν του 1917 στην τσαρική Ρωσία, εν καιρώ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Θα χαρακτηρίζαμε ποίημα που αποκτά μία  έντονη δυναμική, κοινωνική, πολιτική και ιστορική-αξιακή, μετασχηματιζόμενο ουσιωδώς σε μία διαλεκτική ‘σπείρα’ που συμπεριλαμβάνει επαναστατικά συμβάντα και λόγους περί επανάστασης, οράματα και πραγματισμούς, αντιφάσεις και αντιθέσεις, μνήμες και εξελίξεις σε διάφορα πεδίο, με την τομή να βαθαίνει τόσο όσο να χωρέσει και την ημερομηνία 1781, που παραπέμπει στην Παρισινή κομμούνα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ‘επαλήθευση’ είναι η ‘επαλήθευση’ ενός αιώνα που παρήγαγε υποσχέσεις και καταστροφές, μάλιστα μαζικές καταστροφές, εκεί όπου το ποίημα ‘επαληθεύει’ την διάρκεια του, την έκφραση εμπιστοσύνης στο ιστορικά ‘απρόβλεπτο,’ στο ημιτελές. Στην ανύψωση (η ιδέα ως εμπρόθετος όρος κινητοποίησης) και στην πτώση την ίδια στιγμή.

Και είναι ενδιαφέρον το ό,τι ο ποιητικός λόγος εδώ, δεν τείνει στην υποσχεσιολογία, παρά προσφέρει την ευκαιρία στον αναγνώστη να αντικρίσει εκ νέου την ιστορία  του 20ου αιώνα και να στοχασθεί πάνω στην ιστορική μνήμη, έχοντας την επίγνωση πως η ιστορία δύναται να ανα-σκευασθεί μνημονικά-αφηγηματικά-νοηματικά και να προσφερθεί σε ‘τιμή ευκαιρίας.’

Δεν θεωρούμε πως ο ποιητής προσεγγίζει την ιστορία Μπενγιαμινικά (Walter Benjamin), θεωρώντας πως αυτή είναι «πλήρης από τον  «χρόνο του τώρα», αλλά, θέτει το περίγραμμα, σκιαγραφεί τις μείζονες και μη αντιθέσεις (που δεν λαμβάνουν ΄απόλυτα’ πολεμική μορφή), αφήνοντας τον αναγνώστη να παρεμβληθεί, έχοντας κατά νου το γεγονός ό,τι η ημερομηνία (που εδώ διαθέτουμε αρκετές) δεν είναι μία απλή αντανάκλαση του χρόνου: 1917, 2017, 1864, 1871, 1989, όλες συγκεκριμένες και διάστικτες από συμβάντα, χρονικά ορόσημα, συνδεόμενα και με την κομμουνιστική παράδοση, δίχως όμως να προοικονομούν κάτι για το 2061.

 Με το μέλλον να είναι άδηλο και μακρινό όσο η εικόνα του, και με αυτό που έρχεται εγγύτερα να είναι το στοιχείο ενός νέου εγχειρήματος. Ευρύτερα ομιλώντας, ο Σταύρος Σταμπόγλης δεν προοικονομεί στο ‘ατελές κολλάζ.’

Περισσότερο οδοιπορεί επί της λέξης, διεκδικώντας το ‘δικαίωμα’ να μιλήσει και να γράψει από μη πλεονεκτική θέση, ενώ ταυτόχρονα νοηματοδοτεί το απέριττο, το και αμοιβαία οικείο, την απώλεια (ενσώματα) ως πληγή. «Ακριβοί μου φίλοι στο παιχνίδι, στη μελέτη, στη συντριβή, στην ελπίδα, παρατηρώ με θλίψη απ’ το χρέος της αιφνίδιας μετατόπισης όταν εσείς υπομένετε στην ορφάνια. Ό,τι συνομολογήθηκε στο χρόνο καθώς αναπάντεχα αποκόπτομαι εν πορεία. Οι λέξεις αδυνατούν να σμιλέψουν τις απουσίες. Σας απομένει η ανάγκη της οδύνης. Είσαστε ελατήρια καρτερίας. Το μέλλον θηλάζει στις άκρες σας, κι ανάμεσα η απώλεια. Το λαδάκι του Θεού. Σας συντρέχουν η αγάπη και η γνώση καίγοντας την ωμότητα των αιφνιδιασμών. Αμήν».[3]

Αυτό το  ποίημα μοιάζει να εμπεριέχει, με τον τρόπο της προσευχής, το περιεχόμενο της συλλογής, με τον ποιητή να απευθύνεται στη δική του γενιά, όπως επίσης, και στις μεταγενέστερες.


Παραπομπές:

[1] Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘Εκτροπή Απριλίου,’ Ποιητική συλλογή ‘Ατελές κολλάζ,’ Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, 2020,  σελ. 17.
[2] Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘Προσεγγίζοντας το μηδέν…ό.π., σελ. 21.
[3] Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘β’ Προσεγγίζοντας μια απάντηση…ό.π., σελ. 65.


Ατελές κολλάζ από τις εκδόσεις Κουκκίδα

Σταμπόγλης Σταύρος

Ο Σταύρος Σταμπόγλης γεννήθηκε το 1946 στην Αθήνα. Φοίτησε στο ΙΓ΄ Γυμνάσιο Αθηνών. Είναι πτυχιούχος της τεχνικής σχολής Δοξιάδη (ΑΤΙ 1966), και Αρχιτέκτων DESA, (Ειδική Αρχιτεκτονική Σχολή Παρισιού,ESA 1977). Εργάστηκε στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Σήμερα είναι ομότιμο μέλος του ΤΕΕ. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 2007. Από το 2009 έχει εκδώσει 8 ποιητικές συλλογές: Γη (Γαβριηλίδης, 2009), Έννοια εικόνας  (Γαβριηλίδης, 2010), Τόπος Νωδ  (Γαβριηλίδης, 2011), Αποτυπώσεις  (Οροπέδιο, 2012), Απόδοση τοπίων, (Γαβριηλίδης, 2012), Διαλεκτική βυθού (Μανδραγόρας, 2014),  Με την πλάτη στο παρόν (Κέδρος, 2014), Διηγήσεις πόλεων (Κέδρος, 2016). Είναι μέλος του ‘’Κύκλου ποιητών’’. 

Βιβλία -Σταύρος Σταμπόγλης


Σίμος Ανδρονίδης

Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη θεωρία του κράτους, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου.