«Εκεί όπου τ’ άστρα φλερτάρουν με την Ακρόπολη»

* * * * * * * * * * * * * * * * *

Πίνακας του Fabian Perez

         Η πόλη φωτίζεται από τ’ ολόγιομο φεγγάρι. Ο Παρθενώνας σαν μεγάλος πρωταγωνιστής του κόσμου αγκαλιάζει επιβλητικά το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, την Πλάκα και το Θησείο. Εικόνα μαγική που σε παρασύρει να χορέψεις κάτω απ’ την αυγουστιάτικη σελήνη, καθώς το αεράκι σού ανεμίζει εκστατικά τα μαλλιά σ’ ένα χορό σαν εκείνον που χόρευαν οι καρυάτιδες σε μυστικιστικές τελετές προς τιμήν την θεάς Αθηνάς. Ο χώρος πλημυρισμένος με μουσικές που παίζουν πλανόδιοι καλλιτέχνες από το Μοναστηράκι μέχρι τους πρόποδες της Ακρόπολης. Εκεί κάθε απόγευμα ένας τέτοιος μουσικός, με τη συνοδεία ενός ακορντεόν, τραγουδάει τους καημούς των ανθρώπων.  

          Ο Χαλήλ, είναι ένας άντρας γύρω στα τριανταπέντε από μία χώρα της Ανατολής, εκεί που οι άνθρωποι πιστεύουν ακόμα ότι εδώ, στην Ελλάδα, θα μπορέσουν ν’ αγγίξουν το δικό τους όνειρο. Ήρθε στη χώρα πριν από δεκαοχτώ χρόνια, έφηβος, έχοντας χάσει από νάρκη το ένα του πόδι στην πατρίδα του, εκεί όπου ο πόλεμος φλερτάρει με το χρήμα και τον ιμπεριαλισμό. Τα έξοδα για το ταξίδι στο «όνειρο» τα έκανε μία ομάδα συμπατριωτών του που έφερνε ανθρώπους στην Αθήνα για να ζητιανεύουν. Ο Χαλήλ άφησε για πάντα την πατρίδα του, την οικογένειά του, αλλά και μία κοινωνία καταπιεσμένη και καταπιεστική από τα πιστεύω της. Ταξίδεψε περπατώντας εβδομάδες με άλλους συμπατριώτες του που αναζητούσαν και κείνοι τη δική τους γη της επαγγελίας, που όμως δεν τη βρήκαν ποτέ. Φτάνοντας μετά από πολλές δυσκολίες στην Αθήνα, ο Χαλήλ στοιβάχτηκε όπως όπως σ’ ένα μικρό δυάρι στην Πλατεία Βικτωρίας μαζί με άλλους είκοσι νοματαίους και έπιασε αμέσως δουλειά. Άρχισε να ζητιανεύει γυρεύοντας τον οίκτο των περαστικών για λίγες δεκάρες. Εκείνες τις ώρες έκλεινε τα μάτια και ονειρευόταν ότι ταξιδεύει στον κόσμο αγγίζοντας τ’ αστέρια. Πολλά πάρε δώσε με τους άλλους ενοίκους του διαμερίσματος δεν είχε, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει όσο γρηγορότερα γινόταν από κει μέσα. Πρώτα όμως έπρεπε να ξεπληρώσει τους «σωτήρες» του που έφερναν στην Ελλάδα κόσμο με το αζημίωτο, εκμεταλλευόμενοι τον ανθρώπινο πόνο.   

          Τα λεφτά που μάζευε ο Χαλήλ τα έπαιρναν αμέσως, αφήνοντάς του μόνο ένα άδειο κουτί και μία καρδιά το ίδιο άδεια. Δέκα χρόνια χρειάστηκαν για να ξεπληρώσει το «χρέος» του  και ελεύθερος πια ν’ αναζητήσει τη μοίρα του. Μία μοίρα που τον οδήγησε στην αγκαλιά της Εμινέ, μιας νεαρής γυναίκας που άφησε και αυτή την πατρίδα της μαζί με τους γονείς και τ’ αδέρφια της για να βρει μία καλύτερη τύχη. Γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν τυχαία. Η Εμινέ καθάριζε σκάλες μαζί με τη μάνα της, ενώ ο Χαλήλ παίζοντας ακορντεόν τραγουδούσε πιστεύοντας ότι η φωνή του θα έφτανε μέχρι το Θεό και κείνος θ’ άκουγε τον πόνο των ανθρώπων. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί του και το γιο τους τον Ρατζίπ, που καθόταν σε μία γωνιά έχοντας για παρέα ένα κουτί αναψυκτικό με το βλέμμα στραμμένο στη γη γεμάτο απογοήτευση. Που και που κοίταζε τους περαστικούς που στέκονταν για λίγο ν’ ακούσουν τους αμανέδες του πατέρα του. Ένας απ’ αυτούς, τακτικός τώρα πια, ήταν και ο Μάξιμος, ένας άντρας γύρω στα πενήντα πέντε, γεννημένος στα βόρεια προάστια, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας.

 Η ζωή του Μάξιμου φαινομενικά ήταν σπαρμένη με ροδοπέταλα και σχεδιασμένη μέχρι και την τελευταία της λεπτομέρεια. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών και σπούδασε νομική. Στα τριάντα του έγινε δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Ήταν ο καλύτερος δικηγόρος της γενιάς του και δεν έχανε ποτέ του δίκη. Πολύ σύντομα από τις δικαστικές αίθουσες όπου αγόρευε βρέθηκε να διδάσκει στις αίθουσες του πανεπιστημίου. Ο γάμος του με τη Φοίβη, κόρη και αυτή ισχυρής οικογένειας δεν εξέπληξε κανέναν. Αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ερωτεύτηκαν ποτέ, απλά συνυπήρχαν για χάρη των δυο τους παιδιών, αλλά και της κοινωνικής τους θέσης.

Παρόλο που η ζωή του Μάξιμου έμοιαζε σχεδόν ονειρική, εκείνος σιγά σιγά βούλιαζε, παλεύοντας με τους δικούς του δαίμονες. Στα σαράντα του άρχισε να νοιώθει ότι πνίγεται από τη δουλειά και την κοινωνική του ζωή. Δεν τον γέμιζε τίποτα πια. Προσπάθησε να νοιώσει νέος και ν’ αποκτήσει ενέργεια κάνοντας σχέση για λίγο καιρό με μία νεαρή ασκούμενη δικηγόρο, την Ελπίδα. Μία σχέση που δε διήρκησε πολύ, γιατί ο Μάξιμος ένοιωθε εγκλωβισμένος από μία νεότερή του γυναίκα που δεν τον γέμιζε, ενώ αντίθετα αισθανόταν πως ξόδευε μαζί της άσκοπα ενέργεια και χρόνο. Με τα παιδιά του, παρόλο που τα λάτρευε, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις, γιατί και κείνα ζούσαν τη δική τους ζωή. Σύντομα ο Μάξιμος οδηγήθηκε στο γραφείο ενός ψυχολόγου. Πέντε ολόκληρα χρόνια έκανε ψυχανάλυση χωρίς όμως να νοιώσει ότι τον βοηθούσε, απλά από κάποια στιγμή και μετά το έκανε από συνήθεια.

 Τα χρόνια περνούσαν και κείνος ένοιωθε να χάνεται σ’ ένα σκοτάδι που δεν είχε διέξοδο και ήταν μόνο πενήντα χρονών. Τη μέρα των γενεθλίων του για μία ακόμα χρονιά η γυναίκα του είχε ετοιμάσει ένα πάρτι με καλεσμένη όλη την κοσμική Αθήνα που την αποκαλούσε «φίλους της». Από το πρωί στο γραφείο οι ευχετήριες κάρτες, οι ανθοδέσμες και τα δώρα πλημύρισαν το χώρο, όμως ο Μάξιμος ένοιωθε το σκοτάδι ν’ αγκαλιάζει την ψυχή του, ένα σκοτάδι τόσο φρικτό όπως οι εφιάλτες των παιδικών μας χρόνων.

Φεύγοντας από το γραφείο ένοιωσε την ανάγκη να περπατήσει για λίγο στο Θησείο και στο δρόμο που οδηγούσε στην Ακρόπολη. Είχε χρόνια να κάνει αυτή τη διαδρομή, σχεδόν από τότε που ήταν παιδί. Έβγαλε τη γραβάτα που τον έπνιγε τόσα χρόνια, έκλεισε το κινητό του τηλέφωνο και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Εκεί κάπου στη μέση της διαδρομής ο Χαλήλ, παρέα με το μικρό του γιο, τραγουδούσε με πόνο αλλά και με λεβεντιά τραγούδια της πατρίδας του. Ο Μάξιμος κοντοστάθηκε μαγεμένος και για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ένοιωσε ελεύθερος και ευάλωτος από τους αισθαντικούς ήχους της μουσικής. Φορώντας τα μαύρα του γυαλιά κάθισε σ’ ένα πεζούλι κοντά στον μικρό Ρατζίπ και έκλαψε. Ο λυγμός του ενώθηκε με τον αμανέ του Χαλήλ και έγιναν ένα, διαπερνώντας τον ουρανό και αγγίζοντας το σύμπαν.

Από εκείνο το βράδυ ο Μάξιμος, χωρίς να το πει σε κανέναν, πήγαινε και άκουγε τον Χαλήλ να παίζει ακορντεόν και να τραγουδάει. Οι δύο άντρες, τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο ίδιοι, χωρίς να μιλάνε επικοινωνούσαν μη γνωρίζοντας ο ένας τίποτα για τον άλλο. Εξάλλου, τι σημασία είχε; Εκείνες τις εκστατικές ώρες χανόταν στην απεραντοσύνη της μουσικής. Ήταν μόνο δύο ψυχές απογυμνωμένες από κάθε τι άλλο.

Ο Μάξιμος χωρίς να το καταλάβει είχε χαθεί τελείως μέσα στα σκοτάδια της ψυχής του. Η γυναίκα του έκανε το παν για να μην καταλάβει κανείς από τον κοινωνικό τους περίγυρο ότι ο άντρας της δεν ήταν καλά. Τις μόνες στιγμές που αυτός έβλεπε λίγο φως μέσα στην ψυχή του ήταν όταν περπατώντας μόνος του στο Θησείο άκουγε τον Χαλήλ να τραγουδάει, ενώ αυτός χανόταν στον πόνο και τη λεβεντιά των στίχων που υμνούσαν τον άνθρωπο και τα βάσανά του.

Αν βρεθείς ένα βράδυ τυχαία στο Θησείο, εκεί όπου τ’ άστρα φλερτάρουν με την Ακρόπολη, ίσως και ν’ ακούσεις τον Χαλήλ ν’ αγγίζει το φεγγάρι με τη φωνή του, κάνοντάς το να δακρύζει με τους αμανέδες του που μιλάνε για τη ζωή και τον έρωτα και ίσως δεις το Μάξιμο καθισμένο σαν σκιά δίπλα του να σκίζει το σκοτάδι μέσα του και να χαμογελάει ελεύθερος. 

Υ.Γ. Το κείμενο συνοδεύεται στην ηλεκτρονική του μορφή από πίνακες του αργεντίνου ζωγράφου Fabian Perez.

Γιώτα Αγαπητού

Η συγγραφέας Γιώτα Αγαπητού

Γεννήθηκε σε μία πόλη της Δυτικής Μακεδονίας.
Από δεκαοχτώ χρονών άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά αναζητώντας εμπειρίες ζωής.
Σπούδασε στη νοσηλευτική, αλλά η μεγάλη της αγάπη πάντα ήταν η λογοτεχνία.

Ξεκίνησε να διαβάζει από πολύ μικρή μεγάλους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, οι οποίοι την ενέπνευσαν αργότερα ώστε να ξεκινήσει να γράφει και δικά της κείμενα.

Πηγή έμπνευσής της ήταν και είναι ό,τι πηγαίο: απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ο πόνος η χαρά, η λύπη, η ομορφιά της ζωής και ό,τι καθημερινό και απλό που μπορεί  να αισθανθεί κάθε άνθρωπος σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Εξάλλου ο πόνος, η λύπη και η χαρά είναι αισθήματα πανανθρώπινα.   

Εδώ και αρκετά χρόνια ζει με την οικογένειά της στην Αλεξανδρούπολη. Μία όμορφη ακριτική πόλη με τη δική της ιστορία,  όπου και συνεχίζει να εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και να εμπνέεται  από ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, αρθρογραφώντας παράλληλα στην καθημερινή εφημερίδα της Θράκης «Η Γνώμη» εδώ και δύο χρόνια, καθώς και στην τριμηνιαία εφημερίδα Free Press 3600. Ενώ πριν αρθρογραφούσε για δύο περίπου χρόνια στην ηλεκτρονική σελίδα «Επάγγελμα Γυναίκα». Έχει συμμετάσχει με κείμενά σε τοπικές ομαδικές εκδόσεις  ανθολογίων, αλλά και κατά διαστήματα σε λογοτεχνικά έντυπα περιοδικά  του Έβρου.

Με εκτίμηση σε όλους τους αγαπητούς φίλους της e-musa.gr Γιώτα Αγαπητού.