«Τα μεγάλα λόγια» 

Πιάνουμε τα μεγάλα λόγια χρησιμοποιώντας τα για μπαστούνια παρηγοριάς και εκδίκησης, αναρριχητές στις θνητές μας σκάλες με υποβοήθηση στρεβλής φαντασίας. Όταν η εποχή αλλάζει, ανοίγουμε την ομπρέλα να κρύψουμε τα πρόσωπά μας, έχει αίσθηση η βροχή στην αλήθεια. Άλλοι καταπιάνονται με το βάθος και άλλοι με την επιφάνεια, το μακρύ ενδιάμεσο κενό ναυαγεί στα σχολεία μας, στις εκκλησίες μας, στις δουλειές μας κι ακόμη μέσα στο έπος της ποίησής μας.

Πιάνουμε τα μεγάλα λόγια με στοργή, σαν σωσίβια εφήμερης φήμης και όλο το δίκαιό μας είναι απασχολημένο μαζί τους. Έρχονται μετά και μας χτυπάνε στην πλάτη, βιδώνονται στο νου μας και μας λένε πως μας έχουν εξασφαλισμένους. Κι εμείς που δεν το πιστεύουμε κατά βάθος, φτιάχνουμε μια σωστική λέμβο με τα γράμματα της επιφάνειας και πιστεύουμε πως τα αντέχουμε όλα.

Έρχεται η ολική βροχή, θα τα ξεπλύνει όλα, θα δραπετεύσουμε από τους ήχους που μας τυραννούν, θα μεταλάβουμε μια φορά τις κρυφές μας επιθυμίες. Δίνουμε υποσχέσεις στο κρυμμένο μας δίκιο, όντας σημαιοφόροι των μεγάλων λέξεων. Φοβόμαστε να γυμνωθούμε, ο τρόμος των νικημένων μας πιάνει και η συνήθεια σκάει στα γέλια. Αα, εδώ να σημειώσουμε πως η συνήθεια έχει φτιάξει πλήθος πόλεων για ημετέρους, από αυτά που προδίδουμε.

Πιάνουμε τα μεγάλα λόγια και τους κάνουμε μία ένεση διαρκείας. Οι ξυλόσομπες φωνάζουν από το καλοκαίρι να γεμίσουμε τις αποθήκες, μην αποδομηθούμε από τον κρύο στίχο της διάθεσης με παραγγελία χειμώνα. Έχουμε πιστέψει αυτό που πριν ήμασταν σίγουροι πως ήταν μια πλάνη. Την βολή δεν την παίζουμε στα ζάρια, σκύβουμε πάνω της πατρικά κι αν επιζήσουμε από την αγκύλωση, σηκωνόμαστε κατά τα ογδόντα μας χρόνια και αρχίζουμε να πετάμε λέξεις αλήθειας, έτσι για την υστεροφημία μας. Νομίζουμε πως ξεκλειδώνουμε τα εύρετρα της απουσίας μας.

Κάποιοι τρελοί γελούν και ακούγονται ως την κόλαση, κάνουμε πως δεν τα ακούμε τα τελευταία και βγάζουμε ένα ημερολόγιο αγιότητας με στίχους μας, περιφέρουμε το υλικό σε αιχμηρά γραφεία και μας ανταποδίδουν τα μεγάλα λόγια για πρώτη φορά. Ύστερα, από το ύψος του κυπαρισσιού που σκαρφαλώσαμε άνετα σε τέτοια ηλικία, κρύβουμε τον βήχα μας και παίρνουμε τον έπαινο στην όγδοη εφηβεία μας, ευτυχισμένοι αφανείς στην επιφάνεια των λέξεων.

Μας έπιασαν τα μεγάλα λόγια και δεν μας αφήνουν. Τόσο αθόρυβα και τόσο ζωντανά αγάλματα που θα ξαναβρούν.

Τα μαζικά μας μη υγιή ερεθίσματα, τα θυμάμαι από παιδιά που ήμασταν, μας είχαν σταθεί τόσο τρυφερά, τότε που δεν γνωρίζαμε πως κάποια γλυκά λόγια έχουν μεγάλη προέκταση λύπης.

΄΄Στην απλότητα εκτενέστερα μοιραζόμαστε΄΄ είπαν τα λόγια που αληθώς γεννήθηκαν.

Ξύθηκα στις γωνίες των τρίγωνων φεγγαριών και ρίχτηκα πάλι με πάθος στον κύκλο μου. Συγνώμη δεν τα πρόσεξα.

Ηλίας Παπακωνσταντίνου

(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή: ΤΑ ΤΡΙΓΩΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ – ΤΑ ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΉ – LONG VEHICLE THOUGHTS)


Ηλίας Παπακωνσταντίνου (Συγγραφέας) – Βιογραφία