«Ακόμα μερικά σχόλια στην καβαφική ποιητική
και αίσθηση των πραγμάτων…»
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

 

Αχρονολόγητο Φωτογραφικό Πορτρέτο του Κ.Καβάφη – Αρχείο Καβάφη: Ψηφιακό Αποθετήριο.

Θερινές οι αισθήσεις, και υπό τη γοητεία του παράδοξου, που συνέχει την αντοχή μας στο αστικό κέντρο, μια αναφορά στην καβαφική «Θάλασσα του πρωιού».. είναι η θάλασσα της Αλεξάνδρειας με την «κίτρινη όχθη», και είναι η «πανουργία» μιας ποίησης που σου «υπόσχεται» μια «ρομάντζα» και σου εγγυάται εν εξελίξει το δέος μιας αενάως μετέωρης εμπειρίας.. από τη θάλασσα του τίτλου, μένει τελικά η ανίκητη επιρροή της άτιτλης (ανομολόγητης) εσωτερικής «θάλασσας» (παθών ).

Η ποίηση του Καβάφη συντάχθηκε πολύ μακριά από τη συναισθηματική σύμβαση της «φυσιολατρίας», ακριβώς γιατί ο όποιος δικός του λυρισμός ιδρύεται ακατάπαυστα στην απόλυτη εσωτερικότητα του αναδυόμενου μετανεωτερικού υποκειμένου… ο «καβαφικός ρεαλισμός» δεν είναι μονότροπα η νευρωτική πρόσδεση στα πράγματα, αλλά είναι, κυρίως, μια πολύσημη τομή στην εμπειρία του υποκειμένου, του μόνου απτού εδάφους όπου όλα γίνονται πράξη ζωής στην καθημερινότητα.

Ο Καβάφης «προφητεύει» το μετέωρο εγώ του μεταβιομηχανικού πολιτισμού.

Ο Καβάφης «προφητεύει» το μετέωρο εγώ του μεταβιομηχανικού πολιτισμού, και γι’ αυτό ακριβώς, με μια διορατικότητα που ξαφνιάζει, συγκροτεί μια ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία που «απαντά» στο διαρκές ξερίζωμα της σύγχρονης νομαδικότητας και αντλεί την πειστική της ανοιχτότητα από τη συνείδηση της ελληνικής οικουμενικότητας… αυτό το μετέωρο εγώ, ποντισμένο στα πάθη, μόνο στους ίσκιους του αστικού τοπίου μπορεί να πιστοποιηθεί, αφού η Φύση προαπαιτεί και εξυπακούει μια στιβαρή και πυκνή «κανονικότητα».

Η προσωπική «σκοτεινή» εμπειρία, η -ας την πούμε..- ταξική φύση του αιγυπτιώτικου ευπατριδισμού, και η ενδοσκοπική σχέση με την εξελισσόμενη πραγματικότητα: αποσυνδέουν τον Καβάφη από τη Φύση, προσφέροντας ως πεδίο αποκλειστικής συγκίνησης τις αισθήσεις/αισθησιακότητα και την πνευματικότητα.

Η προσωπική «σκοτεινή» εμπειρία, η -ας την πούμε..- ταξική φύση του αιγυπτιώτικου ευπατριδισμού, και η ενδοσκοπική σχέση με την εξελισσόμενη πραγματικότητα: αποσυνδέουν τον Καβάφη από τη Φύση, προσφέροντας ως πεδίο αποκλειστικής συγκίνησης τις αισθήσεις/αισθησιακότητα και την πνευματικότητα… ο σωματοκεντρισμός ως ορίζουσα ερωτική «κουλτούρα» και μια ενόραση πολιτισμού πνευματική, εκτρέφουν μια απόλυτη αδιαφορία για το φυσικό περιβάλλον.

Δυο στροφές τετράστιχες με τη γνωστή ( ; ) καβαφική «υπόδειξη» της ισοδύναμης οργάνωσης: ομοιότυπη έναρξη («Εδώ ας σταθώ…» ) που υποβάλλει μια εντύπωση κλασικής επανάληψης, αλλά απλή εντύπωση καθώς ο στόχος είναι να εκπληρωθεί, με εξωτερική παραπλάνηση, το σχήμα «Θέση – ‘Αρση», να μορφοποιηθεί η αντίθεση όπου, κατά τον Καβάφη, υπό τη σκιά της σαιξπηρικής «λογικής», συγκροτείται η αλήθεια των ανθρωπίνων.

Είναι αυτό το σχήμα που συνιστά τον βαθύ πυρήνα της καβαφικής δραματικότητας/θεατρικότητας, σχήμα ανατροπής της εικόνας και ανάδειξης του καίριου αοράτου, της λανθάνουσας κυβερνώσας αλήθειας… και πάντα με ρητή συνειδητότητα, καθώς ομολογεί απέριφραστα το «ποιητικό εγώ» με τη φράση «κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά…»… αυτοαποπλάνηση και, συνάμα, αυτοαπομυθοποίηση, αυτή η «κατάρα» της καβαφικής εμπειρίας, που μετουσιώνεται σε «προχωρημένη» ποιητική σύνθεση.

Εδώ, όλο αυτό διοχετεύεται σε μια κυριολεκτική ανατροπή, αφού η Εικόνα (το Φαίνεσθαι ) είναι η Φύση… βέβαια ο Καβάφης δεν παραδέρνει σε νεοκαντιανά παραληρήματα και δεν θεωρεί «είδωλο – φάντασμα» τη Φύση !…απλώς, αποσχίζεται από την κρατούσα βεβαιότητα ή έστω παραδοχή, και τοποθετεί την πηγή της ομορφιάς στο προσωπικό του φαντασιακό και σε σχέση με τα σώματα όπου απόλαυσε την ηδονή.

Η καβαφική ποιητική συνίσταται σε έναν άτυπο διάλογο, σε μια «αντιπαραβολή» στάσεων, σε μια ανατροπή… ωστόσο πάντα διακρίνεται κάτι σαν πικρία, σαν αίσθηση στέρησης αυτού που οι «πολλοί» ζουν, όπως εδώ με το «κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο».

Αυτό το «εδώ ας σταθώ..», τόσο ειρωνικά προτρεπτικό, σαν «στήσιμο» για φωτογραφία.. και αμέσως μετά αυτό το υποχωρητικό συγκαταβατικό «κι ας δω κι εγώ..», σαν παραχώρηση σε μια συνήθη συλλογική στάση, σαν δοκιμή μήπως κάτι δεν έχει κάνει σωστά, εν τέλει σαν έμμεση, υπαινικτική έκθεση της γενικής κοινωνικής στάσης, της εικονικής προσαρμογής και της όντως απόκλισης.

Η καβαφική ποιητική συνίσταται σε έναν άτυπο διάλογο, σε μια «αντιπαραβολή» στάσεων, σε μια ανατροπή… ωστόσο πάντα διακρίνεται κάτι σαν πικρία, σαν αίσθηση στέρησης αυτού που οι «πολλοί» ζουν, όπως εδώ με το «κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο».

Και «στέκεται» και είναι φανερό ότι προσπαθεί να βρει λόγους ομορφιάς, λόγους εσωτερικής έλξης, μα όλη του η προσπάθεια εξαντλείται σε ένα εύκολο και τυπικό λεκτικό «χρωματολόγιο», σε μια βεβιασμένη προσδοκία να δώσουν οι λέξεις την αίγλη που καθόλου δεν αναδύεται από την προσωπική αίσθηση… το κάνει συχνά ο Καβάφης, να «στεγνώνει» τη γλώσσα όταν θέλει να αναδείξει την απουσία του προσώπου, να «φορμαλίζει» σα να συντάσσει υπηρεσιακό έγγραφο.

Και όχι μόνο «στεγνώνει τη γλώσσα», αλλά και –σταθερός στην «ποιητική των αντιστίξεων».

Και όχι μόνο «στεγνώνει τη γλώσσα», αλλά και –σταθερός στην «ποιητική των αντιστίξεων»- δημιουργεί, με κάποια απόσταση, ένα ζεύγος αντιθέτων που οριοθετούν άτυπα μια «ουδέτερη ζώνη», δηλαδή ένα κενό πραγματικότητας, κενό με την έννοια της απουσίας ενός υπαρκτού λειτουργικού προσωπικού λόγου… ο ένας πόλος είναι σχεδόν όλη η πρώτη στροφή («Θάλασσας του πρωιού… μεγάλα φωτισμένα» ), κι ο άλλος είναι οι δύο καταληκτικοί στίχοι της δεύτερης στροφής… στο πρώτο πεδίο το ορατό με την εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια, και στο δεύτερο το αόρατο, οι εσωτερικοί «ίσκιοι», με την καταλυτική επίδραση… η πραγματικότητα πλέον δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη, αφού όλα υπάγονται νόμιμα σε μια λειτουργική σύμβαση.

Ο «καβαφικός ρεαλισμός» έχει το μοναδικό ιδίωμα να συντίθεται από «ύλη» και «πνεύμα», από «αντικειμενικό» και «υποκειμενικό», από μια αρχική αλήθεια, «λόγο» και «φαντασία»… αυτή ακριβώς η «χημική σύσταση» του «καβαφικού ρεαλισμού» είναι που στερεώνει την παντοτινότητα της καβαφικής ποίησης, δηλαδή την αντοχή του κύρους της μέσα σε όλες τις εποχές.

Ο Αλεξανδρινός δεν αγνοεί το αντικειμενικό κύρος της πραγματικότητας, ούτε τους κοινόχρηστους αξιολογικούς κώδικες που ρυθμίζουν τη σχέση μαζί της.. ακόμα, δεν αγνοεί και το ότι σε όλα αυτά μπορεί να ισχύει μια ομορφιά, μια συγκινησιακή αξία ανώτερη… ωστόσο, όλα αυτά ο ίδιος τα θέτει σε δεύτερη μοίρα εν όψει των ενδότατων σ’ αυτόν αισθητικών αρχέτυπων.. αρχέτυπα ηδονικά, της ερωτικής «απογείωσης», αρχέτυπα ταυτοποιημένα ως «ινδάλματα της ηδονής», που απέκτησαν/αποκτούν καλλιτεχνικό μεγαλείο στη φαντασία και διατηρούνται σαν ενεργά βιώματα στην ανάμνηση.

Ο ποιητής θητεύει στο αντικειμενικό με τον εξοπλισμό «ανάσας» που του εξασφαλίζει η εξιδανικευτική εσωτερίκευση των «ημερών της ηδονής».. η εμπειρία έχει πρόσωπο και δεν είναι ακολουθία γεγονότων, έχει πρόσωπο έστω κι αν αυτό έχει «αναπλαστεί» από μια ωραιοποιητική φαντασία που τελειοποιείται για να «ξεσκαρτάρει» την αίσθηση από κάθε ασχήμια.

Ο «καβαφικός ρεαλισμός» έχει το μοναδικό ιδίωμα να συντίθεται από «ύλη» και «πνεύμα», από «αντικειμενικό» και «υποκειμενικό», από μια αρχική αλήθεια, «λόγο» και «φαντασία»… αυτή ακριβώς η «χημική σύσταση» του «καβαφικού ρεαλισμού» είναι που στερεώνει την παντοτινότητα της καβαφικής ποίησης, δηλαδή την αντοχή του κύρους της μέσα σε όλες τις εποχές.

Νίκος Σταθόπουλος (Φιλόλογος) 


Θάλασσα του πρωϊού

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη• όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)•
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ακούστε μελοποίηση του ποιήματος από τον Δ.Παπαδημητρίου


Νίκος Σταθόπουλος (Φιλόλογος) – Βιογραφία