«Μάνα, η πιο εύφορη γη που μου δόθηκε.» 

“…πείτε ευχές, μύριες ευχές για τη μητέρα…”
8 Μαΐου 2022

“Η Μάνα”, Γεώργιος Μαρτινέλλης

Είπαν της θάλασσας “γιορτάζει η μάνα”
κι αμέσως έγινε η φουρτούνα γαλήνη.

Το ‘μαθαν τα πουλιά, “γιορτάζει η μάνα”
και το τραγούδι τους ξεχείλισε πλημμύρα.

Το ‘μαθαν τα άνθη, “γιορτάζει η μάνα”
και μοσχοβόλησε η πλάση χίλια μύρα.

Τ’ άκουσε η βροχή, αλλά δεν έκλαψε
δάκρυ δεν κάνει να κυλήσει αυτή τη μέρα.

Τ’ άκουσε ο ουρανός κι άνοιξε διάπλατα
πείτε ευχές, μύριες ευχές για τη μητέρα»


“Μάνα”, Ζωή Σαμαρά

Κλεισμένη σ’ έναν πύργο της Βαβέλ
που έφτιαξε ή έπλασαν για ’κείνη
δυο τείχη τρυφερά την αγκαλιάζουν

Να φύγει προσπαθεί μα δεν σαλεύει
Νερό η καρδιά της το μυαλό της πέτρα
χτίζουν τον πύργο που τη φυλακίζει

Σαν θες να φύγεις διάλεξε μιαν άκρη
που να μην έχει φτάσει η αγάπη

(Νέα Εστία, Πρωτοχρονιά 1991
Η ετήσια ανθολογία των εκατό, Δαυλός, 1992)

 

“Anapeste”, Zoe Samara

Enfermée dans sa tour de Babel
Tour bâtie de ses deux pierres pensantes,
Elle accouche de poèmes en trois langues

Le matin elle s’assoit près d’une grille,
Elle observe les gens dans la rue
Qui viennent, qui s’en vont en courant.

Isolée au milieu d’une grande ville,
Elle comprend que les trois ne font qu’un
Et devient l’âme pensante de la vie.

(Νέα Υόρκη, Μάιος 1972)


“Μάνα”, Ευμορφία Καλύβα

Μάνα, η πιο εύφορη γη που μου δόθηκε.
Υγρό έδαφος αεί κορεσμένο,
δροσιά του καλοκαιριού στων καρπών την έξαψη,
βροχή ζωοδότρα των σπόρων μου,
άνεμος και καταιγίδα
στη χειμερία νάρκη των παθών μου,
μελωδία στο χθες μου και ήλιος που μέλλεται.
Κάπα και χέρι
στη βαρυχειμωνιά μου,
ζεστής αγκαλιάς.
Δάκρυ γλυκό
στην ερημιά του κόσμου,
ζεστά σκεπάσματα
στον πυρετό των εξάψεων.
Διάφανο χαρτί των παραισθήσεων μου
κόκκινη μελωδία του πάθους της ζωής,
πολυτάραχη παρτιτούρα αγιασμένων ήχων
φωλιάζει εντός μου και Θυσία βαφτίζεται!


“Της Μάνας μου Θεοδώρας”, Σπύρος Ζαχαράτος

Ένα εξώφυλλο, μια αφιέρωση κι ένα τραγούδι! 

Και σε όλες τις Μάνες
που στέκουν σαν πικραμένες
Παναγιές, στις ερημιές του
Κόσμου!
Μου λείπεις Μάνα μου πολύ
η ερημιά είναι γυαλί,
και την ψυχή μου κόβει
Με πνίγουνε κι φόβοι.
Την Τρίτη του Δημοτικού
μονάχα έχεις τελειώσει
κι από τις πίκρες της ζωής
εισ’ ένας ουρανός βαρύς
Και χιόνι που’ χει λιώσει.
Μου λείπεις Μάνα Κυριακή
λόγια δεν έχω από ‘κει,
και δύσκολα αναπνέω,

στείλε μου ένα νέο…


“Μάνα Μικρασιάτισσα”, Δημήτρης Φιλελές

Μάνα Μικρασιάτισσα που είδες στην ποδιά σου
μες στου πολέμου τη φωτιά σφαχτάρια τα παιδιά σου
πώς άντεξες και σήκωσες τέτοιο σταυρό στην πλάτη
στης προσφυγιάς τ’ αγκαθωτό το μαύρο μονοπάτι.

Μάνα Μικρασιάτισσα που βούλιαξες στον πόνο
σαν το μαχαίρι του φονιά σταμάτησε τον χρόνο
πώς στάθηκες στα πόδια σου και σήκωσες κεφάλι
πώς ρίχτηκες απ’ τη σκλαβιά ευθύς στη βιοπάλη.

Μάνα Μικρασιάτισσα μέσα στ’ αποκαΐδια
που φόρεσες τα βάσανα στα χέρια δαχτυλίδια
πώς έσκισες ορθόκορμη τη θάλασσα του κόσμου
πώς με το δάκρυ πότισες ένα κλαράκι δυόσμου.

Μάνα Μικρασιάτισσα που έσυρες το βήμα
και πάτησες τον θάνατο βαθιά μέσα στο μνήμα
πώς ρίζωσες αλύγιστη στην τόση καταφρόνια
πώς ζύμωσες γλυκό ψωμί και έλιωσες τα χιόνια.

Μάνα Μικρασιάτισσα, χαροκαμένη μάνα
που ‘φυγες δίχως ν’ ακουστεί του λυτρωμού καμπάνα
πώς σου ‘φτασε μια χούφτα γης λεύτερη ν’ ανασαίνεις
και μιας ζωής ανάσταση μονάχα να προσμένεις.

Μάνα Μικρασιάτισσα πως να μη γονατίσω
την άκρη απ’ το φουστάνι σου για να την προσκυνήσω
κι απ’ την παλιά σου ξέθωρη χλωμή φωτογραφία
κοιτάζοντας τα μάτια σου να μάθω ιστορία.


“Μάνα”, Δέσπω Πηλαβάκη

Μάνα που πριν να γεννηθεί
λατρέφκεις το παιδίν σου
τζι εννιά μήνες το κουβαλάς
μες στην τζιοιλιάν μαζί σου.

Τρέφεις το με το γαίμαν σου,
ζωή του , η ζωή σου,
μάνα, που πριν να γεννηθεί,
μπαίννει στην προσευχήν σου.

Απού την γένναν τζι ύστερα,
αρρώστιες του, ξενύχτια
τζιαι η καρτούλλα του φακκά
μες στα δικά σου στήθκεια.

Άξιππα εμεάλυνεν,
τελειώννει το σκολείον,
ξεβαίννει με τους φίλους του
μα αν αρκήσει λλίον,

τρέμει το φυλλοκάρτιν σου,
παρακαλείς τον Πλάστη,
να μεν έπαθεν τίποτε,
γερός έσσω του νάρτει.

Παντρέφκεις το τζιαί πάει πκιόν
στο σπίτιν το δικόν του,
αλίμονον σου, τρώει σε
τζι έγνοια των παιθκιών του.

Μάνα μου είσαι μόνον μια
τζιαί σαν εσέν εν έσιει,
πηγή εν η αγάπη σου
αστείρευτη τζιαί τρέσιει!


“Αχ, Μάνα”, Κώστας Βασιλάκος

Αχ, μάνα
θα κάνω κήπο τον ουρανό
και θα τον σκαλίζω τα βράδια,
για να σε βλέπω κάθε πρωινό
να χαϊδεύεις τα γεράνια.

Αχ, μάνα
το αγαπημένο μας δρομάκι
θα στείλω στη γειτονιά σου,
με χρώματα από χαραυγή,
ήλιο και δειλινό,
να σεργιανίζει η αύρα σου
κι εγώ σε θωρώ.

Αχ, μάνα
θα δέσω τις ευχές σου προσευχή,
κάθε κόμπος
κι ένα σκαλί,
ν΄ανέβω ως την εικόνα σου εκεί ψηλά,
για να με πάρεις αγκαλιά.


“Μάνα”, Γρηγορία Πελεκούδα

Μια νύχτα που κλαίει μου λες
για το κρυφό το φανερό
που όλα τα διχάζει πως θα φύγεις
πάνω στη θλίψη,
νοσταλγώντας ήχους απόβροχου
σε μια πόλη χωρίς ψυχή ακίνητη
όπου αθώοι κι ανίδεοι τρομαγμένοι
δεν θα μπορούν να υποψιαστούν
πως να διαβούν την απόσταση
όταν τις νύχτας η σιωπή γίνεται θάνατος
από κρότους κι ο θάνατος αποκάλυψη
κι οι επιζών στα δάχτυλα μετρημένοι
το βλέμμα να υψώνουν στ΄ουρανού τον φεγγίτη
κι εκείνη την ώρα να πέφτουν σταγόνες βροχής
πανικόβλητες στη δίνη του άνεμου
να βλέπεις το έλεος μέσα στα μάτια τους
πια στάχτη ανατέλλει ένα ολόκληρο παράπονο;

Απόπειρα εξόδου την τύχη της μακαρίζω
την χτυπώ για να φύγει με ήχους τυμπάνου
για να ολοκληρωθεί το έργο μιας γης
ανάπηρης που όλο και βαθύτερα γέρνει
μπρος στο κενό του χαμού,
Μάνα μου στης γης τ΄αποκαΐδια
φύλακας άγγελος έγινες
να την φυλάς ως τελευταίο ασπασμό.


“Μάνα”, Ρούλα Κτενά

Θέλω να νιώσω από τα χέρια σου το χάδι
να με κρατάς να μην φοβάμαι στο σκοτάδι
Θέλω να νιώσω την γλύκα των χειλιών σου
στο μέτωπό μου,όταν μετράς τον πυρετό μου.

Θέλω να γίνω, μικρό ανήμπορο παιδάκι
στην αγκαλιά σου να κουρνιάζω σαν πουλάκι
Τραγούδια να μου λες στ’ αυτί να μην φοβάμαι
όταν αστράφτει τις νυχτιές και δεν κοιμάμαι.

Ανάμεσα στ’ αστέρια ψάχνω σαν νυχτώνει
μάνα του ουρανού,του παραδείσου αηδόνι
Ας ήταν να ανέβαινα με της καρδιάς την σκάλα
Μάνα γλυκιά μου Παναγιά να σ’ έβλεπα μια στάλα.

Ως να περάσει ο καιρός που θα βρεθούμε όλοι,
σε ανθισμένες γειτονιές σ’ ωραίο περιβόλι,
και θα ‘ μαστε όπως παλιά κλωσσόπουλα τριγύρω
εγώ και τ’ άλλα σου παιδιά ,κι όλη η αγάπη γύρω,

Κρατάω την δική σου ευχή δώρο και φυλαχτό μου
αγάπη παίρνω και χαρά απ’ τον μονάκριβό μου
Μάνα μου σ’ έχω στην καρδιά , εκεί θα είσαι πάντα
αγγέλων ύμνος την αυγή,του δειλινού μπαλάντα.


“Tης αγάπης σου φυγόδικος”, Ειρήνη Γαβαλά

Αν ήσουν μάνα μου εδώ,
θα ερχόμουν να σε δω
και λουλούδια να σου φέρω
στης αγάπης τον βωμό.

Αν ήσουν σήμερα εδώ
μια αγκαλιά θα σου ΄λεγα ζητώ,
ένα σου χαμόγελο γλυκό.

Όμως,
να που τώρα φυγόδικος εγώ από
της λησμονιάς το γλυκόπικρο νερό
μια παλιά φωτογραφία σου κοιτώ,
τα μάτια μου σφαλώ
και στο όνειρό μου πια μόνο σε ζητώ…


“Σαν γιορτή”, Λίνα Βαταντζή

Λευκή παρουσία
και φτερά
για της γης τα πέρατα
και το στερέωμα.
Μάνα,
το φωτοστέφανό μας.


“Σαν φτερό”, Όλγα Αχειμάστου

Μια τριανταφυλλένια ποδιά,
δυο χρυσές μπούκλες,
χεράκια πάντα στα νερά,
στον κόρφο σου νεροκάρδαμο
μυρίζει από σαπούνι.
Έμπαινα και σε χάζευα
απ’ τη μεγάλη πόρτα,
να στρέφεις, να ακροπατάς 
σαν το ανάλαφρο φτερό,
φαγάκια να στολίζεις.
Κι όταν είδηση μ’ έπαιρνες
γλυκά χαμογελούσες κι έλεγες:
Ήρθες κορίτσι μου γλυκό;
Κάτι να σε φιλέψω.
Να φτιάξω τηγανίτες;
…………………….
Έφυγες.
Νηστική έμεινε η ζωή μου.