«Μισό ψωμί κι ένα βιβλίο»

Oμιλία στα εγκαίνια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Φουέντε Βακέρος
του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα μαθητής Λυκείου με τη μικρή του αδελφή.

Ο Λόρκα (1898-1936) γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα έντεκά του στην αγροτική κωμόπολη Fuente Vaqueros, δεκαεφτά χιλιόμετρα δυτικά της Γρανάδας.
Τον Μάιο του 1929, στη διάρκεια ενός δείπνου που παρατέθηκε από τους συγχωριανούς του για να γιορτάσουν το ανέβασμα στη Γρανάδα του θεατρικού του «Μαριάννα Πινέντα», ο Λόρκα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια τοπική βιβλιοθήκη, στην οποία θα πρόσφερε τα δικά του βιβλία και βιβλία φίλων του συγγραφέων.
Η πρόταση εγκρίθηκε από τον δήμαρχο, ο οποίος ανέθεσε στον Λόρκα να οργανώσει τα επίσημα εγκαίνια τον Σεπτέμβρη του 1931, στη διάρκεια της γιορτής του χωριού. Ας σημειώσουμε τη συγκυρία. Τον Ιούνιο έχει καταργηθεί η βασιλεία και έχει ανακηρυχθεί η «Δημοκρατία όλων των εργαζομένων», μετά από οχτώ χρόνια δικτατορίας, με το Σύνταγμα του 1931, που προέβλεπε, μεταξύ άλλων: ελευθερία της έκφρασης, καθολική ψηφοφορία (συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των φαντάρων), οχτάωρο, κοινωνική ασφάλιση, αύξηση των μισθών, αγροτική μεταρρύθμιση, διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας, ελευθερία θρησκεύματος, διαζύγιο και πολιτικό γάμο, αυτονομία των επαρχιών, κατάργηση των προνομίων των αριστοκρατών, δημόσια υποχρεωτική μη θρησκευτική εκπαίδευση (οι αναλφάβητοι αποτελούσαν το 45% του πληθυσμού) κ.ά.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Λόρκα στα εγκαίνια.
(Γιώργος Παπαπαναγιώτου)


«Μισό ψωμί κι ένα βιβλίο»

Oμιλία στα εγκαίνια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Φουέντε Βακέρος του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

[Όταν κάποιος πηγαίνει στο θέατρο, σ’ ένα κονσέρτο, σε μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική εκδήλωση ή γιορτή, εφόσον του αρέσει το θέαμα, αναπολεί αμέσως τους δικούς του που απουσιάζουν, και θλίβεται επειδή σκέφτεται: «Πόσο θ’ άρεσε αυτό στην αδερφή μου, στον πατέρα μου!». Από εκεί και πέρα, θα χαρεί το θέαμα, αλλά με μια ελαφρά μελαγχολία. Τέτοια μελαγχολία αισθάνομαι κι εγώ, όχι για τα μέλη της οικογένειάς μου –αυτό θα ήταν ποταπό– αλλά για όλους τους ανθρώπους που λόγω έλλειψης χρημάτων και εξαιτίας της κακοτυχίας τους δεν απολαμβάνουν το ύψιστο αγαθό της ομορφιάς, της ομορφιάς που είναι ζωή, καλοσύνη, γαλήνη και πάθος.

Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν έχω βιβλία. Μόλις διαβάσω αυτό που αγόρασα, τρέχω να το προσφέρω. Έχω δώσει αμέτρητα βιβλία. Γι’ αυτό είναι τιμή για μένα να βρίσκομαι σήμερα εδώ, ευτυχής που εγκαινιάζω αυτή τη βιβλιοθήκη του λαού, την πρώτη σε όλη την επαρχία της Γρανάδας.
Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με ψωμί. Εγώ, αν πεινούσα και βρισκόμουν πάμφτωχος στο δρόμο, δεν θα ζητούσα ένα ψωμί, αλλά μισό ψωμί κι ένα βιβλίο. Και από εδώ που βρισκόμαστε, καταγγέλλω με δριμύτητα όλους αυτούς που μιλούν μόνο για οικονομικές διεκδικήσεις, ενώ δεν μιλούν ποτέ για πολιτιστικά αιτήματα: κι όμως, αυτά χρειάζονται και απαιτούν βροντοφωνάζοντας οι λαοί. Είναι σπουδαίο να έχουν φαγητό όλοι οι άνθρωποι• πρέπει, όμως, επίσης, όλοι οι άνθρωποι να έχουν πρόσβαση στη γνώση, να απολαμβάνουν όλους τους καρπούς του ανθρώπινου πνεύματος, διότι το αντίθετο θα σήμαινε τη μετατροπή τους σε μηχανές στην υπηρεσία του κράτους, τη μεταμόρφωσή τους σε σκλάβους μιας φοβερής οργάνωσης της κοινωνίας.

Πολύ περισσότερο υποφέρω για τον άνθρωπο που διψάει για γνώση και τα οικονομικά του δεν επιτρέπουν την ικανοποίηση της επιθυμίας του απ’ ό,τι για κάποιον που πεινάει. Γιατί κάποιος που πεινάει μπορεί να μετριάσει εύκολα την πείνα του μ’ ένα κομμάτι ψωμί ή με φρούτα. Αυτός όμως που διψάει για γνώση και δεν έχει τα μέσα να ικανοποιήσει την επιθυμία του υποφέρει από μια τρομακτική στέρηση, γιατί αυτό που έχει ανάγκη είναι τα βιβλία, βιβλία, πολλά βιβλία – κι αυτά δεν μπορεί να τα βρει.

Βιβλία! Βιβλία! Να μια μαγική λέξη που είναι σα να κραυγάζει κανείς:
«Αγάπη, αγάπη!».
Αυτό θα έπρεπε να απαιτούν οι λαοί, με την ίδια ένταση που διεκδικούν το ψωμί ή που προσεύχονται να βρέξει αρκετά για τη σπορά τους.

Όταν ο διάσημος Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι –πατέρας της Ρώσικης Επανάστασης πολύ περισσότερο απ’ όσο ο Λένιν– ήταν φυλακισμένος σε κάτεργο στη Σιβηρία, αποκομμένος από τον κόσμο, κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, περικυκλωμένος από ανεμοδαρμένες και μονίμως χιονισμένες πεδιάδες, ζητούσε βοήθεια από την οικογένειά του, γράφοντάς τους: «Στείλτε μου βιβλία, βιβλία, πολλά βιβλία για να μην πεθάνει η ψυχή μου!». Κρύωνε, αλλά δεν ζητούσε ζέστη• διψούσε πολύ, αλλά δεν ζητούσε νερό, ζητούσε βιβλία, δηλαδή ορίζοντες, δηλαδή σκαλοπάτια για ν’ ανέβει στις κορυφές του πνεύματος και της καρδιάς. Γιατί η φυσική, η βιολογική οδύνη ενός σώματος, εξαιτίας της πείνας, της δίψας ή του ψύχους, διαρκεί λίγο, πολύ λίγο, ενώ η οδύνη της ανικανοποίητης ψυχής διαρκεί ολόκληρη ζωή.

Ο μεγάλος Μενέντεθ Πιδάλ –ένας από τους αληθινά μεγάλους σοφούς της Ευρώπης– έχει πει ότι το έμβλημα της Δημοκρατίας πρέπει να είναι «Ισχύς μου η μόρφωση και η καλλιέργεια του λαού», διότι μόνο χάρη σ’ αυτά μπορούν να επιλυθούν τα προβλήματα του λαού, που είναι γεμάτος πίστη και ενθουσιασμό, αλλά χωρίς φως….]

(Για το κείμενο στα ισπανικά και στα γαλλικά, βλ. goo.gl/tUV53a)

Μετάφραση από τα γαλλικά Γιώργος Παπαπαναγιώτου.

Πηγή: Αρχείο Ενθεμάτων


Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία – Βιογραφία

Ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας και η μητέρα του δασκάλα. Από τους πρώτους μήνες της ζωής του υπέστη την ταλαιπωρία σοβαρής ασθένειας, η οποία μάλιστα θα του αφήσει και μια μικρή χωλότητα. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στον τόπο που γεννήθηκε: στο Φουέντε Βακέρος της Γρανάδας.
Ο Λόρκα θα φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας όπου θα σπουδάσει Φιλοσοφία και Δίκαιο, ενώ παράλληλα παίρνει μαθήματα κιθάρας και πιάνου με δάσκαλο τον Μανουέλ ντε Φάλλια.
Το 1918 εγκαθίσταται στη Μαδρίτη. Μένει στη Φοιτητική Εστία και εκεί έχει την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Λουίς Μπουνιουέλ, Σαλβαδόρ Νταλί, Μιγέλ Ουναμούνο και άλλους. Το 1920 ανεβαίνει στη Μαδρίτη το έργο του “Τα μάγια της πεταλούδας”. Την ίδια χρονιά γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή και την επομένη κυκλοφορεί στη Μαδρίτη η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Βιβλίο ποιημάτων”, ενώ παράλληλα γράφει το “Ποίημα του Κάντε Χόντο”.
Το 1922 δίνει διάλεξη για το κάντε χόντο (λαϊκό ανδαλουσιάνικο τραγούδι) και οργανώνει μαζί με τον ντε Φάλλια τη “Γιορτή του Κάντε Χόντο”. Σε συνεργασία πάλι με τον ντε Φάλλια θα οργανώσει παραστάσεις του “Ανδαλουσιάνικου Κουκλοθέατρου Κατσιπόρα”.
Το 1925 ο θίασος της Μαργαρίτας Σίργκου ανεβάζει στη Βαρκελώνη το έργο “Μαριάνα Πινέδα” με σκηνικά του Σαλβαδόρ Νταλί.
Το 1928 εκδίδει μαζί με φίλους του από τη Γρανάδα το περιοδικό “El Gallo” (“O πετεινός”), όπου και δημοσιεύονται τα μονόπρακτα του “Η παρθένος, ο ναύτης και ο σπουδαστής” και “Ο περίπατος του Μπάστερ Κήτον”. Την ίδια χρονιά εκδίδει το πρώτο μέρος του “Ρομανθέρο Χιτάνο” με ποιήματα της περιόδου 1924-1927.
Μετά τα ταξίδια του στην Νέα Υόρκη και την Κούβα ο Λόρκα επιστρέφει το 1930 στη Μαδρίτη, όπου ανεβαίνει στο θέατρο Εσπανιόλ το έργο του “Η θαυμαστή μπαλωματού”. Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στην Ισπανία, ο Λόρκα εκδίδει το “Ποίημα του Κάντε Χόντο” και το 1932 ιδρύει και διευθύνει, μαζί με τον Εντουάρντο Ουγκάρτε, τον πανεπιστημιακό θίασο “Λα Μπαράκα” (“Η Παράγκα”), ο οποίος περιοδεύει στην ισπανική επαρχία παρουσιάζοντας έργα του κλασικού ισπανικού θεάτρου. Το 1933 ανεβαίνουν στη Μαδρίτη τα έργα “Ματωμένος γάμος” και “Δον Περλιμπλίν”, ενώ την επόμενη χρονιά ανεβαίνει στο Τεάτρο Εσπανιόλ η “Γέρμα” με τη Μαργκαρίτα Σίργου.
Το θέατρο “Λα Μπαράκα” δίνει παραστάσεις στη Νότια Αμερική, και ο Λόρκα γράφει το “Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας”.
Τον επόμενο χρόνο θα παιχτούν τα έργα του “Η παραστασούλα του Δον Κριστόμπαλ” και “Δόνια Ροζίτα η ανύπαντρη”.
Το 1936 ο Λόρκα διαβάζει στη Μαδρίτη τη διακήρυξη των ισπανών συγγραφέων κατά του φασισμού, στη διάρκεια τιμητικής εκδήλωσης για τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και στις 16 Ιουλίου αναχωρεί για τη Γρανάδα.Την επομένη μέρα ξεσπά το πραξικόπημα του Φράνκο και τρεις μέρες αργότερα οι φαλαγγίτες καταλαμβάνουν τη Γρανάδα.
Στις 3 Αυγούστου ο κουνιάδος του Λόρκα Μοντεσίνος, σοσιαλιστής δήμαρχος της Γρανάδας, συλλαμβάνεται και εκτελείται. Ο Λόρκα καταφεύγει στο σπίτι ενός φίλου του, του ποιητή Λουίς Ροσάλες, του οποίου τα αδέλφια ήταν φαλαγγίτες.
Συλλαμβάνεται τη νύχτα 17 προς 18 Αυγούστου και κρατείται στο Κυβερνείο της Γρανάδας.
Στις 19 Αυγούστου τα χαράματα εκτελείται στο χωριό Βιθνάρ.

Επιμέλεια δημοσίευσης Ευμορφία Καλύβα