«Οι φτερούγες»

 

 Τούτο το πρωινό,
όλος ο κόσμος μια σιωπή
κάτω απ’ το σώμα σου,
πάνω στο σώμα σου,
μια κραυγή… εγώ.

Άς  τους, δεν ξέρουν, δεν έχουν φανταστεί,
το βάρος των άστρων στο στήθος μας,
όταν γέρνει ο Γαλαξίας,
τη φωνή που γλιστρά στο λαιμό σου,
στα μάτια σου, στο αυτί σου
και ισορροπούν οι αισθήσεις
στο αμείλιχτο σ’ αγαπώ.

Κάθε που φέγγει,
μαζεύω την υγρασία σου
απ’ το μέτωπο του αιώνα,
ποτίζω το αλάνθαστο
με τις παραλείψεις μας.

Αχ, ναι,
την επόμενη μέρα,
ίσως και τώρα,
ίσως ποτέ.

Είσαι η πορσελάνη του Ήλιου,
όπως χτυπούν στο μέτωπό σου τα κλαδιά του,
έρημα τ’ ουρανού νησιά
μικρά φώτα των ματιών σου… άπειρα.

Τη μέρα σε ζητώ,
στα τραχιά  φυλλώματα της Παραδείσου
και ξέρω,
πως ο κόσμος είναι δικό σου παιδί,
η  Παράδεισος, είναι δικό σου παιδί.

Με επινόησες για να σε λατρεύω.
Καρτερικά στους αιώνες με έχτισες
με σάλιο και σκόνη απ’ τη μοναξιά σου
και τώρα εδώ, εγώ, άφαντος να σε λατρεύω,
ολάκερος, να σε λατρεύω.

Πόση αυταπάρνηση έχει η λατρεία
και πόσο φως, η νύχτα της αγκαλιάς σου;

Βασίλης Κοκκώνης

 

Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφία